Ο Βασίλης Φλώρος είναι ένας νέος τραγουδοποιός ο οποίος κυκλοφόρησε το 2010 την πρώτη του δισκογραφική δουλειά με τίτλο "Στις όχθες της αυγής". Στο δίσκο αυτό συμμετείχαν ο Γιώργος Νταλάρας, ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, ο Δημήτρης Μυστακίδης, η Ανατολή Μαργιόλα και πολλοί σπουδαίοι μουσικοί. Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα όπου σπούδασε μάλιστα Μαθηματικός, τομέας στον οποίο απασχολείται παράλληλα με τη μουσική και το τραγούδι.
Είχαμε τη χαρά να τον συναντήσουμε πριν από μερικές ημέρες στα Εξάρχεια, μαζί με την τραγουδοποιό και ερμηνεύτρια Κατερίνα Αναγνώστου η οποία τραγουδά μαζί του στις ζωντανές εμφανίσεις. Πρόσχαρος, ευγενής και πολύ ζεστός, ο Βασίλης Φλώρος μάς έδωσε την ευκαιρία για μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα, κατά την οποία ούτε στιγμή δεν νιώσαμε ότι πρόκειται για συνέντευξη. Μιλήσαμε για τη σχέση του με το Πήλιο και τη φύση, για την πορεία του μέχρι τον πρώτο του δίσκο, τη γνωριμία και συνεργασία του του με τον Γ. Νταλάρα και για τις απόψεις του γύρω από το τραγούδι και την κοινωνία.
Έχεις κάποια σχέση με το Πήλιο;
Είμαι βέρος Αθηναίος αλλά από μικρή ηλικία πηγαίνω συνεχώς σε ένα χωριό του Πηλίου, τον Κατηγιώργη, που είναι το πιο κοντινό λιμανάκι προς τη Σκιάθο. Είναι σαν να το έχω κάνει «χωριό μου» από επιλογή, χωρίς να έχω καταγωγή από εκεί.
Γι’ αυτό στο σημείωμα του δίσκου σου έγραφες «Ιούλης του '96, σ’ ένα πηλιορείτικο χωριό...», έτσι; Γενικώς ο δίσκος μοιάζει να έχει μια κεντρική ιδέα, μια αφετηρία, που είναι ότι κάποιος ψαράς μπαίνει σ’ένα πηλιορείτικο καφενείο και διηγείται ιστορίες. Είναι έτσι;
Αυτή βασικά είναι η ιστορία του τραγουδιού «Η Γη γυρίζει φάλτσα». Ήμουν 15 χρόνων στον Κατηγιώργη, Ιούλιο μήνα – εκεί δεν έχει πολλούς παραθεριστές – βράδυ, νυχτέρι μετά από τσίπουρο. Εγώ δεν έπινα βέβαια, ήμουν μικρός, αλλά συμμετείχα εκεί στην παρέα που ήμασταν σε ένα τραπέζι εγώ, ο πατέρας μου και ένας ντόπιος ψαράς. Οπότε βλέπουμε να δένει ένα καϊκι και να έρχεται ένας τύπος με καπελάκι, λιοκαμμένος, που δεν τον ξέραμε. Έκατσε σε ένα τραπέζι μόνος του. Άρχισε να πίνει και να μιλάει ακατάσχετα και να μας λέει ότι είναι από την Εύβοια, δύτης στο επάγγελμα και ότι γυρίζει όλο τον κόσμο με το καϊκι του. Σε κάποια φάση, μέσα στο μεθύσι του, πετάει τη φράση «Η Γη γυρίζει φάλτσα». Αυτό το είπε γιατί έτσι όπως παρατηρούσε από το καϊκι του τον ουρανό, από τις διάφορες θέσεις που έπαιρναν τα άστρα, «από το φάλτσο που παίρνει η Γη» όπως έλεγε, δικαιολογείται η γέννηση των σεισμών. Προφανώς εννοούσε ότι ο άξονας της Γης έχει μια κλίση και ότι με τους μεγάλους σεισμούς, όπως έγινε πρόσφατα, η κλίση αυτή αυξάνει κι έτσι επέρχονται μεγάλες κλιματικές αλλαγές κλπ. Ε βάλε όλη αυτήν την ανάλυση δίπλα στη φράση «Η Γη γυρίζει φάλτσα» και θα καταλάβεις πόσα πολλά και σύνθετα είπε με μία φράση.
Η φύση είναι πολύ έντονα παρούσα μέσα στα τραγούδια σου. Είναι πηγή έμπνευσης για εσένα; Το επιλέγεις συνειδητά να μιλάς γι’ αυτήν ή σου βγαίνει πηγαία;
Προφανώς και η φύση είναι μεγάλη πηγή έμπνευσης για μένα. Είναι κάτι που μου βγαίνει, σαν συναίσθημα. Δηλαδή όταν θα ακούσω πράγματα που μ’ αρέσουν, αυτά που μου βγαίνουν με φωτίζουν και με κάνουν να πιάσω το οργανάκι. Αυτά που με φωτίζουν έχουν να κάνουν αμιγώς με πράγματα της φύσης. Δες το όμως και σαν τάση φυγής από την τσιμεντόπλακα, από την καθημερινότητα.
Η καθημερινότητά σου είναι στην Αθήνα. Το αστικό τοπίο, αυτό που ζεις καθημερινά στην πόλη δεν σε αφορά να αποτυπωθεί στα τραγούδια σου;
Αυτή η πόλη λειτουργεί για μένα ανασταλτικά. Αυτό που με φωτίζει σε αυτήν είναι τα μυαλά των ανθρώπων. Στην επαρχία υπάρχει ακόμα μια κάποια συντήρηση και γενικώς τα πράγματα είναι κάπως πιο πίσω. Βέβαια, σε αυτήν την πόλη μπορείς να βρεις και υποκρισία ή να κάθεσαι να αμπελοφιλοσοφείς με τις ώρες για πράγματα μη απτά. Ενώ ένας ψαράς, πχ, θα σου πει κάτι μέσα από τη δουλειά του που είναι μια εικόνα τόσο αληθινή που σε αγγίζει στην καρδιά κατευθείαν. Η επαρχία σού δίνει το γήινο, το αληθινό, το πώς πρέπει να είναι η σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο. Η πόλη σού δίνει τη δυνατότητα να κάνεις πράγματα αλλά σε πιέζει κιόλας γιατί είναι σαν να σε πλακώνουν όλα αυτά τα κτίρια. Οπότε ερχόμαστε στο ερώτημα «Η Τέχνη για την Τέχνη ή η Τέχνη για τον Άνθρωπο;». Για μένα δεν υπάρχει άσπρο ή μαύρο. Είναι γκρίζο. Πρέπει σαφώς αυτό που βγαίνει από μέσα σου να μην το λογοκρίνεις. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να αφορά και αυτούς που σε ακούνε, να εκφράζει τα βασανάκια τους. Αν συνδυαστούν αυτά τα δύο, το γλυκό έχει δέσει.
Το περιστατικό με τον βαρκάρη που λέγαμε παραπάνω το βίωσες σε ηλικία 15 ετών. Έγραφες από τότε τραγούδια; Πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με κάποιο όργανο ώστε να πεις «θέλω να γράψω τραγούδια»;
Την επόμενη χρονιά έγραψα το πρώτο τραγούδι, που υπάρχει και στο δίσκο και είναι η «Τρύπα». Με την κιθάρα άρχισα να ασχολούμαι από σπόντα, σε ηλικία 11 ετών. Γενικώς μεγάλωσα σε μία οικογένεια που είχα ό,τι ήθελα, αλλά θυμάμαι ότι είχαμε μια κιθάρα στο σπίτι και όταν πήγαινα να την πιάσω ο πατέρας μου μού έλεγε «μη», επειδή ήθελε όταν ασχοληθώ, να ασχοληθώ επειδή το θέλω πραγματικά. Οπότε κάπου εκεί στην έκτη δημοτικού πήγα και γράφτηκα σε ένα Ωδείο. Εκεί έκανα μόνο ένα χρόνο κλασική κιθάρα. Σταμάτησα όταν πήγα σε μια συναυλία του Σωκράτη Μάλαμα στο Θ.Βράχων και άκουσα τι έπαιζε. Εκεί είπα «τέλος». Συν και το ότι ο δάσκαλος με είχε αρχίσει ήδη στα «κλασικά» και δεν είχα την υπομονή για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, όταν σταμάτησα, άρχισα να σκαρώνω και τα πρώτα τραγούδια με τα ακόρντα που είχα μάθει.
