Έχει στο ενεργητικό του τον πιο ενδιαφέροντα ελληνόφωνο δίσκο της περασμένης χρονιάς. Τόλμησε να αλλάξει σε μεγάλο βαθμό ύφος και ήχο και να πάει κόντρα στις όποιες ευκολίες. Αποτελεί υπόδειγμα καλλιτέχνη που διαρκώς ψάχνει νέους τρόπους έκφρασης, παρουσιάζοντας με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο τα γνωστά και αγαπημένα τραγούδια του. Ειλικρινής, άμεσος και ακομπλεξάριστος, ο Φοίβος Δεληβοριάς, όσο κλισέ και αν ακούγεται, παρουσιάστηκε ώριμος όσο ποτέ με το νέο του album, τον "Αόρατο άνθρωπο".
Με αφορμή την κυκλοφορία αυτή, αλλά και τις εμφανίσεις του στο "MΕΤΡΟ Live", που ξεκινούν μεθαύριο Παρασκευή 28/1, ο Φοίβος μίλησε στο Mix Grill για πολλά και ενδιαφέροντα θέματα. Για το πώς προέκυψε αυτός ο νέος ήχος των καινούριων του τραγουδιών. Για το πώς στήνει μία μουσική παράσταση. Για το τι μένει μέσα του από μια δισκογραφική πορεία 21 χρόνων. Για την αγάπη του για τον κινηματογράφο και τη σύνδεση με τη μουσική.
Δεν είναι εύκολο ούτε να προλογίσεις, ούτε να παρουσιάσεις την κουβέντα που είχες με έναν αγαπημένο καλλιτέχνη. Γι'αυτό και παραχωρούμε τάχιστα χώρο και λόγο στον ίδιο...
- Ο νέος σου δίσκος, ο «Αόρατος άνθρωπος», έχει τελείως διαφορετική διάθεση από τον προηγούμενο («Έξω»). Είναι πιο προσωπικός, πιο εσωστρεφής, με εντελώς άλλο ήχο. Θα έλεγες πως είναι ένας δύσκολος δίσκος;
Δεν μπορώ να το κρίνω εγώ αυτό. Για μένα ήταν μια εύκολη γέννα μ’ έναν τρόπο με την έννοια ότι τα τραγούδια βγήκαν πολύ εγκαρδίως, αν και μέσα από μια διάχυτη μελαγχολική διάθεση που είχα. Ήταν κομμάτια που έβγαιναν το ένα μετά το άλλο με πάρα πολύ επιθετικότητα και δύναμη. Τώρα δεν ξέρω πώς είναι στις ακροάσεις. Μπορεί πραγματικά να είναι ένας δίσκος που να μην του αρκεί η πρώτη ακρόαση. Για μένα αυτό το 36λεπτο που διαρκεί αισθάνομαι ότι κυλάει με πιο απλό, δεμένο και σφιχτό τρόπο από οποιονδήποτε άλλο δίσκο μου. Δεν αφήσαμε καμία ευκολία μας αυτή τη φορά, ενώ σε άλλες δουλειές μου βλέπω τραγούδια που θα μπορούσαν και να λείπουν. Σίγουρα η μεγάλη διαφορά είναι στον ήχο που είναι δουλεμένος με πολύ λεπτομέρεια.
- Πολλοί μιλούν για νέο ήχο, ότι βρήκες το στίγμα σου κλπ. Τι έχεις να πεις γι αυτό; Όντως βρήκες κάτι που σε εκφράζει περισσότερο, ή απλά είναι μια φάση που ήθελες να πειραματιστείς;
Ναι, μα κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει τι θα κάνει στο μέλλον. Δεν αισθάνομαι ότι αυτός ο ήχος θα ισχύει για πάντα ή για τον επόμενο ή μεθεπόμενο δίσκο. Σίγουρα, όπως και τις προηγούμενες φορές, όταν έχεις ενθουσιασμένος μια χούφτα τραγούδια στα χέρια σου, αυτό που θέλεις είναι να βρουν και τον εαυτό τους. Έτυχε τώρα η συνάντηση με τον πολυοργανίστα Γιώργο Κατσάνο, έτυχε να βρεθώ και με τα παιδιά της Inner Ear την κατάλληλη στιγμή, οπότε τα πράγματα έγιναν μ’ έναν πολύ ευχάριστο, ανεξάρτητο και ελεύθερο τρόπο. Το στούντιο κύλησε με πολύ μεγαλύτερη ελευθερία, διότι δεν είχαμε αυτά τα αγχωμένα schedules που είχαμε παλαιότερα στη Sony, και οι πρόβες που έγιναν στο σπίτι του Γιώργου ήταν απολαυστικές. Δηλαδή, για μένα, ξέρεις, το να λέει κανείς ότι αυτό το πράγμα είναι ένας καινούργιος ήχος και μια πρόταση που θα κρατήσει κλπ δεν έχει τόση σημασία. Σημασία έχει το τι έχει ήδη γίνει.
