Το 1997 υπήρξε μια σπουδαία – αλλά και παραλίγο τραγική – χρονιά για τον Bob Dylan. Ακολουθώντας μαρτυρίες και στοιχεία, αναζητούμε το νήμα των γεγονότων που οδήγησαν στη δημιουργία ενός σπουδαίου δίσκου.
Από την Έρημο
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο Bob Dylan βρισκόταν σε σταυροδρόμι. Είχαν περάσει ήδη περισσότερα από 15 χρόνια από τότε που είχε κυκλοφορήσει τον τελευταίο πραγματικά σπουδαίο δίσκο του, το Slow Train Coming του 1979, αλλά ακόμα και τότε είχε καταφέρει να αποξενώσει ένα μεγάλο μέρος των οπαδών του που αηδίαζαν μόνο με τη σκέψη ότι ο ηγέτης τους είχε «ξαναγεννηθεί» ως πιστός χριστιανός. Οτιδήποτε είχε κυκλοφορήσει στο μεταξύ, με εξαίρεση ίσως το Oh Mercy του 1989, είτε είχε απογοητεύσει πλήρως κριτικούς και κοινό είτε έρρεπε απλά προς το συμπαθητικό. Ο τελευταίος δίσκος του με νέο υλικό ήταν το απογοητευτικό Under The Red Sky (1990) ενώ τα Good As I Been To You (1992) και World Gone Wrong (1993), αν και ευχάριστα, περιείχαν αποκλειστικά διασκευές αγαπημένων του τραγουδιών από το βαθύ παρελθόν της αμερικανικής μουσικής παράδοσης.
Η, πάλαι ποτέ, «φωνή μιας γενιάς», ο θεοποιημένος και εικονοκλάστης τραγουδοποιός που είχε κάποτε αλλάξει το μουσικό τοπίο απλά και μόνο με τη θέλησή του, έμοιαζε πια να αποτελεί μουσειακό έκθεμα, αντιμετωπιζόταν απλά ως κάποιος «καμμένος» με ένδοξο παρελθόν. Είχε νόημα να συνεχίσει ή έπρεπε να τα παρατήσει; "Υπήρξε μια εποχή που τα τραγούδια έρχονταν τρία ή τέσσερα ταυτόχρονα, αλλά εκείνες οι μέρες έχουν φύγει από καιρό. Πού και πού, κάποιο τραγούδι έρχεται σαν μπουλντόγκ στην πόρτα του κήπου και απαιτεί να γραφτεί. Αλλά τα περισσότερα από αυτά απορρίπτονται αμέσως από το μυαλό μου. Αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν χρειάζεται κανένας να το ακούσει. Ίσως φτάνει κανείς στο σημείο όπου έχει γράψει αρκετά τραγούδια. Άσε κάποιον άλλο να τα γράψει" είχε πει το 1991 στον Paul Zollo.
Στην Όαση
Κι όμως, μέσα στο 1996 κάτι άλλαξε. Σε μια σειρά από άγρυπνες νύχτες, κάποιες φορές εν μέσω μαινόμενων καταιγίδων, ο Dylan άρχισε να γράφει καινούργια κομμάτια, έναν ενιαίο κύκλο τραγουδιών. Όταν πια είχε αρκετά, αποφάσισε ότι ο κατάλληλος άνθρωπος για την καρέκλα του παραγωγού ήταν ο Daniel Lanois. Πέρα από τη δουλειά του στους δίσκους The Joshua Tree και Achtung Baby των U2, ο Lanois ήταν αυτός που είχε αναλάβει την παραγωγή και στο Oh Mercy, λίγα χρόνια πριν. Με παρότρυνση του Dylan, ο οποίος ζητούσε έναν παλιομοδίτικο ήχο, συγκέντρωσε μια ομάδα – κυρίως βετεράνων – μουσικών για τις ηχογραφήσεις και η δουλειά ξεκίνησε επισήμως τον Ιανουάριο του 1997 στο Μαϊάμι.
