Την πορεία της θα την ζήλευε κάθε συνομήλικος ομότεχνός της, αφού όντας σε νεαρή ηλικία, έχει συνεργαστεί ήδη με το Σαββόπουλο, τον Παπάζογλου, τη Βιτάλη, το Λιδάκη, το Μαμαγκάκη και πολλούς ακόμα σπουδαίους καλλιτέχνες. Προσωπικά - όπως και πολύς κόσμος - την γνώρισα μέσα από την τρίχρονη επί σκηνής συνεργασία της με τον Μάλαμα. Έκτοτε έχει βγάλει δύο εξαιρετικά ενδιαφέροντες προσωπικούς δίσκους ("Καλημέρα" 2006, "Ιστορίες" 2009) και έχει προσθέσει στο ενεργητικό της αρκετές ακόμα συνεργασίες και συμμετοχές. Μεγαλωμένη στο Ηράκλειο Κρήτης, χαρακτηρίζει "σχολείο" τη θητεία της σε ρεμπετάδικα τα πρώτα της χρόνια στην Αθήνα και δηλώνει πως δεν θεωρεί τον δρόμο που διάλεξε "δύσκολο".
Ο λόγος λοιπόν για τη Μαρία Λούκα, την οποία είχα τη χαρά να συναντήσω την περασμένη Δευτέρα στα Εξάρχεια, με αφορμή τις εμφανίσεις που ξεκινά την Κυριακή 13/11 στο "@Ρουφ". Δεν κρύβω πως πάντα την εκτιμούσα σαν καλλιτέχνιδα και πως μέσα από την κουβέντα που είχαμε κατάλαβα ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο με εξαιρετικό συνδυασμό λογικής και συναισθήματος. Μία ταλαντούχα κοπέλα που πατάει στη γη και παλεύει με αισιοδοξία. Μέρος των όσων είπαμε, μπορείτε να το δείτε παρακάτω:
Ετοιμάζετε κάτι καινούριο με τον Δημήτρη Καρρά;
Ναι, φτιάχνουμε ένα νέο τραγούδι, αρχικά ως ψηφιακό single, σαν συνέχεια της συνεργασίας που είχαμε πέρυσι με το «Έτσι οι μέρες περνούν». Με τον Δημήτρη γνωριζόμαστε πολλά χρόνια και βλέπουμε ότι ταιριάζουν τα χνώτα μας γι’αυτό και αποφασίσαμε να κάνουμε μια συνεργασία. Τώρα ήρθε ο καιρός να κάνουμε κάτι πιο ολοκληρωμένο ξεκινώντας με αυτό το ψηφιακό single που θα κυκλοφορήσει εντός ολίγων ημερών και θέλω να πιστεύω, αν όλα πάνε καλά, να ακολουθήσει και μια ολοκληρωμένη δουλειά. Το single αυτό θέλω να είναι ένα δώρο από εμένα προς τους ακροατές που με ακολουθούν, κι έτσι, αν τα καταφέρω τελικά, θα το διοχετεύσω στο ίντερνετ εντελώς δωρεάν, ώστε ο κόσμος να μην σκεφτεί το κόστος, αλλά απλά να απολαύσει τη μουσική.
Βλέπεις τα πράγματα να πηγαίνουν προς τα εκεί, ως προς τον τρόπο διακίνησης των τραγουδιών;
Είμαι πολύ θετική προς αυτόν τον τρόπο. Για τη δισκογραφία δεν συζητάμε να έχει εξέλιξη. Ήδη έχει περάσει από μία μεγάλη καμπή και με τις τιμές των δίσκων και με τον τρόπο διακίνησης. Ο ακροατής δεν έχει πλέον χρόνο να κατέβει στο δισκοπωλείο, οπότε του είναι πολύ πιο εύκολο να μπει στο ίντερνετ και να «κατεβάσει» μία δουλειά, αλλά ακόμα κι αυτό το σκέφτεται πια λόγω των οικονομικών συνθηκών. Πιστεύω ότι κάνουμε ένα επάγγελμα πολυτελείας γι’αυτό προσπαθώ, όσο μπορώ και όσο γίνεται, να διαθέτω τη δουλειά μου δωρεάν.