- Λίγα λόγια για την συμμετοχή της Αρλέτας στον δίσκο με το τραγούδι «Ωροσκόπιο». Πώς έγινε ακριβώς;
Αυτό ήταν μια ιδέα του Στέφανου Ρόκκου του ζωγράφου. Μου είχε ζητήσει ένα τραγούδι που να τραγουδάει η Αρλέτα για να μπει στο cd που θα συνοδεύει την τελευταία του έκθεση. Εγώ έγραψα ένα τραγούδι, με πολλή καθυστέρηση, το βράδυ του deadline, βασίζοντάς το σ’ ένα παλιό μπλουζ που μ’ αρέσει πάρα πολύ, το St James Infirmary. Και όταν το πάω στην Αρλέτα να το ακούσει μου λέει «πού ήξερες ότι το St James Infirmary είναι από τα αγαπημένα μου τραγούδια;» Ήταν σαν τα πράγματα που η τύχη στα φέρνει ακριβώς όπως θα έπρεπε να στα φέρει.
- Πολλά λόγια για το κομμάτι «Μηδέν εισερχόμενα». Φαίνεται σαν να μπλέκεις πολλά πρόσωπα, πολλούς πρωταγωνιστές και θίγεις πάρα πολλά θέματα…
Μου άρεσε πάντα η ιδέα να κάνω ένα τραγούδι που απροειδοποίητα να μιλάει σε κάθε στροφή ένας διαφορετικός αφηγητής. Πώς είναι σε κάτι ταινίες, ας πούμε, με παράλληλες ιστορίες που βλέπεις λίγο έναν άνθρωπο, λίγο έναν άλλο και στο τέλος όλοι διαπλέκονται... Ήθελα να κάνω ακριβώς αυτό το πράγμα. Κι έτσι ξεκίνησα να γράφω σε κάθε στροφή για διαφορετικούς τύπους. Το έστηνα σα να είναι μικρά κειμενάκια, sms ή mail που δεν αποστέλλονται τελικά και έτσι το συνέδεσα και στο τέλος. Δηλαδή αυτό που λέει «είμαι μόνος μου και είμαι πολλοί / χίλια email που δεν έχουν σταλεί / κι αγαπάω και ξέρω τι νιώθω / και τρέμω απ’ τον πόθο»… ε αυτό τους ενώνει όλους αυτούς. Είναι πρόσωπα που μονολογούν παράλληλα, αλλά όλα έχουν κάτι πάρα πολύ αγχωμένο μέσα τους και αυτό το άγχος το έχει και η μουσική του τραγουδιού.
- Με ποια κριτήρια στήνεις κάθε φορά μια μουσική παράσταση; Σκέφτεσαι για παράδειγμα κομμάτια που θέλουν να ακούσουν αυτοί που ήρθαν εκεί, αυτοί που σε ακολουθούν;
Κυρίως από μία μουσική ιδέα και τα πρόσωπα, το θίασο (την μπάντα δηλ.) ξεκινάει το πράγμα.. Μαζί με τον Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, που είναι ο παραγωγός μου στα live, ξεκινάμε και λέμε τι ήχο θα θέλαμε να έχουμε. Αν θα είναι πιο ηλεκτρική ή πιο λιτή η ορχήστρα, αν θα έχουμε πολλά ηχοχρώματα, ανάλογα με τη διάθεση και τα νέα τραγούδια που έχω στα χέρια μου ή την ιδέα. Επειδή πάντα είναι καινούργια τα πρόσωπα ή κάποια από αυτά, με ενδιαφέρει πολύ να δω πώς θα παίξουν αυτοί με τα παλιά μου τραγούδια. Οπότε διαλέγω 10-15 τραγούδια που θα ήθελα να ακούσω από αυτούς. Και τραγούδια πολύ γνωστά που ξέρω ότι αρέσουν και στον κόσμο, τα τραγουδάει πιο εύκολα ή ταυτίζεται ένα μεγάλο μέρος του μαζί τους, αλλά θέλω πάρα πολύ να μου τα ανατρέψουν. Σιγά-σιγά ενθουσιάζομαι κι εγώ και αρχίζω και τους δίνω καινούργια κομμάτια, ή κάποια που αρέσουν σε λίγους φίλους και σε μένα. Κατά τη διάρκεια των προβών κάνουμε διάφορα αστεία. Κάνουμε κάποιες διασκευές από τραγούδια που ακούγαμε μικροί στις διαφημίσεις ή από Κοέν μέχρι Καζαντζίδη... ανάλογα τη διάθεση. Ε όλο αυτό 2-3 μέρες πριν την πρεμιέρα έχει γίνει ένα πρόγραμμα με πρώτο-δεύτερο μέρος, με αρχή-μέση-φινάλε.