Ο Dylan και ο Lanois δεν αντιμετώπισαν λίγες δυσκολίες κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. "Η διαδικασία των ηχογραφήσεων είναι πολύ δύσκολη για μένα. Χάνω την έμπνευσή μου στο στούντιο πολύ εύκολα" είπε σχετικά ο πρώτος ενώ ο δεύτερος ομολόγησε ότι "ποτέ δεν ξέρεις τι θα πάρεις. Είναι εκκεντρικός άνθρωπος και μπορεί να πάρεις κάτι σπουδαίο στην πρώτη εκτέλεση, ή μπορεί να μην πάρεις τίποτα απολύτως." Τα πράγματα δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο λόγω του ότι τα περισσότερα πράγματα ηχογραφούνταν ζωντανά.
Και πάλι πίσω
Στις 25 Μαΐου, και ενώ βρισκόταν στο Oxnard της Καλιφόρνιας όπου γίνονταν οι μίξεις των τραγουδιών, ο Dylan ένιωσε δυνατούς πόνους στο στήθος και δυσκολία στην αναπνοή. Εισήχθη αμέσως σε νοσοκομείο του Λος Άντζελες και διαγνώστηκε με περικαρδίτιδα η οποία είχε προκληθεί από ιστοπλάσμωση, μια σπάνια ασθένεια που προέρχεται από την εισπνοή του μήκυτα histoplasma capsulatum. "Επηρεάζει την αναπνοή σου κάθε στιγμή. Δεν είχα καθόλου φιλοσοφικές, βαθιές σκέψεις. Ο πόνος με ακινητοποίησε και τηγάνισε το μυαλό μου. Ήμουν τόσο άρρωστος που το μυαλό μου έσβησε".
Αφού πήρε εξιτήριο την 1η Ιουνίου – "χαίρομαι που νιώθω καλύτερα. Πράγματικά νόμιζα ότι θα έβλεπα τον Elvis σύντομα" δήλωσε βγαίνοντας από το νοσοκομείο, δίνοντας στην σοβαρότητα της κατάστασής του τις σωστές της διαστάσεις – έπρεπε να ξεκουραστεί για 6 εβδομάδες και να ακυρώσει τις προγραμματισμένες ζωντανές εμφανίσεις του. Και βέβαια, τα τραγούδια που είχε γράψει και ηχογραφήσει τους προηγούμενους μήνες αποκτούσαν τώρα νέο νόημα – αν όχι απαραίτητα γι’ αυτόν, σίγουρα για πολλούς από τους ακροατές του.
Mind out of time
Το τριακοστό στούντιο άλμπουμ του Bob Dylan κυκλοφόρησε στις 30 Σεπτεμβρίου 1997 και έλαβε διθυραμβικές κριτικές. Τα 11 τραγούδια που περιείχε είχαν ως θεματολογία τη ραγισμένη καρδιά – ως σύμβολο του χαμένου έρωτα – και τον θάνατο. Έμοιαζε σαν ο τραγουδοποιός να είχε, τον καιρό που τα έγραφε, κάποιου είδους προαίσθημα για όσα θα του συνέβαιναν στη συνέχεια. Η φωνή του, ανεμοδαρμένη, ασθμαίνουσα και σχεδόν ψιθυριστή, έμοιαζε να φτάνει κατευθείαν από τον τάφο ενώ στίχοι όπως “It’s not dark yet/ But it’s getting there” ή “When you think that you’ve lost everything/ You find out you can always lose a little more” συμπλήρωναν το παζλ για όσους ήθελαν να δουν περισσότερα από όσα πράγματι υπήρχαν πίσω από τις λέξεις.
Ενώ οι μουσικές συνιστώσες του Time Out Of Mind ήταν οι ίδιες με όλες σχεδόν τις προηγούμενες φορές – rock’n’roll, blues, gospel, jazz μεταξύ άλλων – το τελικό αποτέλεσμα ακούγεται τόσο φρέσκο – όχι μόνο για τα δεδομένα του Dylan αλλά και γενικότερα – που με άνεση ο δίσκος κατατάσσεται δίπλα στην αγία τριάδα των Bringing It All Back Home (1965), Highway 61 Revisited (1965) και Blonde On Blonde (1966) αλλά και στα υπόλοιπα σπουδαία πονήματα του Dylan. Και προσθέτει στην εικόνα που έχουμε για κείνον μια νέα «απόχρωση» - δεν θα μπορούσε να έχει μιλήσει, να έχει τραγουδήσει έτσι όταν ήταν νεότερος.