Πώς γνωριστήκατε με τον Δημήτρη Καρρά και τι ήταν αυτό που σας έκανε να ταιριάξετε καλλιτεχνικά;
Τον Δημήτρη τον πρωτογνώρισα το 2005 στο παλιό του στούντιο όπου εγώ έκανα τότε πρόβες. Σιγά-σιγά, περνώντας ο καιρός και ερχόμενη σε μεγαλύτερη συναναστροφή μαζί του, είδα ότι «κολλάμε» πάρα πολύ σαν παρέα, σαν άνθρωποι. Αυτό οδήγησε και στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Δηλαδή, πρώτα δέσαμε κάνοντας παρέα και μετά φτιάξαμε τραγούδια μαζί. Αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό γιατί πιστεύω πως η τέχνη προϋποθέτει την παρέα και πως χωρίς ομάδα δεν γίνεται τίποτα. Και είμαι ευλογημένη σ’αυτό γιατί πάντα έχω καλές ομάδες και φίλους. Οπότε, με τον Δημήτρη, περνώντας ο καιρός, τα βάλαμε κάτω και είδαμε πως έχουμε κοινή αισθητική σε πολλά πράγματα κι έτσι φτιάξαμε τραγούδια.
Το «Έτσι οι μέρες περνούν» είναι ένα κομμάτι που έκανε αίσθηση. Μάλιστα έγινε γνωστό σχεδόν αποκλειστικά μέσω του ραδιοφώνου, το αγάπησαν και οι παραγωγοί και το κοινό. Το περιμένατε;
Ήταν πραγματικά μια ευλογία για εμάς γιατί τότε μαζευτήκαμε να κάνουμε ένα τραγούδι για το κέφι μας, επειδή τότε ετοιμάζαμε και κάποιες παραστάσεις και είπαμε να φτιάξουμε κάτι επειδή πραγματικά γουστάρουμε, να το πω έτσι. Και αυτό πέτυχε! Η συνταγή της παρέας, το κέφι και η ζωντάνια που είχαμε σαν ομάδα, μαζί φυσικά με το ταλέντο του Δημήτρη στη γραφή, ήταν κάτι που πέτυχε και μας χαροποιεί αυτό.
Στον τελευταίο προσωπικό σου δίσκο, τις «Ιστορίες» που κυκλοφόρησαν το 2009, ανέλαβες για πρώτη φορά όλη την παραγωγή μόνη σου. Για ποιο λόγο απέρριπταν οι εταιρίες το υλικό σου;
Η αλήθεια είναι ότι μετά από μια μεγάλη διαφωνία που είχα με την εταιρία μου τότε, κατάφερα να σπάσω το συμβόλαιό μου και ο λόγος ήταν ότι άλλα πράγματα ήθελαν να κάνουν αυτοί με μένα και άλλα ήθελα να κάνω εγώ με μένα. Θεώρησα λοιπόν πολύ πιο τίμιο να αποχωρήσω. Από εκεί και πέρα, ήταν τέτοιο το υλικό και τέτοια η περίοδος, που δεν ευνοούσαν ώστε να βγει ο δίσκος από κάποια εταιρία. Δεν υπήρχαν λεφτά, δεν υπήρχε η διάθεση και ενδεχομένως δεν ήταν και το υλικό τέτοιο που θα τους απέφερε άμεσα κέρδος. Οπότε ήταν πολύ ξεκάθαρο για μένα ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Τελικά νιώθεις δικαιωμένη από το ρίσκο που πήρες;
Δεν θεώρησα ποτέ ότι πήρα ρίσκο γιατί, πέρα από την τσέπη μου, το οικονομικό ρίσκο δηλαδή, δεν σκέφτηκα ποτέ να έχω τη στήριξη μιας μεγάλης εταιρίας. Σαφώς βοηθάει, αλλά δεν βασίζομαι μόνο σε αυτό. Τώρα το πόσο προχωράει μια δισκογραφική δουλειά έχει να κάνει με πάρα πολλούς παράγοντες. Σίγουρα πάντως οι «Ιστορίες» περιλαμβάνουν ένα υλικό που είναι λίγο βραδύκαυστο. Δηλαδή, μετά από ένα χρόνο άρχισαν να μου λένε «τώρα καταλαβαίνω το υλικό, τώρα ακούω το δίσκο όπως πρέπει», οπότε ήθελε χρόνο όλο αυτό. Όσο περνά ο καιρός, τόσο θα μεγαλώνουν αυτά τα πράγματα. Δεν είμαι του γρήγορου, του άμεσου. Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος της ταχύτητας.