- Κάθε σου παράσταση στήνεται γύρω από ένα θέμα / concept και το στηρίζει όλη η μπάντα, με τα ρούχα, τα σκηνικά, τα κομμάτια κλπ. Θα υπάρχει κάτι τέτοιο και φέτος στο Μετρό;
Ναι, βέβαια. Η κεντρική ιδέα, την οποία τώρα προσπαθούμε να στήσουμε, είναι με βάση τον τίτλο του νέου άλμπουμ, αφού «ο αόρατος άνθρωπος», εκτός από σπουδαίο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, ήταν και μια απ’ τις πρώτες ταινίες τρόμου που έγιναν ποτέ από τη Universal το 1933. Σκέφτηκα λοιπόν μερικές τέτοιες ταινίες, δηλαδή τον Λυκάνθρωπο του '41, την Επίθεση της γιγαντιαίας γυναίκας του '59, τον Γκοτζίλα του ‘73 και πάει λέγοντας οι οποίες να προβάλλονταν αντί για φωτισμό, πάνω στο πανί της κουρτίνας του Μετρό και αντιστοίχως εμείς να είμαστε ντυμένοι ασπρόμαυρα και ο φωτισμός να είναι πάλι ασπρόμαυρος, να υπάρχει αυτό το λίγο ανησυχητικό χρώμα που υπάρχει και στο εξώφυλλο του δίσκου. Ταυτόχρονα η διάθεσή μας φέτος είναι πάρα πολύ ρυθμική. Πρώτον διότι παίζουμε με έναν ντράμερ που μας αρέσει πάρα πολύ, τον Σωτήρη Ντούβα και θέλουμε να αναπτύξουμε τις ρυθμικές πλευρές όλων των τραγουδιών (παλιών και νέων). Τώρα πού θα καταλήξει δεν ξέρω, επειδή είμαστε ακόμα στις πρόβες. Σε δέκα μέρες όλο αυτό μπορεί να έχει και τίτλο...
- Διαβάσαμε ότι σκοπεύετε να διαμορφώσετε το χώρου του Μετρό για τους όρθιους. Δηλαδή;
Θα περιοριστούν αρκετά τα τραπέζια. Θα είναι μέχρι την μέση του χώρου και στο πάνω μέρος. Γύρω-γύρω θα υπάρχουν σταντ για να πίνεις το ποτό σου. Θέλαμε να γίνει πιο… κλαμπίστικος χώρος. Δηλαδή, αυτό που δεν μου άρεσε πέρυσι ήταν αυτή η «τραπεζίλα» που σε οδηγεί και να μιλάς πάρα πολύ, να αισθάνεσαι σαν να βρίσκεσαι σε μια συνεστίαση.
- Η παράσταση που μας παρουσίασες πέρσι στο Μετρό με τίτλο Big Band ήταν ένα θαρραλέο εγχείρημα, με την έννοια ότι άλλαξες και ήχο και τρόπο που παρουσιάζεις τα πολύ γνωστά σου τραγούδια. Πώς πήγε τελικά; Το φοβόσουν;
Ναι, φοβόμουν πάρα πολύ. Αρχικά, όταν κάναμε πρόβες δεν φοβόμουν καθόλου, μου άρεσε πολύ, γιατί ο τρόπος που έπαιζε ο Γιώργος Κατσάνος τα κομμάτια, ο τρόπος που ξανοιγόμουν στην κιθάρα ήταν πάντα δημιουργικός και απ’ την αρχή ως το τέλος με ενθουσίαζε. Ήμουν σίγουρος για αυτό ότι είναι κάτι που μου αρέσει. Τις τελευταίες μέρες όμως που πήγαμε να στήσουμε στο Μετρό, αισθανόμουν πιο εκτεθειμένος από ποτέ. Αισθανόμουν ότι θα ήμαστε «γυμνοί» όντας μόνο οι τρεις μας στη σκηνή. Μάλιστα την πρώτη μέρα δεχτήκαμε αρκετά μεγάλη επιθετικότητα. Δηλαδή αυτοί που έμπαιναν στα καμαρίνια, γνωστοί και άγνωστοι, έλεγαν «δεν μου άρεσε καθόλου, δεν το καταλαβαίνω αυτό...», αλλά από τη δεύτερη μέρα αυτό άλλαξε και ήταν σαν να δημιουργήθηκε ένα καινούργιο κοινό, ένα κοινό της παράστασης και έγινε και επιτυχία. Πάντως πάνω στη σκηνή αισθανόμουν ότι κάνω ακριβώς αυτό που θέλω.