Από το ’97 περίπου που άρχισες να φτιάχνεις τραγούδια, μέχρι το 2010 που κυκλοφόρησε ο δίσκος, ποια στιγμή είχες μαζέψει πλέον το υλικό και αποφάσιζες ότι θέλεις να το δισκογραφήσεις;
Το υλικό υπήρχε από το 2006 όταν ξεκίνησα τη βόλτα για να δω τι γίνεται, γιατί δεν ήξερα. Ένα καλοκαίρι ήμουν στον Κατηγιώργη και ένα βράδυ πέρασε από απέναντι απ’τη Σκιάθο η Δήμητρα Γαλάνη. Ο Σάκης ο βαρκάρης που τη μετέφερε, πονηρός όντας, άρχισε να σφυρίζει τη «Σπηλιά της Φόνισσας», ένα απ’ τα τραγούδια μου. Η Γαλάνη ενδιαφέρθηκε και τον ρώτησε «τι είναι αυτό;» και της λέει εκείνος «Έλα να σου δείξω». Οπότε τη φέρνει σε ένα μπαλκονάκι που ήμασταν και θυμάμαι ότι της έδωσα την «Τρύπα». Μου είπε «Είναι ωραίο αυτό που κάνεις. Κατέβα κάτω να δούμε τι θα κάνουμε». Εγώ τότε είχα λίγο τον ενθουσιασμό της εφηβείας, αλλά ουσιαστικά και με όλο το μεγάλο σεβασμό και εκτίμηση που εννοείται ότι έχω στην κυρία Γαλάνη, να σου πω ότι το πράγμα δεν προχώρησε όχι για άλλο λόγο αλλά για το αισθητικό μέρος του πράγματος γιατί… ήμουνα αλλού.
Έτσι πήρα απόφαση να πάω να βρω τον Θανάση Παπακωνσταντίνου που τον ένιωθα πιο κοντά μου. Πήγα και τον βρήκα στο Θέατρο Χώρα που εμφανιζόταν τότε, του έδωσα τη δουλειά μου και με πήρε μετά από 10 μέρες και μου είπε «Είναι καλό αυτό που κάνεις, ξεκίνα να το προσπαθείς δισκογραφικά, αν και είναι δύσκολες οι εποχές». Ξεκίνησα με τους μουσικούς του Θανάση, που παίζουν και στο δίσκο, να φτιάχνουμε το υλικό. Δηλαδή με τον Δημήτρη Μυστακίδη μπήκαμε Νοέμβρη του 2007 στο studio Magnanimus στη Θεσσαλονίκη και σε τρεις μέρες μπήκαν οι βάσεις του δίσκου. Είχα βρει τότε μια δισκογραφική, που δεν υπάρχει πια, η οποία μου είχε πει να τους το πάω έτοιμο. Όλα αυτά με ίδιους πόρους, δηλαδή έκανα ιδιαίτερα για να βγάζω τα χρήματα που απαιτούνταν. Έτσι η παραγωγή κάποια στιγμή έφτασε σε τέλμα. Εν τω μεταξύ έκλεισε και η δισκογραφική και το πράγμα έμεινε μετέωρο.
Δεν σας κρύβω ότι άρχισα σιγά – σιγά να μαθαίνω και το χώρο, ο οποίος δεν είναι όπως το βλέπει ο ακροατής απ’ έξω, άδολα και όμορφα. Άρχισε λοιπόν μέσα μου να απομυθοποιείται μια ολόκληρη κατάσταση. Είδα ότι όλοι οι μουσικοί, άσχετα με το αισθητικό αποτέλεσμα, τελικά βράζουν στο ίδιο καζάνι. Έτσι αποφάσισα να εκμεταλλευτώ μια γνωριμία που είχε ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν συμμαθητής με τον Γιώργο Νταλάρα. Πήγα τότε παραμονή της παράστασής του «Σαν τραγούδι μαγεμένο» στις πρόβες και τον συνάντησα. Μου έκανε πραγματικά εντύπωση το πόσο προσιτός ήταν…
Πάντως έχεις μια άνεση, έτσι; Χτύπησες πόρτες άφοβα…
Είναι δύο πράγματα. Άγνοια κινδύνου και πίστη σε αυτό που κάνω. Και μου βγήκε σε καλό. Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι ο Νταλάρας με πήρε σε τρεις μόλις μέρες τηλέφωνο και μου είπε «Βασιλάκη, η δουλειά σου είναι πολύ καλή, συνέχισέ την». Ούτε μου ζήτησε τίποτα, ούτε του ζήτησα τίποτα. Πραγματικά άδολα. Κι ενώ εγώ έψαχνα μετά έναν τρόπο για να βγει αυτό το πράγμα προς τα έξω, μια μέρα που δεν θα την ξεχάσω γιατί είχαμε πολλές δυσκολίες και είχαμε φτάσει σε πλήρες αδιέξοδο, χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ο Νταλάρας. Μου λέει «πήρα να δω τι έκανες». Εγώ του εξήγησα την κατάσταση κι εκείνος μου ζήτησε λίγες μέρες καιρό. Ξαναμιλάμε μετά από λίγο και μου λέει «Επειδή η παραγωγή είναι ήδη έτοιμη, ρώτα τους συνεργάτες σου και, αν θέλουν να ενταχθώ κι εγώ, θα το κάνω με χαρά γιατί γουστάρω». Εγώ βέβαια δεν το σκέφτηκα καθόλου γιατί κοιτάω και να μάθω από τέτοιους ανθρώπους και ο Νταλάρας είναι και μουσικός, δεν τον βλέπω μόνο σαν ερμηνευτή. Μάλιστα στο δίσκο ενορχήστρωσε δύο κομμάτια. Μπήκε μέσα στο στούντιο και έπαιξε όλα τα όργανα.
Τα λέω αυτά γιατί στο χώρο αυτό συγκρούονται οι ματαιοδοξίες των ανθρώπων. Κι επειδή υπάρχει και η ματαιοδοξία και το χρήμα, πολλές φορές υπερισχύει το υπερεγώ και λέει ο άλλος «Έλα μωρέ, εγώ παίζω άλλο είδος μουσικής, ποιος είναι ο Νταλάρας τώρα; Εγώ είμαι αλλού…». Το αν παίζεις «άλλο» θα το κρίνει ο κόσμος. Σαφώς και κάποιος μπορεί να έχει ενστάσεις ως προς το αισθητικό αποτέλεσμα. Εγώ όμως δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθώ, ειδικά με τον τρόπο που με προσέγγισε ο κύριος Γιώργος.