Νιώθεις περισσότερο τραγουδοποιός ή ερμηνεύτρια; Αν έπρεπε για κάποιο λόγο να επιλέξεις κάτι από τα δύο, τι θα διάλεγες;
Είναι και οι δύο ιδιότητές μου. Δεν μπορώ να πω «περισσότερο ή λιγότερο». Άλλες φορές χρησιμοποιώ τη μία ιδιότητα, άλλες φορές την άλλη. Απλά, επειδή το τραγούδι το έχω από μικρό παιδί πιο εύκολο απ’ό,τι το γράψιμο, αισθάνομαι πιο κοντά από την άποψη της αποτελεσματικότητας. Μου βγαίνει δηλαδή πιο άνετα, πιο εύκολα.
Ποια ήταν η πρώτη φορά που πήγες σε συναυλία;
Η αλήθεια είναι ότι άργησα λίγο γιατί στην Κρήτη ήταν κάπως διαφορετικά τα πράγματα και ήμουν λίγο πιο περιορισμένη στο σπίτι. Αν θυμάμαι καλά - και πέρα από τη χορωδία του Γιάννη Μαρκόπουλου στην οποία συμμετείχα και κάναμε περιοδείες - η πρώτη συναυλία που κατάφερα να δω ήταν των Κατσιμιχαίων το ’94-’95 στο Ηράκλειο. Πραγματικά είχα μείνει «παγωτό»! Μπαίνοντας και ζώντας όλο αυτό μαγεύτηκα και είπα ότι «αυτό θέλω να κάνω σε όλη μου τη ζωή»!
Τι μπορείς να πεις ότι σου προσέφερε η μακρόχρονη παρουσία σου στο πλάι του Σωκράτη Μάλαμα;
Βήμα. Το μεγαλύτερο πράγμα που μου προσέφερε ο Σωκράτης ήταν το βήμα. Και πριν είχα κάνει πολύ μεγάλες συνεργασίες, όπως με τον Σαββόπουλο ή με τον Παπάζογλου, αλλά ποτέ δεν είχα τόσο πολύ χώρο σε ένα πρόγραμμα. Ο Σωκράτης μού έδωσε τη δυνατότητα να φανώ - να το πω έτσι - μέσα στο πρόγραμμα, να πω δικά μου πράγματα και να με συστήσει στον κόσμο με έναν τρόπο που δεν το ξεχνώ. Μπορεί να έχουν περάσει κάποια χρόνια, να έχω αλλάξει, να έχει αλλάξει, οι προτεραιότητές μου και οι επιλογές μου να είναι διαφορετικές, αλλά ξέρω ότι τη συγκεκριμένη περίοδο, έτσι όπως ήμουν, μου έκανε ένα πολύ μεγάλο δώρο.
Από τον Νίκο Παπάζογλου τι θυμάσαι;
Με τον Νίκο είχαμε δουλέψει δύο φορές, τη μία στους Αχαρνείς με το Σαββόπουλο και την άλλη στο «Ζυγό». Το πιο έντονο στοιχείο που μου έχει μείνει είναι ότι ο Νίκος ήταν ένας άνθρωπος που είχε γευτεί πάρα πολύ τη δόξα, την είχε χορτάσει, δεν είχε ανάγκη για φανφάρες, ήταν πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και αν δεν τον είχε καταβάλει όλο αυτό που μάθαμε όλοι μετά… Ήταν ένας άντρας παλιάς κοπής, δηλαδή ήταν για την παρέα, για το κέφι, για τη δοτικότητα, για το γλέντι και πάνω στη σκηνή ήξερε να κάνει «τζέρτζελο». Ήξερε να βγει πάνω, να τα πει και να σε πάρει κι εσένα μαζί. Πολύ μεγάλη προσωπικότητα και ίσως απ’τις μεγαλύτερες που έχουν περάσει απ’τον τόπο.