- Πώς φαντάζεσαι την ιδανική μουσική σκηνή; Ιδανική και για αυτόν που παίζει αλλά και για τον θεατή. Θα ήταν σαν αυτό που θα κάνεις φέτος;
Θα προσπαθήσουμε φέτος να το κάνουμε κοντά σ’ αυτό που θέλω. Μ’ αρέσουν πολύ οι χώροι που έχουν αντίστοιχη ατμόσφαιρα με αυτό που παίζουν. Νομίζω ότι το μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η αναντιστοιχία. Στους περισσότερους χώρους, ενώ πάνω στη σκηνή βλέπεις κάτι ωραίο με ατμοσφαιρικούς φωτισμούς ωραίο στυλ κλπ, κάτω βλέπεις κάτι τελείως άσχετο. Θα μου άρεσε πάρα πολύ να παίζουμε σε χώρους που το σκηνικό της παράστασης να είναι σκηνικό και των τραπεζιών. Απλά σπανίως γίνεται γιατί σπανίως υποστηρίζεται οικονομικά και από τους μαγαζάτορες και από τον κόσμο.
- Στις ζωντανές εμφανίσεις συνηθίζεις να προλογίζεις τα περισσότερα τραγούδια σου λέγοντας ποιά ιστορία κρύβεται πίσω τους. Γιατί το κάνεις αυτό;
Για διάφορους λόγους. Ο πρώτος είναι ότι μου σπάει την αμηχανία εκείνη την ώρα. Θέλω να αποκτήσω μια σχέση με το ακροατήριο. Θέλω να δω τα πρόσωπα, να δω πώς αντιδρούν, ποιοι κάθονται εδώ, ποιοι κάθονται εκεί, τι τύπου άνθρωποι έχουν έρθει, και αυτές οι ιστορίες αφυπνίζουν λίγο την παιδική τους πλευρά, μου τους κάνουν πιο οικείους. Απ’ την άλλη μου αρέσει και μένα αυτό, έχω μέσα μου μια πλευρά… story teller. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, όταν ξεκίνησα να τραγουδάω το ’95 δίπλα στον Ορφέα Περίδη και ήμουν ένα άγνωστο παιδί 23 χρόνων που ανέβαινε ξαφνικά στο πάλκο, έπρεπε να πω μια ιστορία για να τραβήξω το ενδιαφέρον του ακροατή. Δεν υπήρχε τότε τόσο αυτού του είδους το αφηγηματικό τραγούδι.
- Υπάρχουν τραγούδια σου που να γνώρισαν μεγάλη απήχηση στο κοινό χωρίς να το περιμένεις και το αντίστροφο;
Ναι, και τα θεωρούσα και κακά τραγούδια κιόλας. Δηλαδή το «Θέλω να σε ξεπεράσω» ήταν ένα τραγούδι το οποίο το έγραψα κλειδωμένος σ’ ένα γραφείο συνεδρίων της Sony Music γιατί έπρεπε να γράψω ένα κομμάτι λίγο πιο βατό από τα υπόλοιπα. Τους πήγα το «Χάλια», το «Εκείνη», τον «Φώτη» και φρίκαραν! Μου είπαν για το «Εκείνη» ότι έχει τρομερά μονότονη και επαναλαμβανόμενη μελωδία και ένα στίχο γιγάντιο και ότι ήθελαν ένα τραγούδι που να έχει air play. Κι έτσι έγραψα το «Θέλω να σε ξεπεράσω» και το αντιπαθούσα ιδιαίτερα, δεν αισθανόμουν να μου χτυπάει καμιά χορδή όταν το έλεγα. Αντίθετα, πίστευα πολύ στ' άλλα κομμάτια. Ευτυχώς αργότερα έγιναν και αυτά γνωστά…
- Στο «Εκείνη» λες «έχω βγάλει και δίσκο και πάλι δεν βρίσκω εκείνο που θελα». Μετά από πολλούς δίσκους, τελικά το βρήκες;
Όχι, πάλι χάθηκε στην πορεία (γέλια). Μικρός αυτό πίστευα ότι θα μου συμβεί. Όταν ήμουν 13 και έπαιζα κιθάρα και κάναμε και γκρουπ κι όλα αυτά, η μεγάλη φιλοδοξία ήταν να κάνουμε ένα δίσκο. Ότι και καλά αυτό θα είναι μια τρομερή δικαίωση. Ξέρεις, τίποτα... Βγαίνει ένας δίσκος, παγώνει ένα χρόνο, μετά μεγαλώνεις και τίποτα… Ευτυχώς είχα την τύχη να κάνω 6 στούντιο δίσκους. Ε αυτό το πράγμα είναι ευχάριστο, αλλά δεν λύνει κανένα απ’ τα αδιέξοδα δυστυχώς!