Κακά τα ψέματα, το κοινό των καλλιτεχνών τους οποίους αντιλαμβάνομαι ότι εκτιμάς και με το οποίο έχεις κι εσύ επαφή, έχει μια αρνητική προδιάθεση απέναντι στον Νταλάρα. Σκέφτηκες καθόλου το πώς θα αντιδρούσε αυτό το κοινό, στο οποίο εν πολλοίς απευθύνονταν και τα τραγούδια σου;
Πρώτα απ’ όλα, εκ του αποτελέσματος δέχτηκα κριτική για αυτή την επιλογή μου. Θα το θέσω όμως διαφορετικά. Καταρχήν δεν πιστεύω ότι η μουσική έχει κοινό με τη στενή έννοια. Μπορείς να βρεις ανθρώπους που ακούνε και Νταλάρα και το ένα και το άλλο κλπ. Σαφώς υπάρχουν κόσμοι αισθητικά διαφοροποιημένοι, αλλά δεν πιστεύω ότι η μουσική είναι για να χωρίζει τον κόσμο. Υπάρχει καλό και κακό τραγούδι. Στην τελική αυτό που γράφεις και η ουσία αυτού που λες είναι που μετράει. Το σκέφτηκα αυτό που λες, αλλά τελικά αν σκεφτόμουνα το λεγόμενο «target group», αυτό δεν θα ‘ταν πιο υποκριτικό; Ανάμεσα λοιπόν σε αυτό και στο κατά πόσο μπορώ εγώ να δω πού είμαι και να σκεφτώ κατά πόσο μπορώ να κάνω κριτική σε έναν άνθρωπο που έχει 40 χρόνια στο χώρο, σαφώς υπερίσχυσε το δεύτερο. Εγώ ζητάω να γίνομαι καλύτερος μέσα απ’ τη μουσική. Άμα λειτουργώ με τα target groups θα είμαι επιχειρηματίας, δεν θα είμαι καλλιτέχνης και αυτό θα έχει αποτέλεσμα και στη δουλειά μου. Να σου πω και κάτι; Δεν πιστεύω ότι το σύστημα λειτουργεί διαφορετικά για τον Νταλάρα απ’ ό,τι λειτουργεί για άλλους με τον φερετζέ του προοδευτισμού… Ξέρουμε τι γίνεται, άλλο που δεν το λέμε. Τέλος πάντων, εγώ τον απλό τον κόσμο τον δικαιολογώ, γιατί δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει. Εμένα οι δημόσιες σχέσεις μου είναι τα τραγούδια μου. Μπορούν να φτάσουν στον κόσμο; Αυτή είναι η ουσία.
Στους στίχους σου βάζεις λέξεις που δεν είναι από αυτές που χρησιμοποιούμε καθημερινά. Αυτό είναι επιρροή από την Παράδοση και το Ρεμπέτικο; Σε απασχόλησε το πώς αυτοί οι στίχοι θα περάσουν στον κόσμο;
Πώς να σ’ το πω τώρα; Ας πούμε όταν διαβάζω Παπαδιαμάντη μού σηκώνεται η τρίχα. Αυτή η γλώσσα έχει μια μουσικότητα μέσα της. Αυτή είναι η ελληνική γλώσσα. Και δεν το λέω με καμία δόση εθνικοπατριωτισμού ή οτιδήποτε τέτοιο. Δεν είναι κρίμα να έχουμε μια τέτοια γλώσσα και να την ποτίζουμε διαρκώς με ξένα, αγγλοσαξονικά κυρίως, στοιχεία; Σίγουρα θέλει κι αυτό την προσοχή του. Μην φτάσουμε στο σημείο να βγάζουμε γλωσσάρια μαζί με τα τραγούδια. Αλλά αυτή η γλώσσα είναι τόσο ωραία! Δεν βρίσκω ότι τα τραγουδάκια που φτιάχνω είναι έξω από αυτό που ζω. Είναι αλληλένδετα.
Η Λογοτεχνία λειτουργεί για εσένα ως πηγή έμπνευσης; Τι διαβάζεις; Τι αγαπάς περισσότερο;
Σαν πηγή συναισθημάτων γιατί δημιουργεί εικόνες, αλλά προφανώς και σαν πηγή έμπνευσης. Αγαπώ τον Παπαδιαμάντη και τη Γενιά του ’30, αλλά και πιο σύγχρονα πράγματα που έχουν αυτή τη γλώσσα. Πρόσφατα, ας πούμε, διάβασα το «Λαγού Μαλλί». Είναι του Γιάννη Μακριδάκη, ενός νέου συγγραφέα από τη Χίο, νομίζω είναι επικεφαλής στο Κέντρο Μελετών του νησιού. Σε αυτό το έργο του γράφει για μια παρέα ψαράδων σε μια κηδεία, που συζητά τα προβλήματα του επαγγέλματος την ώρα που η χώρα τους μπαίνει υπό διεθνή έλεγχο. Έχει τους διαλόγους με την ντοπιολαλιά, αλλά βλέπεις ότι μέσα από αυτό μπορείς να δεις κάτι πολύ σύγχρονο. Με ενδιαφέρει το πώς θα πάρω στοιχεία από την Παράδοση και θα τα βάλω στο σήμερα για να τα κατανοήσει και ο άνθρωπος που βάλλεται από την πληροφορία την «αγγλοσαξονική».
Κατερίνα πες μας δυο λόγια για τη δική σου πορεία και τη συμμετοχή σου στις εμφανίσεις του Βασίλη στον «Πυρήνα».
Κατερίνα Αναγνώστου: Εγώ μεγάλωσα στην επαρχία, στην Αιδηψό, όπου δεν υπήρχαν Ωδεία. Ξεκίνησα να μαθαίνω κιθάρα και ήμουν πολύ τυχερή γιατί η δασκάλα μου συνδύαζε τη μουσική με τα θεατρικά, την κινητική αγωγή κλπ. Πραγματικά μεγάλη τύχη και με την πάροδο των χρόνων γίναμε και φίλες. Όταν έφτασε η ώρα να δώσω Πανελλαδικές είπα στους γονείς μου «δεν θέλω να δώσω, θέλω να σπουδάσω μουσική». Οι γονείς μου δεν είναι αυταρχικοί ή κάτι τέτοιο, αλλά επειδή δουλεύουν από μικροί και ήταν δύσκολα γενικά, δεν τους ερχόταν καλά να φύγω στην Αθήνα και να μπω στα έξοδα για να σπουδάζω μουσική. Εν τω μεταξύ ήμουν καλή μαθήτρια και δεν υπήρχε η δικαιολογία να μην δώσω επειδή δεν θα περνούσα. Από την άλλη για Μουσικολογία δεν μπορούσα να δώσω γιατί στην Αιδηψό δεν υπήρχε η δυνατότητα να κάνω αρμονία.
Τελικά αποφάσισα να δηλώσω Θεατρικών Σπουδών, όπου πέρασα, τελείωσα και πάνω στο αντικείμενο αυτό δουλεύω αρκετά χρόνια, κυρίως διδάσκοντας. Παράλληλα συνέχιζα και τις μουσικές σπουδές, τις οποίες όμως άφησα λίγο πριν τις ολοκληρώσω γιατί οι κατατακτήριες έπεφταν πάνω στο πτυχίο της Σχολής μου και αργότερα δούλευα πάρα πολύ, οπότε έμειναν πιο πίσω. Ετοιμάζω με αργά βήματα τον πρώτο μου δίσκο, με δικά μου τραγούδια, ένα-δυο από τα οποία λέμε στον «Πυρήνα», όπου συμμετέχω στο σχήμα του Βασίλη τραγουδώντας.
Στις εμφανίσεις σας στον «Πυρήνα» τι πρόγραμμα παρουσιάζετε;
Παίζουμε τα κομμάτια του δίσκου («Στις όχθες της αυγής»), αρκετά ακυκλοφόρητα δικά μου και διασκευές από καλλιτέχνες που γουστάρουμε, όπως Θ.Παπακωνσταντίνου, Σ.Μάλαμα, Ο.Περίδη, Μ.Χανιώτη και βεβαίως τον μοναδικό Ν.Παπάζογλου.
Τα ακυκυκλοφόρητα που παίζετε θα ενταχθούν στον επόμενο δίσκο σου, έτσι;
Ναι, τον ξεκινάμε σιγά – σιγά. Θα είναι πιο λαϊκός δίσκος και στα ακούσματα και στο στίχο. Μάλιστα υπάρχει μέσα ένα τραγούδι που το προόριζα για τον Νίκο Παπάζογλου. Του το είχα στείλει και είχε προλάβει μόνο να διαβάσει τους στίχους λίγες μέρες πριν "φύγει"... Παραγωγός δεν υπάρχει, οπότε προσπαθώ να ξεκινήσω με ίδιους πόρους, όπως είχα κάνει και με τον πρώτο δίσκο. Με την εταιρία έχουμε έρθει σε ρήξη, για ευνόητους λόγους… Δηλαδή άμα πας τώρα στα δισκοπωλεία, ο δίσκος δεν υπάρχει στα ράφια. Οπότε, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να δίνεις σε έναν άνθρωπο ένα σημαντικό ποσοστό και να μην διανέμεται ή να μην προωθείται ο δίσκος. Γενικώς, δεν υπάρχει πλέον λόγος να βάζεις μεσάζοντες αν μπορείς να αυτοδιαχειρίζεσαι αυτό που κάνεις.