Ποια θεωρείς ότι είναι η κορυφαία στιγμή στη μέχρι τώρα καλλιτεχνική σου πορεία;
Καθαρά προσωπικά μιλώντας, σαν όνειρο ζωής δηλαδή που έγινε πραγματικότητα, νομίζω ότι η καλύτερη στιγμή ήταν όταν βρέθηκα στη σκηνή με την Ελένη Βιτάλη. Κάναμε κάποιες συναυλίες ένα καλοκαίρι κι επειδή από παιδί ήταν ένα πρότυπο για μένα, όταν μοιράστηκα τη σκηνή μαζί της και τραγουδήσαμε ένα ντουέτο, ένιωθα ότι ολοκληρώνω έναν καλλιτεχνικό κύκλο που είχα μέσα στο κεφάλι μου. Όταν ανέβαινε πάνω στη σκηνή, την άκουγα και η καρδιά μου φτερούγιζε.
Πώς είναι για έναν άνθρωπο σε τόσο νεαρή ηλικία να βρίσκεται ξαφνικά επί σκηνής με τους τραγουδιστές που λίγο πριν τους έβλεπε στην τηλεόραση ή τους άκουγε στο ραδιόφωνο και τους θαύμαζε;
Μα αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που κάνω αυτή τη δουλειά. Θέλω να «αγγίξω» τα πρότυπά μου, να συναντήσω τους ανθρώπους που αγαπώ και σέβομαι. Γι’αυτό νιώθω τυχερή και ευλογημένη.
Αρνητική πλευρά έχει αυτό; Απομυθοποιείς πράγματα;
Απομυθοποιείς αν έχεις απαιτήσεις, αν έχεις φτιάξει στο μυαλό σου μια εικόνα για έναν καλλιτέχνη και όταν τον γνωρίσεις, δεις ότι τελικά δεν ταιριάζει και λυπηθείς. Εγώ ποτέ δεν είχα τέτοια θέματα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι στο φινάλε είναι το έργο τους. Οπότε, εφόσον το έργο τους με καλύπτει, είμαι απολύτως πλήρης.
Κάποια συνεργασία που θα ήθελες πολύ να κάνεις στο μέλλον;
Πολλές! Το μεγαλύτερο κομμάτι των συνεργασιών που ήθελα να κάνω το έχω κάνει, αλλά μου έχουν μείνει κάποια άτομα τα οποία θαυμάζω πάρα πολύ, όπως είναι ο Δήμος Μούτσης, τον οποίο αγαπώ και σέβομαι υπερβολικά και εύχομαι κάποια στιγμή να μου δώσει ο Θεός τη δυνατότητα να τον συναντήσω επί σκηνής.
Πώς βλέπεις τη δική σου γενιά καλλιτεχνών; Είναι ικανή να πάρει τη σκυτάλη από τους παλαιότερους; Πολλοί λένε ότι δεν μπορεί να σηκώσει μεγάλο βάρος.
Αυτό που έχει δείξει η δική μου γενιά είναι ότι έχει λόγο. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά τα παιδιά, όπως η Μποφίλιου, ο Χαρούλης, η Αντωνοπούλου, η Ζουγανέλη, ο Μαραβέγιας, ο Μουζουράκης κ.ά., είναι παιδιά που αυτό που κάνουν το κάνουν πολύ καλά και αποτελεσματικά. Δεν χρωστάνε κάτι για να αποδείξουν γιατί είναι καλοί σε αυτό που κάνουν. Από εκεί και πέρα μένει ο χρόνος να δείξει αν αυτό έχει τόσο μεγάλο αντίκτυπο για να μπορέσει να σταθεί μέσα στα χρόνια.
Πες μας δυο λόγια για τις εμφανίσεις που ξεκινάτε σε λίγες μέρες.
Ξεκινάμε στις 13 Νοέμβρη στο @Ρουφ, στο Γκάζι, για τρεις Κυριακές. Έχουμε κάνει μια πολύ ωραία ομάδα με τον Χρυσόστομο Καραντωνίου, τον Παναγιώτη Μπουραζάνη και τον Νίκο Παραουλάκη. Τα αγαπώ πάρα πολύ και τα τρία παιδιά. Είναι εξαιρετικοί συνεργάτες, άψογοι μουσικοί και ο καθένας στο αντικείμενό του διαπρέπει. Έχουμε ετοιμάσει ένα ακουστικό πρόγραμμα το οποίο είναι λίγο ταξιδιάρικο, λίγο συγκινησιακό, λίγο διονυσιακό. Είναι μια εκτόνωση για εμάς. Έχουμε ένα πολύ χαμηλό εισιτήριο, στα 5€, γιατί καταλαβαίνουμε ότι ο κόσμος δυσκολεύεται και κάνουμε κι εμείς απ’την πλευρά μας ό,τι μπορούμε.
info
- H Μαρία Λούκα στο @Ρουφ στις 13, 20 & 27 Νοέμβρη. Περισσότερα στην agenda μας.