Η σημασία της κυκλοφορίας - και της επακόλουθης επιτυχίας - του Time Out Of Mind (φράση που έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς και πάει πίσω μέχρι το Romeo And Juliet του Shakespeare) είναι σήμερα ίσως πιο ξεκάθαρη από ποτέ. Επανέφερε τον Bob Dylan ως ενεργό και ακμαίο δημιουργό στη συνείδηση του κοινού και του προσέφερε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση για να συνεχίσει να δημιουργεί ενώ τον βοήθησε τελικά να «περάσει» και σε ένα σαφώς νεότερο ηλικιακά κοινό, που δεν είχε την ευκαιρία να βιώσει την πυρετώδη πορεία του κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60. Άλμπουμ όπως τα Love And Theft (2001), Modern Times (2006) και Together Through Life (2009) ίσως να μην είχαν φτάσει ποτέ στα χέρια μας – ή να μην ήταν ανάλογης ποιότητας και αντίκτυπου – αν δεν είχαν προηγηθεί όσα προηγήθηκαν – και ίσως τότε να μην ενδιαφέρονταν και πολλοί για όσα θα συμβούν το βράδυ της 29ης Μαΐου, λίγες μέρες από σήμερα, λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ την Αθήνα...
Περισσότερα για τη συναυλία του Dylan στο Terra Vibe σε 10 ημέρες εδώ.
Πηγές:
- Uncut Legends #1: Dylan, ειδική έκδοση του περιοδικού Uncut
- Bob Dylan Performing Artist 1986-1990 & Beyond, Paul Williams, Omnibus Press, 2004-‘05
- www.wikipedia.org
- Down The Highway: The Life Of Bob Dylan, Howard Sounes, Black Swan, 2001
* Φωτογραφίες από www.wikipedia.org, http://www.google.gr/search?sourceid=navclient&hl=el&ie=UTF-8&rlz=1T4GGLJ_elGR268GR268&q=bob+dylan+pics, http://www.angelfire.com/de/dylanite/ και http://www.starpulse.com/Music/Dylan,_Bob/gallery/Bob-Dylan-s09/
Από την Έρημο
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο Bob Dylan βρισκόταν σε σταυροδρόμι. Είχαν περάσει ήδη περισσότερα από 15 χρόνια από τότε που είχε κυκλοφορήσει τον τελευταίο πραγματικά σπουδαίο δίσκο του, το Slow Train Coming του 1979, αλλά ακόμα και τότε είχε καταφέρει να αποξενώσει ένα μεγάλο μέρος των οπαδών του που αηδίαζαν μόνο με τη σκέψη ότι ο ηγέτης τους είχε «ξαναγεννηθεί» ως πιστός χριστιανός. Οτιδήποτε είχε κυκλοφορήσει στο μεταξύ, με εξαίρεση ίσως το Oh Mercy του 1989, είτε είχε απογοητεύσει πλήρως κριτικούς και κοινό είτε έρρεπε απλά προς το συμπαθητικό. Ο τελευταίος δίσκος του με νέο υλικό ήταν το απογοητευτικό Under The Red Sky (1990) ενώ τα Good As I Been To You (1992) και World Gone Wrong (1993), αν και ευχάριστα, περιείχαν αποκλειστικά διασκευές αγαπημένων του τραγουδιών από το βαθύ παρελθόν της αμερικανικής μουσικής παράδοσης.
Η, πάλαι ποτέ, «φωνή μιας γενιάς», ο θεοποιημένος και εικονοκλάστης τραγουδοποιός που είχε κάποτε αλλάξει το μουσικό τοπίο απλά και μόνο με τη θέλησή του, έμοιαζε πια να αποτελεί μουσειακό έκθεμα, αντιμετωπιζόταν απλά ως κάποιος «καμμένος» με ένδοξο παρελθόν. Είχε νόημα να συνεχίσει ή έπρεπε να τα παρατήσει; "Υπήρξε μια εποχή που τα τραγούδια έρχονταν τρία ή τέσσερα ταυτόχρονα, αλλά εκείνες οι μέρες έχουν φύγει από καιρό. Πού και πού, κάποιο τραγούδι έρχεται σαν μπουλντόγκ στην πόρτα του κήπου και απαιτεί να γραφτεί. Αλλά τα περισσότερα από αυτά απορρίπτονται αμέσως από το μυαλό μου. Αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν χρειάζεται κανένας να το ακούσει. Ίσως φτάνει κανείς στο σημείο όπου έχει γράψει αρκετά τραγούδια. Άσε κάποιον άλλο να τα γράψει" είχε πει το 1991 στον Paul Zollo.