Τη δισκογραφία πώς τη βλέπεις δηλαδή; Θα καταργηθεί τελείως; Σκέφτεσαι να δίνεις τα τραγούδια σου ηλεκτρονικά ή είσαι πιο «παραδοσιακός»;
Όχι, δεν πιστεύω ότι θα καταργηθεί η δισκογραφία. Δεν το βλέπω άσπρο ή μαύρο. Κάθε τι έχει τα θετικά του και τα αρνητικά του. Εγώ είμαι τυχερός και αυτό που κάνω δεν το ακούν μόνο στην Αθήνα, αλλά και άνθρωποι που βρίσκονται στην επαρχία. Ένας άνθρωπος κάποιας ηλικίας που βρίσκεται στην επαρχία δυσκολεύεται με το ίντερνετ. Σε αυτόν τον άνθρωπο πρέπει με κάποιον τρόπο να φτάσει η μουσική, ακόμα και το δισκάκι. Βρισκόμαστε δηλαδή σε ένα τέτοιο μεταίχμιο ακόμα. Δεν έχουμε περάσει στην εποχή της πληροφορίας, που λένε, όπου όλοι έχουν πρόσβαση σε όλα. Επίσης, είναι αλλιώς να τον έχεις στα χέρια σου το δίσκο. Εγώ το βλέπω σαν βιβλίο. Είναι η δουλειά μας και έχει καταγραφεί κάπου.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ όλο και περισσότερους τραγουδοποιούς οι οποίοι επιλέγουν να ερμηνεύουν οι ίδιοι τα τραγούδια τους. Εσύ στον πρώτο δίσκο σου επέλεξες τον άλλο δρόμο και, παρότι τραγουδάς και ο ίδιος, ανέθεσες σε τραγουδιστές την ερμηνεία των περισσότερων κομματιών. Δεν θα ήθελες κι εσύ να τα λες μόνος;
Όντως είναι πολλοί οι τραγουδοποιοί που επιλέγουν να λένε οι ίδιοι τα τραγούδια τους, αλλά δεν τους κακολογώ γιατί είναι απόλυτο δικαίωμά τους αυτό και κατανοώ την ανάγκη τους. Από την άλλη, προφανώς σέβομαι και την ιδιότητα των τραγουδιστών. Ο τραγουδιστής είναι το μέσο με το οποίο το τραγούδι πηγαίνει άρτια στον κόσμο. Στις εμφανίσεις μου σαφώς και τραγουδάω εγώ τα κομμάτια μου. Το έχω το ψώνιο να τραγουδάω. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό είναι εις βάρος του κόσμου. (γέλια) Απλώς, θέλω το καλύτερο για τη δουλειά μου, γι’αυτό και έκανα αυτήν την επιλογή στον πρώτο μου δίσκο. Και το καλύτερο για τη δουλειά μου είναι το τραγούδι να καταγράφεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Βέβαια, για να είμαι απόλυτα δίκαιος οφείλω να πω ότι υπάρχουν τραγουδοποιοί που έχουν πολύ ωραία φωνή και υποστηρίζουν πολύ καλά αυτό που κάνουν, όπως ο Περίδης, ο Μάλαμας, ο Παπάζογλου κ.ά.
Πώς να το πω τώρα για να μην ακουστεί περίεργα. Θεωρείς τον εαυτό σου συνεχιστή του Θ. Παπακωνσταντίνου, του Μάλαμα κλπ; Δηλαδή, πώς λέμε ότι πχ ίσως η Μποφίλιου να έχει στοιχεία από την Αλεξίου, κάπως έτσι… Νιώθεις δηλαδή κοντά σε αυτούς τους τραγουδοποιούς που, όπως κι εσύ, παίζουν αυτό το είδος με τα παραδοσιακά και λαϊκά στοιχεία;
Το «συνεχιστής» είναι βαρύγδουπο και δεν θα το έλεγα ποτέ. Γενικά δεν μ’ αρέσουν αυτού του είδους οι συγκρίσεις. Κάθε άνθρωπος είναι μια σπουδαία, μοναδική προσωπικότητα. Σαφώς και οι καλλιτέχνες αυτοί έχουν επηρεάσει την τραγουδοποιεία μου. Με έχει επηρεάσει όμως και ο τρόπος που λειτουργούν. Δηλαδή, ο Δ.Ζερβουδάκης με τα τραγούδια που γράφει αλλά και τον τρόπο που κινείται γενικά, για μένα είναι υπόδειγμα. Σίγουρα πάντως έχω επηρεαστεί από αυτή τη λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης» που ξεκίνησε από τον μεγάλο τον Νικόλα τον Παπάζογλου και έχει τόσους ωραίους εκφραστές όπως ο Μάλαμας, ο Θανάσης, ο Περίδης, ο Γιώργος Ζήκας, ακόμα και τον Άλκη Αλκαίο εντάσσω σ’ αυτή τη «σχολή». Δεν είναι όμως μια «σχολή» ανθρώπων συγκεκριμένων. Νιώθω ότι ανήκω σε αυτή κυρίως ως προς τα συναισθήματα που βγαίνουν από τα τραγούδια της. Νιώθω ότι με εκφράζουν πολύ και σίγουρα έχω δανειστεί πράγματα από εκεί.
Ρωτήσατε κάτι τη Μαρία Λούκα σε μια συνέντευξη που της κάνατε στο Mix Grill σε σχέση με το κατά πόσο η νέα γενιά καλλιτεχνών έχει τη δύναμη να σηκώσει το βάρος και να πάρει τη σκυτάλη από τους παλαιότερους. Πιστεύω πολύ ότι αυτό σχετίζεται με τα τραγούδια. Αν το υλικό αυτής της γενιάς έχει την ποιότητα, το βάρος και τη δύναμη να εκφράσει τη δύσκολη καθημερινότητα των ανθρώπων, τότε σίγουρα θα μπορέσουν να σταθούν. Να μην είναι όμως επιτηδευμένα. Δηλαδή, επειδή τώρα οι καιροί είναι δύσκολοι να λέει ο άλλος «α τώρα θα κάνω κοινωνικό τραγούδι». Όχι! Να έχει χαρακτήρα αυτό που κάνεις. Να βγαίνει από μέσα σου.
Ασχολείσαι με τα πολιτικά δρώμενα; Ενημερώνεσαι ή είσαι από αυτούς που λένε «δεν παίρνω εφημερίδα, δεν ακούω ειδήσεις, βαρέθηκα»… Ποια είναι η θέση σου για όσα γίνονται;
Ασχολούμαι καθημερινά γιατί πρώτα απ’ όλα ζω τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής ως πολίτης. Ο άνθρωπος αυτό δεν πρέπει να ξεχνάει, ότι είναι Πολίτης. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβει ο άνθρωπος ότι είναι ζωντανός οργανισμός μέσα στην κοινωνία και ότι συνυπάρχει και αλληλεπιδρά με άλλους ανθρώπους. Υπάρχουν δυνάμεις που αντιτίθενται στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Η Αριστερά, ας πούμε, στο σύνολό της αντιτίθεται σε ένα βαθμό σε αυτό που γίνεται. Το τεράστιο πρόβλημα είναι ότι δεν είναι ενωμένη. Οι άλλοι τα βρήκανε στις δύσκολες στιγμές και δεν μπορεί να τα βρει η Αριστερά; Αυτό είναι το ζητούμενο. Ελπίζω ιδεολογικά στην Αριστερά και πιστεύω ότι τα πράγματα πρέπει να πάνε προς μια προοδευτική, αριστερή κατεύθυνση.
info:
Ο Βασίλης Φλώρος ολοκληρώνει απόψε (28/11) το βράδυ τις εμφανίσεις του στη μουσική σκηνή "Πυρήνας" με καλεσμένη τη Μαρίνα Δακανάλη
Επόμενες εμφανίσεις:
2/12 Βόλος, Κύκλος
5/12 Θεσσαλονίκ, Πριγκιπέσσα (guests: Δ.Μυστακίδης, Δ.Ζερβουδάκης)
10/12 Δράμα, Μύλος
"Στη Δρακότρυπα"
Μουσική - Στίχοι: Βασίλης Φλώρος
Ερμηνεία: Δημήτρης Ζερβουδάκης
Δίσκος: Στις όχθες της αυγής
Είχαμε τη χαρά να τον συναντήσουμε πριν από μερικές ημέρες στα Εξάρχεια, μαζί με την τραγουδοποιό και ερμηνεύτρια Κατερίνα Αναγνώστου η οποία τραγουδά μαζί του στις ζωντανές εμφανίσεις. Πρόσχαρος, ευγενής και πολύ ζεστός, ο Βασίλης Φλώρος μάς έδωσε την ευκαιρία για μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα, κατά την οποία ούτε στιγμή δεν νιώσαμε ότι πρόκειται για συνέντευξη. Μιλήσαμε για τη σχέση του με το Πήλιο και τη φύση, για την πορεία του μέχρι τον πρώτο του δίσκο, τη γνωριμία και συνεργασία του του με τον Γ. Νταλάρα και για τις απόψεις του γύρω από το τραγούδι και την κοινωνία.