- Στο myspace: www.myspace.com/marialouka
- Στο facebook: link
Ο λόγος λοιπόν για τη Μαρία Λούκα, την οποία είχα τη χαρά να συναντήσω την περασμένη Δευτέρα στα Εξάρχεια, με αφορμή τις εμφανίσεις που ξεκινά την Κυριακή 13/11 στο "@Ρουφ". Δεν κρύβω πως πάντα την εκτιμούσα σαν καλλιτέχνιδα και πως μέσα από την κουβέντα που είχαμε κατάλαβα ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο με εξαιρετικό συνδυασμό λογικής και συναισθήματος. Μία ταλαντούχα κοπέλα που πατάει στη γη και παλεύει με αισιοδοξία. Μέρος των όσων είπαμε, μπορείτε να το δείτε παρακάτω:
Ετοιμάζετε κάτι καινούριο με τον Δημήτρη Καρρά;
Ναι, φτιάχνουμε ένα νέο τραγούδι, αρχικά ως ψηφιακό single, σαν συνέχεια της συνεργασίας που είχαμε πέρυσι με το «Έτσι οι μέρες περνούν». Με τον Δημήτρη γνωριζόμαστε πολλά χρόνια και βλέπουμε ότι ταιριάζουν τα χνώτα μας γι’αυτό και αποφασίσαμε να κάνουμε μια συνεργασία. Τώρα ήρθε ο καιρός να κάνουμε κάτι πιο ολοκληρωμένο ξεκινώντας με αυτό το ψηφιακό single που θα κυκλοφορήσει εντός ολίγων ημερών και θέλω να πιστεύω, αν όλα πάνε καλά, να ακολουθήσει και μια ολοκληρωμένη δουλειά. Το single αυτό θέλω να είναι ένα δώρο από εμένα προς τους ακροατές που με ακολουθούν, κι έτσι, αν τα καταφέρω τελικά, θα το διοχετεύσω στο ίντερνετ εντελώς δωρεάν, ώστε ο κόσμος να μην σκεφτεί το κόστος, αλλά απλά να απολαύσει τη μουσική.
Βλέπεις τα πράγματα να πηγαίνουν προς τα εκεί, ως προς τον τρόπο διακίνησης των τραγουδιών;
Είμαι πολύ θετική προς αυτόν τον τρόπο. Για τη δισκογραφία δεν συζητάμε να έχει εξέλιξη. Ήδη έχει περάσει από μία μεγάλη καμπή και με τις τιμές των δίσκων και με τον τρόπο διακίνησης. Ο ακροατής δεν έχει πλέον χρόνο να κατέβει στο δισκοπωλείο, οπότε του είναι πολύ πιο εύκολο να μπει στο ίντερνετ και να «κατεβάσει» μία δουλειά, αλλά ακόμα κι αυτό το σκέφτεται πια λόγω των οικονομικών συνθηκών. Πιστεύω ότι κάνουμε ένα επάγγελμα πολυτελείας γι’αυτό προσπαθώ, όσο μπορώ και όσο γίνεται, να διαθέτω τη δουλειά μου δωρεάν.
Πώς γνωριστήκατε με τον Δημήτρη Καρρά και τι ήταν αυτό που σας έκανε να ταιριάξετε καλλιτεχνικά;
Τον Δημήτρη τον πρωτογνώρισα το 2005 στο παλιό του στούντιο όπου εγώ έκανα τότε πρόβες. Σιγά-σιγά, περνώντας ο καιρός και ερχόμενη σε μεγαλύτερη συναναστροφή μαζί του, είδα ότι «κολλάμε» πάρα πολύ σαν παρέα, σαν άνθρωποι. Αυτό οδήγησε και στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Δηλαδή, πρώτα δέσαμε κάνοντας παρέα και μετά φτιάξαμε τραγούδια μαζί. Αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό γιατί πιστεύω πως η τέχνη προϋποθέτει την παρέα και πως χωρίς ομάδα δεν γίνεται τίποτα. Και είμαι ευλογημένη σ’αυτό γιατί πάντα έχω καλές ομάδες και φίλους. Οπότε, με τον Δημήτρη, περνώντας ο καιρός, τα βάλαμε κάτω και είδαμε πως έχουμε κοινή αισθητική σε πολλά πράγματα κι έτσι φτιάξαμε τραγούδια.