Στην Όαση
Κι όμως, μέσα στο 1996 κάτι άλλαξε. Σε μια σειρά από άγρυπνες νύχτες, κάποιες φορές εν μέσω μαινόμενων καταιγίδων, ο Dylan άρχισε να γράφει καινούργια κομμάτια, έναν ενιαίο κύκλο τραγουδιών. Όταν πια είχε αρκετά, αποφάσισε ότι ο κατάλληλος άνθρωπος για την καρέκλα του παραγωγού ήταν ο Daniel Lanois. Πέρα από τη δουλειά του στους δίσκους The Joshua Tree και Achtung Baby των U2, ο Lanois ήταν αυτός που είχε αναλάβει την παραγωγή και στο Oh Mercy, λίγα χρόνια πριν. Με παρότρυνση του Dylan, ο οποίος ζητούσε έναν παλιομοδίτικο ήχο, συγκέντρωσε μια ομάδα – κυρίως βετεράνων – μουσικών για τις ηχογραφήσεις και η δουλειά ξεκίνησε επισήμως τον Ιανουάριο του 1997 στο Μαϊάμι.
Ο Dylan και ο Lanois δεν αντιμετώπισαν λίγες δυσκολίες κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. "Η διαδικασία των ηχογραφήσεων είναι πολύ δύσκολη για μένα. Χάνω την έμπνευσή μου στο στούντιο πολύ εύκολα" είπε σχετικά ο πρώτος ενώ ο δεύτερος ομολόγησε ότι "ποτέ δεν ξέρεις τι θα πάρεις. Είναι εκκεντρικός άνθρωπος και μπορεί να πάρεις κάτι σπουδαίο στην πρώτη εκτέλεση, ή μπορεί να μην πάρεις τίποτα απολύτως." Τα πράγματα δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο λόγω του ότι τα περισσότερα πράγματα ηχογραφούνταν ζωντανά.
Και πάλι πίσω
Στις 25 Μαΐου, και ενώ βρισκόταν στο Oxnard της Καλιφόρνιας όπου γίνονταν οι μίξεις των τραγουδιών, ο Dylan ένιωσε δυνατούς πόνους στο στήθος και δυσκολία στην αναπνοή. Εισήχθη αμέσως σε νοσοκομείο του Λος Άντζελες και διαγνώστηκε με περικαρδίτιδα η οποία είχε προκληθεί από ιστοπλάσμωση, μια σπάνια ασθένεια που προέρχεται από την εισπνοή του μήκυτα histoplasma capsulatum. "Επηρεάζει την αναπνοή σου κάθε στιγμή. Δεν είχα καθόλου φιλοσοφικές, βαθιές σκέψεις. Ο πόνος με ακινητοποίησε και τηγάνισε το μυαλό μου. Ήμουν τόσο άρρωστος που το μυαλό μου έσβησε".
Αφού πήρε εξιτήριο την 1η Ιουνίου – "χαίρομαι που νιώθω καλύτερα. Πράγματικά νόμιζα ότι θα έβλεπα τον Elvis σύντομα" δήλωσε βγαίνοντας από το νοσοκομείο, δίνοντας στην σοβαρότητα της κατάστασής του τις σωστές της διαστάσεις – έπρεπε να ξεκουραστεί για 6 εβδομάδες και να ακυρώσει τις προγραμματισμένες ζωντανές εμφανίσεις του. Και βέβαια, τα τραγούδια που είχε γράψει και ηχογραφήσει τους προηγούμενους μήνες αποκτούσαν τώρα νέο νόημα – αν όχι απαραίτητα γι’ αυτόν, σίγουρα για πολλούς από τους ακροατές του.