Έχεις κάποια σχέση με το Πήλιο;
Είμαι βέρος Αθηναίος αλλά από μικρή ηλικία πηγαίνω συνεχώς σε ένα χωριό του Πηλίου, τον Κατηγιώργη, που είναι το πιο κοντινό λιμανάκι προς τη Σκιάθο. Είναι σαν να το έχω κάνει «χωριό μου» από επιλογή, χωρίς να έχω καταγωγή από εκεί.
Γι’ αυτό στο σημείωμα του δίσκου σου έγραφες «Ιούλης του '96, σ’ ένα πηλιορείτικο χωριό...», έτσι; Γενικώς ο δίσκος μοιάζει να έχει μια κεντρική ιδέα, μια αφετηρία, που είναι ότι κάποιος ψαράς μπαίνει σ’ένα πηλιορείτικο καφενείο και διηγείται ιστορίες. Είναι έτσι;
Αυτή βασικά είναι η ιστορία του τραγουδιού «Η Γη γυρίζει φάλτσα». Ήμουν 15 χρόνων στον Κατηγιώργη, Ιούλιο μήνα – εκεί δεν έχει πολλούς παραθεριστές – βράδυ, νυχτέρι μετά από τσίπουρο. Εγώ δεν έπινα βέβαια, ήμουν μικρός, αλλά συμμετείχα εκεί στην παρέα που ήμασταν σε ένα τραπέζι εγώ, ο πατέρας μου και ένας ντόπιος ψαράς. Οπότε βλέπουμε να δένει ένα καϊκι και να έρχεται ένας τύπος με καπελάκι, λιοκαμμένος, που δεν τον ξέραμε. Έκατσε σε ένα τραπέζι μόνος του. Άρχισε να πίνει και να μιλάει ακατάσχετα και να μας λέει ότι είναι από την Εύβοια, δύτης στο επάγγελμα και ότι γυρίζει όλο τον κόσμο με το καϊκι του. Σε κάποια φάση, μέσα στο μεθύσι του, πετάει τη φράση «Η Γη γυρίζει φάλτσα». Αυτό το είπε γιατί έτσι όπως παρατηρούσε από το καϊκι του τον ουρανό, από τις διάφορες θέσεις που έπαιρναν τα άστρα, «από το φάλτσο που παίρνει η Γη» όπως έλεγε, δικαιολογείται η γέννηση των σεισμών. Προφανώς εννοούσε ότι ο άξονας της Γης έχει μια κλίση και ότι με τους μεγάλους σεισμούς, όπως έγινε πρόσφατα, η κλίση αυτή αυξάνει κι έτσι επέρχονται μεγάλες κλιματικές αλλαγές κλπ. Ε βάλε όλη αυτήν την ανάλυση δίπλα στη φράση «Η Γη γυρίζει φάλτσα» και θα καταλάβεις πόσα πολλά και σύνθετα είπε με μία φράση.
Η φύση είναι πολύ έντονα παρούσα μέσα στα τραγούδια σου. Είναι πηγή έμπνευσης για εσένα; Το επιλέγεις συνειδητά να μιλάς γι’ αυτήν ή σου βγαίνει πηγαία;
Προφανώς και η φύση είναι μεγάλη πηγή έμπνευσης για μένα. Είναι κάτι που μου βγαίνει, σαν συναίσθημα. Δηλαδή όταν θα ακούσω πράγματα που μ’ αρέσουν, αυτά που μου βγαίνουν με φωτίζουν και με κάνουν να πιάσω το οργανάκι. Αυτά που με φωτίζουν έχουν να κάνουν αμιγώς με πράγματα της φύσης. Δες το όμως και σαν τάση φυγής από την τσιμεντόπλακα, από την καθημερινότητα.
Η καθημερινότητά σου είναι στην Αθήνα. Το αστικό τοπίο, αυτό που ζεις καθημερινά στην πόλη δεν σε αφορά να αποτυπωθεί στα τραγούδια σου;
Αυτή η πόλη λειτουργεί για μένα ανασταλτικά. Αυτό που με φωτίζει σε αυτήν είναι τα μυαλά των ανθρώπων. Στην επαρχία υπάρχει ακόμα μια κάποια συντήρηση και γενικώς τα πράγματα είναι κάπως πιο πίσω. Βέβαια, σε αυτήν την πόλη μπορείς να βρεις και υποκρισία ή να κάθεσαι να αμπελοφιλοσοφείς με τις ώρες για πράγματα μη απτά. Ενώ ένας ψαράς, πχ, θα σου πει κάτι μέσα από τη δουλειά του που είναι μια εικόνα τόσο αληθινή που σε αγγίζει στην καρδιά κατευθείαν. Η επαρχία σού δίνει το γήινο, το αληθινό, το πώς πρέπει να είναι η σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο. Η πόλη σού δίνει τη δυνατότητα να κάνεις πράγματα αλλά σε πιέζει κιόλας γιατί είναι σαν να σε πλακώνουν όλα αυτά τα κτίρια. Οπότε ερχόμαστε στο ερώτημα «Η Τέχνη για την Τέχνη ή η Τέχνη για τον Άνθρωπο;». Για μένα δεν υπάρχει άσπρο ή μαύρο. Είναι γκρίζο. Πρέπει σαφώς αυτό που βγαίνει από μέσα σου να μην το λογοκρίνεις. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να αφορά και αυτούς που σε ακούνε, να εκφράζει τα βασανάκια τους. Αν συνδυαστούν αυτά τα δύο, το γλυκό έχει δέσει.
Το περιστατικό με τον βαρκάρη που λέγαμε παραπάνω το βίωσες σε ηλικία 15 ετών. Έγραφες από τότε τραγούδια; Πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με κάποιο όργανο ώστε να πεις «θέλω να γράψω τραγούδια»;
Την επόμενη χρονιά έγραψα το πρώτο τραγούδι, που υπάρχει και στο δίσκο και είναι η «Τρύπα». Με την κιθάρα άρχισα να ασχολούμαι από σπόντα, σε ηλικία 11 ετών. Γενικώς μεγάλωσα σε μία οικογένεια που είχα ό,τι ήθελα, αλλά θυμάμαι ότι είχαμε μια κιθάρα στο σπίτι και όταν πήγαινα να την πιάσω ο πατέρας μου μού έλεγε «μη», επειδή ήθελε όταν ασχοληθώ, να ασχοληθώ επειδή το θέλω πραγματικά. Οπότε κάπου εκεί στην έκτη δημοτικού πήγα και γράφτηκα σε ένα Ωδείο. Εκεί έκανα μόνο ένα χρόνο κλασική κιθάρα. Σταμάτησα όταν πήγα σε μια συναυλία του Σωκράτη Μάλαμα στο Θ.Βράχων και άκουσα τι έπαιζε. Εκεί είπα «τέλος». Συν και το ότι ο δάσκαλος με είχε αρχίσει ήδη στα «κλασικά» και δεν είχα την υπομονή για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, όταν σταμάτησα, άρχισα να σκαρώνω και τα πρώτα τραγούδια με τα ακόρντα που είχα μάθει.