Το «Έτσι οι μέρες περνούν» είναι ένα κομμάτι που έκανε αίσθηση. Μάλιστα έγινε γνωστό σχεδόν αποκλειστικά μέσω του ραδιοφώνου, το αγάπησαν και οι παραγωγοί και το κοινό. Το περιμένατε;
Ήταν πραγματικά μια ευλογία για εμάς γιατί τότε μαζευτήκαμε να κάνουμε ένα τραγούδι για το κέφι μας, επειδή τότε ετοιμάζαμε και κάποιες παραστάσεις και είπαμε να φτιάξουμε κάτι επειδή πραγματικά γουστάρουμε, να το πω έτσι. Και αυτό πέτυχε! Η συνταγή της παρέας, το κέφι και η ζωντάνια που είχαμε σαν ομάδα, μαζί φυσικά με το ταλέντο του Δημήτρη στη γραφή, ήταν κάτι που πέτυχε και μας χαροποιεί αυτό.
Στον τελευταίο προσωπικό σου δίσκο, τις «Ιστορίες» που κυκλοφόρησαν το 2009, ανέλαβες για πρώτη φορά όλη την παραγωγή μόνη σου. Για ποιο λόγο απέρριπταν οι εταιρίες το υλικό σου;
Η αλήθεια είναι ότι μετά από μια μεγάλη διαφωνία που είχα με την εταιρία μου τότε, κατάφερα να σπάσω το συμβόλαιό μου και ο λόγος ήταν ότι άλλα πράγματα ήθελαν να κάνουν αυτοί με μένα και άλλα ήθελα να κάνω εγώ με μένα. Θεώρησα λοιπόν πολύ πιο τίμιο να αποχωρήσω. Από εκεί και πέρα, ήταν τέτοιο το υλικό και τέτοια η περίοδος, που δεν ευνοούσαν ώστε να βγει ο δίσκος από κάποια εταιρία. Δεν υπήρχαν λεφτά, δεν υπήρχε η διάθεση και ενδεχομένως δεν ήταν και το υλικό τέτοιο που θα τους απέφερε άμεσα κέρδος. Οπότε ήταν πολύ ξεκάθαρο για μένα ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Τελικά νιώθεις δικαιωμένη από το ρίσκο που πήρες;
Δεν θεώρησα ποτέ ότι πήρα ρίσκο γιατί, πέρα από την τσέπη μου, το οικονομικό ρίσκο δηλαδή, δεν σκέφτηκα ποτέ να έχω τη στήριξη μιας μεγάλης εταιρίας. Σαφώς βοηθάει, αλλά δεν βασίζομαι μόνο σε αυτό. Τώρα το πόσο προχωράει μια δισκογραφική δουλειά έχει να κάνει με πάρα πολλούς παράγοντες. Σίγουρα πάντως οι «Ιστορίες» περιλαμβάνουν ένα υλικό που είναι λίγο βραδύκαυστο. Δηλαδή, μετά από ένα χρόνο άρχισαν να μου λένε «τώρα καταλαβαίνω το υλικό, τώρα ακούω το δίσκο όπως πρέπει», οπότε ήθελε χρόνο όλο αυτό. Όσο περνά ο καιρός, τόσο θα μεγαλώνουν αυτά τα πράγματα. Δεν είμαι του γρήγορου, του άμεσου. Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος της ταχύτητας.