Mind out of time
Το τριακοστό στούντιο άλμπουμ του Bob Dylan κυκλοφόρησε στις 30 Σεπτεμβρίου 1997 και έλαβε διθυραμβικές κριτικές. Τα 11 τραγούδια που περιείχε είχαν ως θεματολογία τη ραγισμένη καρδιά – ως σύμβολο του χαμένου έρωτα – και τον θάνατο. Έμοιαζε σαν ο τραγουδοποιός να είχε, τον καιρό που τα έγραφε, κάποιου είδους προαίσθημα για όσα θα του συνέβαιναν στη συνέχεια. Η φωνή του, ανεμοδαρμένη, ασθμαίνουσα και σχεδόν ψιθυριστή, έμοιαζε να φτάνει κατευθείαν από τον τάφο ενώ στίχοι όπως “It’s not dark yet/ But it’s getting there” ή “When you think that you’ve lost everything/ You find out you can always lose a little more” συμπλήρωναν το παζλ για όσους ήθελαν να δουν περισσότερα από όσα πράγματι υπήρχαν πίσω από τις λέξεις.
Ενώ οι μουσικές συνιστώσες του Time Out Of Mind ήταν οι ίδιες με όλες σχεδόν τις προηγούμενες φορές – rock’n’roll, blues, gospel, jazz μεταξύ άλλων – το τελικό αποτέλεσμα ακούγεται τόσο φρέσκο – όχι μόνο για τα δεδομένα του Dylan αλλά και γενικότερα – που με άνεση ο δίσκος κατατάσσεται δίπλα στην αγία τριάδα των Bringing It All Back Home (1965), Highway 61 Revisited (1965) και Blonde On Blonde (1966) αλλά και στα υπόλοιπα σπουδαία πονήματα του Dylan. Και προσθέτει στην εικόνα που έχουμε για κείνον μια νέα «απόχρωση» - δεν θα μπορούσε να έχει μιλήσει, να έχει τραγουδήσει έτσι όταν ήταν νεότερος.
Η σημασία της κυκλοφορίας - και της επακόλουθης επιτυχίας - του Time Out Of Mind (φράση που έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς και πάει πίσω μέχρι το Romeo And Juliet του Shakespeare) είναι σήμερα ίσως πιο ξεκάθαρη από ποτέ. Επανέφερε τον Bob Dylan ως ενεργό και ακμαίο δημιουργό στη συνείδηση του κοινού και του προσέφερε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση για να συνεχίσει να δημιουργεί ενώ τον βοήθησε τελικά να «περάσει» και σε ένα σαφώς νεότερο ηλικιακά κοινό, που δεν είχε την ευκαιρία να βιώσει την πυρετώδη πορεία του κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60. Άλμπουμ όπως τα Love And Theft (2001), Modern Times (2006) και Together Through Life (2009) ίσως να μην είχαν φτάσει ποτέ στα χέρια μας – ή να μην ήταν ανάλογης ποιότητας και αντίκτυπου – αν δεν είχαν προηγηθεί όσα προηγήθηκαν – και ίσως τότε να μην ενδιαφέρονταν και πολλοί για όσα θα συμβούν το βράδυ της 29ης Μαΐου, λίγες μέρες από σήμερα, λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ την Αθήνα...
Περισσότερα για τη συναυλία του Dylan στο Terra Vibe σε 10 ημέρες εδώ.
Πηγές:
- Uncut Legends #1: Dylan, ειδική έκδοση του περιοδικού Uncut
- Bob Dylan Performing Artist 1986-1990 & Beyond, Paul Williams, Omnibus Press, 2004-‘05
- www.wikipedia.org
- Down The Highway: The Life Of Bob Dylan, Howard Sounes, Black Swan, 2001
* Φωτογραφίες από www.wikipedia.org, http://www.google.gr/search?sourceid=navclient&hl=el&ie=UTF-8&rlz=1T4GGLJ_elGR268GR268&q=bob+dylan+pics, http://www.angelfire.com/de/dylanite/ και http://www.starpulse.com/Music/Dylan,_Bob/gallery/Bob-Dylan-s09/