Από το ’97 περίπου που άρχισες να φτιάχνεις τραγούδια, μέχρι το 2010 που κυκλοφόρησε ο δίσκος, ποια στιγμή είχες μαζέψει πλέον το υλικό και αποφάσιζες ότι θέλεις να το δισκογραφήσεις;
Το υλικό υπήρχε από το 2006 όταν ξεκίνησα τη βόλτα για να δω τι γίνεται, γιατί δεν ήξερα. Ένα καλοκαίρι ήμουν στον Κατηγιώργη και ένα βράδυ πέρασε από απέναντι απ’τη Σκιάθο η Δήμητρα Γαλάνη. Ο Σάκης ο βαρκάρης που τη μετέφερε, πονηρός όντας, άρχισε να σφυρίζει τη «Σπηλιά της Φόνισσας», ένα απ’ τα τραγούδια μου. Η Γαλάνη ενδιαφέρθηκε και τον ρώτησε «τι είναι αυτό;» και της λέει εκείνος «Έλα να σου δείξω». Οπότε τη φέρνει σε ένα μπαλκονάκι που ήμασταν και θυμάμαι ότι της έδωσα την «Τρύπα». Μου είπε «Είναι ωραίο αυτό που κάνεις. Κατέβα κάτω να δούμε τι θα κάνουμε». Εγώ τότε είχα λίγο τον ενθουσιασμό της εφηβείας, αλλά ουσιαστικά και με όλο το μεγάλο σεβασμό και εκτίμηση που εννοείται ότι έχω στην κυρία Γαλάνη, να σου πω ότι το πράγμα δεν προχώρησε όχι για άλλο λόγο αλλά για το αισθητικό μέρος του πράγματος γιατί… ήμουνα αλλού.
Έτσι πήρα απόφαση να πάω να βρω τον Θανάση Παπακωνσταντίνου που τον ένιωθα πιο κοντά μου. Πήγα και τον βρήκα στο Θέατρο Χώρα που εμφανιζόταν τότε, του έδωσα τη δουλειά μου και με πήρε μετά από 10 μέρες και μου είπε «Είναι καλό αυτό που κάνεις, ξεκίνα να το προσπαθείς δισκογραφικά, αν και είναι δύσκολες οι εποχές». Ξεκίνησα με τους μουσικούς του Θανάση, που παίζουν και στο δίσκο, να φτιάχνουμε το υλικό. Δηλαδή με τον Δημήτρη Μυστακίδη μπήκαμε Νοέμβρη του 2007 στο studio Magnanimus στη Θεσσαλονίκη και σε τρεις μέρες μπήκαν οι βάσεις του δίσκου. Είχα βρει τότε μια δισκογραφική, που δεν υπάρχει πια, η οποία μου είχε πει να τους το πάω έτοιμο. Όλα αυτά με ίδιους πόρους, δηλαδή έκανα ιδιαίτερα για να βγάζω τα χρήματα που απαιτούνταν. Έτσι η παραγωγή κάποια στιγμή έφτασε σε τέλμα. Εν τω μεταξύ έκλεισε και η δισκογραφική και το πράγμα έμεινε μετέωρο.
Δεν σας κρύβω ότι άρχισα σιγά – σιγά να μαθαίνω και το χώρο, ο οποίος δεν είναι όπως το βλέπει ο ακροατής απ’ έξω, άδολα και όμορφα. Άρχισε λοιπόν μέσα μου να απομυθοποιείται μια ολόκληρη κατάσταση. Είδα ότι όλοι οι μουσικοί, άσχετα με το αισθητικό αποτέλεσμα, τελικά βράζουν στο ίδιο καζάνι. Έτσι αποφάσισα να εκμεταλλευτώ μια γνωριμία που είχε ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν συμμαθητής με τον Γιώργο Νταλάρα. Πήγα τότε παραμονή της παράστασής του «Σαν τραγούδι μαγεμένο» στις πρόβες και τον συνάντησα. Μου έκανε πραγματικά εντύπωση το πόσο προσιτός ήταν…
Πάντως έχεις μια άνεση, έτσι; Χτύπησες πόρτες άφοβα…
Είναι δύο πράγματα. Άγνοια κινδύνου και πίστη σε αυτό που κάνω. Και μου βγήκε σε καλό. Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι ο Νταλάρας με πήρε σε τρεις μόλις μέρες τηλέφωνο και μου είπε «Βασιλάκη, η δουλειά σου είναι πολύ καλή, συνέχισέ την». Ούτε μου ζήτησε τίποτα, ούτε του ζήτησα τίποτα. Πραγματικά άδολα. Κι ενώ εγώ έψαχνα μετά έναν τρόπο για να βγει αυτό το πράγμα προς τα έξω, μια μέρα που δεν θα την ξεχάσω γιατί είχαμε πολλές δυσκολίες και είχαμε φτάσει σε πλήρες αδιέξοδο, χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ο Νταλάρας. Μου λέει «πήρα να δω τι έκανες». Εγώ του εξήγησα την κατάσταση κι εκείνος μου ζήτησε λίγες μέρες καιρό. Ξαναμιλάμε μετά από λίγο και μου λέει «Επειδή η παραγωγή είναι ήδη έτοιμη, ρώτα τους συνεργάτες σου και, αν θέλουν να ενταχθώ κι εγώ, θα το κάνω με χαρά γιατί γουστάρω». Εγώ βέβαια δεν το σκέφτηκα καθόλου γιατί κοιτάω και να μάθω από τέτοιους ανθρώπους και ο Νταλάρας είναι και μουσικός, δεν τον βλέπω μόνο σαν ερμηνευτή. Μάλιστα στο δίσκο ενορχήστρωσε δύο κομμάτια. Μπήκε μέσα στο στούντιο και έπαιξε όλα τα όργανα.
Τα λέω αυτά γιατί στο χώρο αυτό συγκρούονται οι ματαιοδοξίες των ανθρώπων. Κι επειδή υπάρχει και η ματαιοδοξία και το χρήμα, πολλές φορές υπερισχύει το υπερεγώ και λέει ο άλλος «Έλα μωρέ, εγώ παίζω άλλο είδος μουσικής, ποιος είναι ο Νταλάρας τώρα; Εγώ είμαι αλλού…». Το αν παίζεις «άλλο» θα το κρίνει ο κόσμος. Σαφώς και κάποιος μπορεί να έχει ενστάσεις ως προς το αισθητικό αποτέλεσμα. Εγώ όμως δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθώ, ειδικά με τον τρόπο που με προσέγγισε ο κύριος Γιώργος.
Κακά τα ψέματα, το κοινό των καλλιτεχνών τους οποίους αντιλαμβάνομαι ότι εκτιμάς και με το οποίο έχεις κι εσύ επαφή, έχει μια αρνητική προδιάθεση απέναντι στον Νταλάρα. Σκέφτηκες καθόλου το πώς θα αντιδρούσε αυτό το κοινό, στο οποίο εν πολλοίς απευθύνονταν και τα τραγούδια σου;
Πρώτα απ’ όλα, εκ του αποτελέσματος δέχτηκα κριτική για αυτή την επιλογή μου. Θα το θέσω όμως διαφορετικά. Καταρχήν δεν πιστεύω ότι η μουσική έχει κοινό με τη στενή έννοια. Μπορείς να βρεις ανθρώπους που ακούνε και Νταλάρα και το ένα και το άλλο κλπ. Σαφώς υπάρχουν κόσμοι αισθητικά διαφοροποιημένοι, αλλά δεν πιστεύω ότι η μουσική είναι για να χωρίζει τον κόσμο. Υπάρχει καλό και κακό τραγούδι. Στην τελική αυτό που γράφεις και η ουσία αυτού που λες είναι που μετράει. Το σκέφτηκα αυτό που λες, αλλά τελικά αν σκεφτόμουνα το λεγόμενο «target group», αυτό δεν θα ‘ταν πιο υποκριτικό; Ανάμεσα λοιπόν σε αυτό και στο κατά πόσο μπορώ εγώ να δω πού είμαι και να σκεφτώ κατά πόσο μπορώ να κάνω κριτική σε έναν άνθρωπο που έχει 40 χρόνια στο χώρο, σαφώς υπερίσχυσε το δεύτερο. Εγώ ζητάω να γίνομαι καλύτερος μέσα απ’ τη μουσική. Άμα λειτουργώ με τα target groups θα είμαι επιχειρηματίας, δεν θα είμαι καλλιτέχνης και αυτό θα έχει αποτέλεσμα και στη δουλειά μου. Να σου πω και κάτι; Δεν πιστεύω ότι το σύστημα λειτουργεί διαφορετικά για τον Νταλάρα απ’ ό,τι λειτουργεί για άλλους με τον φερετζέ του προοδευτισμού… Ξέρουμε τι γίνεται, άλλο που δεν το λέμε. Τέλος πάντων, εγώ τον απλό τον κόσμο τον δικαιολογώ, γιατί δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει. Εμένα οι δημόσιες σχέσεις μου είναι τα τραγούδια μου. Μπορούν να φτάσουν στον κόσμο; Αυτή είναι η ουσία.