Νιώθεις περισσότερο τραγουδοποιός ή ερμηνεύτρια; Αν έπρεπε για κάποιο λόγο να επιλέξεις κάτι από τα δύο, τι θα διάλεγες;
Είναι και οι δύο ιδιότητές μου. Δεν μπορώ να πω «περισσότερο ή λιγότερο». Άλλες φορές χρησιμοποιώ τη μία ιδιότητα, άλλες φορές την άλλη. Απλά, επειδή το τραγούδι το έχω από μικρό παιδί πιο εύκολο απ’ό,τι το γράψιμο, αισθάνομαι πιο κοντά από την άποψη της αποτελεσματικότητας. Μου βγαίνει δηλαδή πιο άνετα, πιο εύκολα.
Ποια ήταν η πρώτη φορά που πήγες σε συναυλία;
Η αλήθεια είναι ότι άργησα λίγο γιατί στην Κρήτη ήταν κάπως διαφορετικά τα πράγματα και ήμουν λίγο πιο περιορισμένη στο σπίτι. Αν θυμάμαι καλά - και πέρα από τη χορωδία του Γιάννη Μαρκόπουλου στην οποία συμμετείχα και κάναμε περιοδείες - η πρώτη συναυλία που κατάφερα να δω ήταν των Κατσιμιχαίων το ’94-’95 στο Ηράκλειο. Πραγματικά είχα μείνει «παγωτό»! Μπαίνοντας και ζώντας όλο αυτό μαγεύτηκα και είπα ότι «αυτό θέλω να κάνω σε όλη μου τη ζωή»!
Τι μπορείς να πεις ότι σου προσέφερε η μακρόχρονη παρουσία σου στο πλάι του Σωκράτη Μάλαμα;
Βήμα. Το μεγαλύτερο πράγμα που μου προσέφερε ο Σωκράτης ήταν το βήμα. Και πριν είχα κάνει πολύ μεγάλες συνεργασίες, όπως με τον Σαββόπουλο ή με τον Παπάζογλου, αλλά ποτέ δεν είχα τόσο πολύ χώρο σε ένα πρόγραμμα. Ο Σωκράτης μού έδωσε τη δυνατότητα να φανώ - να το πω έτσι - μέσα στο πρόγραμμα, να πω δικά μου πράγματα και να με συστήσει στον κόσμο με έναν τρόπο που δεν το ξεχνώ. Μπορεί να έχουν περάσει κάποια χρόνια, να έχω αλλάξει, να έχει αλλάξει, οι προτεραιότητές μου και οι επιλογές μου να είναι διαφορετικές, αλλά ξέρω ότι τη συγκεκριμένη περίοδο, έτσι όπως ήμουν, μου έκανε ένα πολύ μεγάλο δώρο.
Από τον Νίκο Παπάζογλου τι θυμάσαι;
Με τον Νίκο είχαμε δουλέψει δύο φορές, τη μία στους Αχαρνείς με το Σαββόπουλο και την άλλη στο «Ζυγό». Το πιο έντονο στοιχείο που μου έχει μείνει είναι ότι ο Νίκος ήταν ένας άνθρωπος που είχε γευτεί πάρα πολύ τη δόξα, την είχε χορτάσει, δεν είχε ανάγκη για φανφάρες, ήταν πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και αν δεν τον είχε καταβάλει όλο αυτό που μάθαμε όλοι μετά… Ήταν ένας άντρας παλιάς κοπής, δηλαδή ήταν για την παρέα, για το κέφι, για τη δοτικότητα, για το γλέντι και πάνω στη σκηνή ήξερε να κάνει «τζέρτζελο». Ήξερε να βγει πάνω, να τα πει και να σε πάρει κι εσένα μαζί. Πολύ μεγάλη προσωπικότητα και ίσως απ’τις μεγαλύτερες που έχουν περάσει απ’τον τόπο.
Ποια θεωρείς ότι είναι η κορυφαία στιγμή στη μέχρι τώρα καλλιτεχνική σου πορεία;
Καθαρά προσωπικά μιλώντας, σαν όνειρο ζωής δηλαδή που έγινε πραγματικότητα, νομίζω ότι η καλύτερη στιγμή ήταν όταν βρέθηκα στη σκηνή με την Ελένη Βιτάλη. Κάναμε κάποιες συναυλίες ένα καλοκαίρι κι επειδή από παιδί ήταν ένα πρότυπο για μένα, όταν μοιράστηκα τη σκηνή μαζί της και τραγουδήσαμε ένα ντουέτο, ένιωθα ότι ολοκληρώνω έναν καλλιτεχνικό κύκλο που είχα μέσα στο κεφάλι μου. Όταν ανέβαινε πάνω στη σκηνή, την άκουγα και η καρδιά μου φτερούγιζε.