Στους στίχους σου βάζεις λέξεις που δεν είναι από αυτές που χρησιμοποιούμε καθημερινά. Αυτό είναι επιρροή από την Παράδοση και το Ρεμπέτικο; Σε απασχόλησε το πώς αυτοί οι στίχοι θα περάσουν στον κόσμο;
Πώς να σ’ το πω τώρα; Ας πούμε όταν διαβάζω Παπαδιαμάντη μού σηκώνεται η τρίχα. Αυτή η γλώσσα έχει μια μουσικότητα μέσα της. Αυτή είναι η ελληνική γλώσσα. Και δεν το λέω με καμία δόση εθνικοπατριωτισμού ή οτιδήποτε τέτοιο. Δεν είναι κρίμα να έχουμε μια τέτοια γλώσσα και να την ποτίζουμε διαρκώς με ξένα, αγγλοσαξονικά κυρίως, στοιχεία; Σίγουρα θέλει κι αυτό την προσοχή του. Μην φτάσουμε στο σημείο να βγάζουμε γλωσσάρια μαζί με τα τραγούδια. Αλλά αυτή η γλώσσα είναι τόσο ωραία! Δεν βρίσκω ότι τα τραγουδάκια που φτιάχνω είναι έξω από αυτό που ζω. Είναι αλληλένδετα.
Η Λογοτεχνία λειτουργεί για εσένα ως πηγή έμπνευσης; Τι διαβάζεις; Τι αγαπάς περισσότερο;
Σαν πηγή συναισθημάτων γιατί δημιουργεί εικόνες, αλλά προφανώς και σαν πηγή έμπνευσης. Αγαπώ τον Παπαδιαμάντη και τη Γενιά του ’30, αλλά και πιο σύγχρονα πράγματα που έχουν αυτή τη γλώσσα. Πρόσφατα, ας πούμε, διάβασα το «Λαγού Μαλλί». Είναι του Γιάννη Μακριδάκη, ενός νέου συγγραφέα από τη Χίο, νομίζω είναι επικεφαλής στο Κέντρο Μελετών του νησιού. Σε αυτό το έργο του γράφει για μια παρέα ψαράδων σε μια κηδεία, που συζητά τα προβλήματα του επαγγέλματος την ώρα που η χώρα τους μπαίνει υπό διεθνή έλεγχο. Έχει τους διαλόγους με την ντοπιολαλιά, αλλά βλέπεις ότι μέσα από αυτό μπορείς να δεις κάτι πολύ σύγχρονο. Με ενδιαφέρει το πώς θα πάρω στοιχεία από την Παράδοση και θα τα βάλω στο σήμερα για να τα κατανοήσει και ο άνθρωπος που βάλλεται από την πληροφορία την «αγγλοσαξονική».
Κατερίνα πες μας δυο λόγια για τη δική σου πορεία και τη συμμετοχή σου στις εμφανίσεις του Βασίλη στον «Πυρήνα».
Κατερίνα Αναγνώστου: Εγώ μεγάλωσα στην επαρχία, στην Αιδηψό, όπου δεν υπήρχαν Ωδεία. Ξεκίνησα να μαθαίνω κιθάρα και ήμουν πολύ τυχερή γιατί η δασκάλα μου συνδύαζε τη μουσική με τα θεατρικά, την κινητική αγωγή κλπ. Πραγματικά μεγάλη τύχη και με την πάροδο των χρόνων γίναμε και φίλες. Όταν έφτασε η ώρα να δώσω Πανελλαδικές είπα στους γονείς μου «δεν θέλω να δώσω, θέλω να σπουδάσω μουσική». Οι γονείς μου δεν είναι αυταρχικοί ή κάτι τέτοιο, αλλά επειδή δουλεύουν από μικροί και ήταν δύσκολα γενικά, δεν τους ερχόταν καλά να φύγω στην Αθήνα και να μπω στα έξοδα για να σπουδάζω μουσική. Εν τω μεταξύ ήμουν καλή μαθήτρια και δεν υπήρχε η δικαιολογία να μην δώσω επειδή δεν θα περνούσα. Από την άλλη για Μουσικολογία δεν μπορούσα να δώσω γιατί στην Αιδηψό δεν υπήρχε η δυνατότητα να κάνω αρμονία.
Τελικά αποφάσισα να δηλώσω Θεατρικών Σπουδών, όπου πέρασα, τελείωσα και πάνω στο αντικείμενο αυτό δουλεύω αρκετά χρόνια, κυρίως διδάσκοντας. Παράλληλα συνέχιζα και τις μουσικές σπουδές, τις οποίες όμως άφησα λίγο πριν τις ολοκληρώσω γιατί οι κατατακτήριες έπεφταν πάνω στο πτυχίο της Σχολής μου και αργότερα δούλευα πάρα πολύ, οπότε έμειναν πιο πίσω. Ετοιμάζω με αργά βήματα τον πρώτο μου δίσκο, με δικά μου τραγούδια, ένα-δυο από τα οποία λέμε στον «Πυρήνα», όπου συμμετέχω στο σχήμα του Βασίλη τραγουδώντας.
Στις εμφανίσεις σας στον «Πυρήνα» τι πρόγραμμα παρουσιάζετε;
Παίζουμε τα κομμάτια του δίσκου («Στις όχθες της αυγής»), αρκετά ακυκλοφόρητα δικά μου και διασκευές από καλλιτέχνες που γουστάρουμε, όπως Θ.Παπακωνσταντίνου, Σ.Μάλαμα, Ο.Περίδη, Μ.Χανιώτη και βεβαίως τον μοναδικό Ν.Παπάζογλου.
Τα ακυκυκλοφόρητα που παίζετε θα ενταχθούν στον επόμενο δίσκο σου, έτσι;
Ναι, τον ξεκινάμε σιγά – σιγά. Θα είναι πιο λαϊκός δίσκος και στα ακούσματα και στο στίχο. Μάλιστα υπάρχει μέσα ένα τραγούδι που το προόριζα για τον Νίκο Παπάζογλου. Του το είχα στείλει και είχε προλάβει μόνο να διαβάσει τους στίχους λίγες μέρες πριν "φύγει"... Παραγωγός δεν υπάρχει, οπότε προσπαθώ να ξεκινήσω με ίδιους πόρους, όπως είχα κάνει και με τον πρώτο δίσκο. Με την εταιρία έχουμε έρθει σε ρήξη, για ευνόητους λόγους… Δηλαδή άμα πας τώρα στα δισκοπωλεία, ο δίσκος δεν υπάρχει στα ράφια. Οπότε, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να δίνεις σε έναν άνθρωπο ένα σημαντικό ποσοστό και να μην διανέμεται ή να μην προωθείται ο δίσκος. Γενικώς, δεν υπάρχει πλέον λόγος να βάζεις μεσάζοντες αν μπορείς να αυτοδιαχειρίζεσαι αυτό που κάνεις.