Πώς είναι για έναν άνθρωπο σε τόσο νεαρή ηλικία να βρίσκεται ξαφνικά επί σκηνής με τους τραγουδιστές που λίγο πριν τους έβλεπε στην τηλεόραση ή τους άκουγε στο ραδιόφωνο και τους θαύμαζε;
Μα αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που κάνω αυτή τη δουλειά. Θέλω να «αγγίξω» τα πρότυπά μου, να συναντήσω τους ανθρώπους που αγαπώ και σέβομαι. Γι’αυτό νιώθω τυχερή και ευλογημένη.
Αρνητική πλευρά έχει αυτό; Απομυθοποιείς πράγματα;
Απομυθοποιείς αν έχεις απαιτήσεις, αν έχεις φτιάξει στο μυαλό σου μια εικόνα για έναν καλλιτέχνη και όταν τον γνωρίσεις, δεις ότι τελικά δεν ταιριάζει και λυπηθείς. Εγώ ποτέ δεν είχα τέτοια θέματα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι στο φινάλε είναι το έργο τους. Οπότε, εφόσον το έργο τους με καλύπτει, είμαι απολύτως πλήρης.
Κάποια συνεργασία που θα ήθελες πολύ να κάνεις στο μέλλον;
Πολλές! Το μεγαλύτερο κομμάτι των συνεργασιών που ήθελα να κάνω το έχω κάνει, αλλά μου έχουν μείνει κάποια άτομα τα οποία θαυμάζω πάρα πολύ, όπως είναι ο Δήμος Μούτσης, τον οποίο αγαπώ και σέβομαι υπερβολικά και εύχομαι κάποια στιγμή να μου δώσει ο Θεός τη δυνατότητα να τον συναντήσω επί σκηνής.
Πώς βλέπεις τη δική σου γενιά καλλιτεχνών; Είναι ικανή να πάρει τη σκυτάλη από τους παλαιότερους; Πολλοί λένε ότι δεν μπορεί να σηκώσει μεγάλο βάρος.
Αυτό που έχει δείξει η δική μου γενιά είναι ότι έχει λόγο. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά τα παιδιά, όπως η Μποφίλιου, ο Χαρούλης, η Αντωνοπούλου, η Ζουγανέλη, ο Μαραβέγιας, ο Μουζουράκης κ.ά., είναι παιδιά που αυτό που κάνουν το κάνουν πολύ καλά και αποτελεσματικά. Δεν χρωστάνε κάτι για να αποδείξουν γιατί είναι καλοί σε αυτό που κάνουν. Από εκεί και πέρα μένει ο χρόνος να δείξει αν αυτό έχει τόσο μεγάλο αντίκτυπο για να μπορέσει να σταθεί μέσα στα χρόνια.
Πες μας δυο λόγια για τις εμφανίσεις που ξεκινάτε σε λίγες μέρες.
Ξεκινάμε στις 13 Νοέμβρη στο @Ρουφ, στο Γκάζι, για τρεις Κυριακές. Έχουμε κάνει μια πολύ ωραία ομάδα με τον Χρυσόστομο Καραντωνίου, τον Παναγιώτη Μπουραζάνη και τον Νίκο Παραουλάκη. Τα αγαπώ πάρα πολύ και τα τρία παιδιά. Είναι εξαιρετικοί συνεργάτες, άψογοι μουσικοί και ο καθένας στο αντικείμενό του διαπρέπει. Έχουμε ετοιμάσει ένα ακουστικό πρόγραμμα το οποίο είναι λίγο ταξιδιάρικο, λίγο συγκινησιακό, λίγο διονυσιακό. Είναι μια εκτόνωση για εμάς. Έχουμε ένα πολύ χαμηλό εισιτήριο, στα 5€, γιατί καταλαβαίνουμε ότι ο κόσμος δυσκολεύεται και κάνουμε κι εμείς απ’την πλευρά μας ό,τι μπορούμε.
info
- H Μαρία Λούκα στο @Ρουφ στις 13, 20 & 27 Νοέμβρη. Περισσότερα στην agenda μας.
- Στο myspace: www.myspace.com/marialouka
- Στο facebook: link