Τη δισκογραφία πώς τη βλέπεις δηλαδή; Θα καταργηθεί τελείως; Σκέφτεσαι να δίνεις τα τραγούδια σου ηλεκτρονικά ή είσαι πιο «παραδοσιακός»;
Όχι, δεν πιστεύω ότι θα καταργηθεί η δισκογραφία. Δεν το βλέπω άσπρο ή μαύρο. Κάθε τι έχει τα θετικά του και τα αρνητικά του. Εγώ είμαι τυχερός και αυτό που κάνω δεν το ακούν μόνο στην Αθήνα, αλλά και άνθρωποι που βρίσκονται στην επαρχία. Ένας άνθρωπος κάποιας ηλικίας που βρίσκεται στην επαρχία δυσκολεύεται με το ίντερνετ. Σε αυτόν τον άνθρωπο πρέπει με κάποιον τρόπο να φτάσει η μουσική, ακόμα και το δισκάκι. Βρισκόμαστε δηλαδή σε ένα τέτοιο μεταίχμιο ακόμα. Δεν έχουμε περάσει στην εποχή της πληροφορίας, που λένε, όπου όλοι έχουν πρόσβαση σε όλα. Επίσης, είναι αλλιώς να τον έχεις στα χέρια σου το δίσκο. Εγώ το βλέπω σαν βιβλίο. Είναι η δουλειά μας και έχει καταγραφεί κάπου.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ όλο και περισσότερους τραγουδοποιούς οι οποίοι επιλέγουν να ερμηνεύουν οι ίδιοι τα τραγούδια τους. Εσύ στον πρώτο δίσκο σου επέλεξες τον άλλο δρόμο και, παρότι τραγουδάς και ο ίδιος, ανέθεσες σε τραγουδιστές την ερμηνεία των περισσότερων κομματιών. Δεν θα ήθελες κι εσύ να τα λες μόνος;
Όντως είναι πολλοί οι τραγουδοποιοί που επιλέγουν να λένε οι ίδιοι τα τραγούδια τους, αλλά δεν τους κακολογώ γιατί είναι απόλυτο δικαίωμά τους αυτό και κατανοώ την ανάγκη τους. Από την άλλη, προφανώς σέβομαι και την ιδιότητα των τραγουδιστών. Ο τραγουδιστής είναι το μέσο με το οποίο το τραγούδι πηγαίνει άρτια στον κόσμο. Στις εμφανίσεις μου σαφώς και τραγουδάω εγώ τα κομμάτια μου. Το έχω το ψώνιο να τραγουδάω. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό είναι εις βάρος του κόσμου. (γέλια) Απλώς, θέλω το καλύτερο για τη δουλειά μου, γι’αυτό και έκανα αυτήν την επιλογή στον πρώτο μου δίσκο. Και το καλύτερο για τη δουλειά μου είναι το τραγούδι να καταγράφεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Βέβαια, για να είμαι απόλυτα δίκαιος οφείλω να πω ότι υπάρχουν τραγουδοποιοί που έχουν πολύ ωραία φωνή και υποστηρίζουν πολύ καλά αυτό που κάνουν, όπως ο Περίδης, ο Μάλαμας, ο Παπάζογλου κ.ά.
Πώς να το πω τώρα για να μην ακουστεί περίεργα. Θεωρείς τον εαυτό σου συνεχιστή του Θ. Παπακωνσταντίνου, του Μάλαμα κλπ; Δηλαδή, πώς λέμε ότι πχ ίσως η Μποφίλιου να έχει στοιχεία από την Αλεξίου, κάπως έτσι… Νιώθεις δηλαδή κοντά σε αυτούς τους τραγουδοποιούς που, όπως κι εσύ, παίζουν αυτό το είδος με τα παραδοσιακά και λαϊκά στοιχεία;
Το «συνεχιστής» είναι βαρύγδουπο και δεν θα το έλεγα ποτέ. Γενικά δεν μ’ αρέσουν αυτού του είδους οι συγκρίσεις. Κάθε άνθρωπος είναι μια σπουδαία, μοναδική προσωπικότητα. Σαφώς και οι καλλιτέχνες αυτοί έχουν επηρεάσει την τραγουδοποιεία μου. Με έχει επηρεάσει όμως και ο τρόπος που λειτουργούν. Δηλαδή, ο Δ.Ζερβουδάκης με τα τραγούδια που γράφει αλλά και τον τρόπο που κινείται γενικά, για μένα είναι υπόδειγμα. Σίγουρα πάντως έχω επηρεαστεί από αυτή τη λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης» που ξεκίνησε από τον μεγάλο τον Νικόλα τον Παπάζογλου και έχει τόσους ωραίους εκφραστές όπως ο Μάλαμας, ο Θανάσης, ο Περίδης, ο Γιώργος Ζήκας, ακόμα και τον Άλκη Αλκαίο εντάσσω σ’ αυτή τη «σχολή». Δεν είναι όμως μια «σχολή» ανθρώπων συγκεκριμένων. Νιώθω ότι ανήκω σε αυτή κυρίως ως προς τα συναισθήματα που βγαίνουν από τα τραγούδια της. Νιώθω ότι με εκφράζουν πολύ και σίγουρα έχω δανειστεί πράγματα από εκεί.
Ρωτήσατε κάτι τη Μαρία Λούκα σε μια συνέντευξη που της κάνατε στο Mix Grill σε σχέση με το κατά πόσο η νέα γενιά καλλιτεχνών έχει τη δύναμη να σηκώσει το βάρος και να πάρει τη σκυτάλη από τους παλαιότερους. Πιστεύω πολύ ότι αυτό σχετίζεται με τα τραγούδια. Αν το υλικό αυτής της γενιάς έχει την ποιότητα, το βάρος και τη δύναμη να εκφράσει τη δύσκολη καθημερινότητα των ανθρώπων, τότε σίγουρα θα μπορέσουν να σταθούν. Να μην είναι όμως επιτηδευμένα. Δηλαδή, επειδή τώρα οι καιροί είναι δύσκολοι να λέει ο άλλος «α τώρα θα κάνω κοινωνικό τραγούδι». Όχι! Να έχει χαρακτήρα αυτό που κάνεις. Να βγαίνει από μέσα σου.
Ασχολείσαι με τα πολιτικά δρώμενα; Ενημερώνεσαι ή είσαι από αυτούς που λένε «δεν παίρνω εφημερίδα, δεν ακούω ειδήσεις, βαρέθηκα»… Ποια είναι η θέση σου για όσα γίνονται;
Ασχολούμαι καθημερινά γιατί πρώτα απ’ όλα ζω τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής ως πολίτης. Ο άνθρωπος αυτό δεν πρέπει να ξεχνάει, ότι είναι Πολίτης. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβει ο άνθρωπος ότι είναι ζωντανός οργανισμός μέσα στην κοινωνία και ότι συνυπάρχει και αλληλεπιδρά με άλλους ανθρώπους. Υπάρχουν δυνάμεις που αντιτίθενται στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Η Αριστερά, ας πούμε, στο σύνολό της αντιτίθεται σε ένα βαθμό σε αυτό που γίνεται. Το τεράστιο πρόβλημα είναι ότι δεν είναι ενωμένη. Οι άλλοι τα βρήκανε στις δύσκολες στιγμές και δεν μπορεί να τα βρει η Αριστερά; Αυτό είναι το ζητούμενο. Ελπίζω ιδεολογικά στην Αριστερά και πιστεύω ότι τα πράγματα πρέπει να πάνε προς μια προοδευτική, αριστερή κατεύθυνση.
info:
Ο Βασίλης Φλώρος ολοκληρώνει απόψε (28/11) το βράδυ τις εμφανίσεις του στη μουσική σκηνή "Πυρήνας" με καλεσμένη τη Μαρίνα Δακανάλη
Επόμενες εμφανίσεις:
2/12 Βόλος, Κύκλος
5/12 Θεσσαλονίκ, Πριγκιπέσσα (guests: Δ.Μυστακίδης, Δ.Ζερβουδάκης)
10/12 Δράμα, Μύλος
"Στη Δρακότρυπα"
Μουσική - Στίχοι: Βασίλης Φλώρος
Ερμηνεία: Δημήτρης Ζερβουδάκης
Δίσκος: Στις όχθες της αυγής