- Ο νέος σου δίσκος έχει ήδη πάρει εξαιρετικές κριτικές. Διαβάζεις κριτικές; Σε απασχολούν;
Ναι, διαβάζω. Κάποιες με στεναχωρούν βέβαια, ακόμα και καλές, γιατί νιώθω ότι ο άλλος με επαινεί με υπερβολή. Μια υπερβολικά καλή κριτική με έναν ιδιαίτερο τρόπο γραμμένη μπορεί να μου προξενήσει μετά προβλήματα... Γενικά εννοείται ότι είμαι πολύ περίεργος να δω τι αντίκτυπο έχει ο δίσκος. Και όντως όταν κάποιος γράφει πολύ εύστοχα πράγματα και με αγάπη και έχει μπει σωστά μέσα σ’ όλο αυτό το πράγμα, αισθάνομαι πάρα πολύ καλά. Επίσης, αν κάποιος πει κάτι πάρα πολύ αυστηρό και έχει ένα point, μετά το υιοθετώ. Αισθάνομαι τυχερός που το διάβασα. Απ’ την άλλη μου ‘χει τύχει μες στα χρόνια να διαβάσω και εκ του πονηρού κείμενα, επιθετικά προς αυτό που κάναμε και υπερβολικά διθυραμβικά τα οποία με στεναχωρούν ή μου προξενούν προβλήματα. Δεν είμαι ο τύπος που αγοράζει όλα τα έντυπα ή κάνει googling συνέχεια να δει τι γράφτηκε γι’ αυτόν. Συνήθως φίλοι μού λένε "να διαβάσεις αυτή την κριτική" ή "αυτό το άρθρο" γιατί έχει ενδιαφέρον..
- Φαίνεται πως έχεις μεγάλη αγάπη για τον κινηματογράφο. Θα ήθελες να μας προτείνεις κάποιες ταινίες που θεωρείς σημαντικές;
Νομίζω ότι σήμερα θα έπρεπε να δει κανείς μια ταινία του 1950, Η λεωφόρος της Δύσεως. Είμαι «Γουντιαλενικός» και μια όχι και τόσο γνωστή ταινία του, που την προτείνω πάντα σε φίλους, είναι το Zelig, την οποία θεωρώ και επίκαιρη. Από την τελευταία δεκαετία οι δύο αγαπημένες μου ήταν το Ντόνι Ντάρκο και H αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού. Το 8½ του Φελίνι είναι επίσης αγαπημένη μου ταινία. Με το που τη βλέπω θέλω να γράψω μουσική!
- Θα έγραφες ποτέ μουσική για κινηματογράφο;
Ναι, με χαρά. Έχω γράψει μόνο σε δύο μικρού μήκους. Το ευχαριστήθηκα πάρα πολύ και έχω μια αντίληψη του πώς θα μπορούσε να είναι μια κινηματογραφική μουσική με ενδιαφέρον. Αν μου γίνει κάποια ενδιαφέρουσα πρόταση θα την δεχτώ οπωσδήποτε!
info
Ο Φοίβος Δεληβοριάς στο Μετρό από 28/1 (Δελτίο Τύπου εδώ. Διαγωνισμός MG για προσκλήσεις: κλικ)
Άρθρο μας για το νέο δίσκο του Φοίβου Δεληβοριά "Ο Αόρατος Άνθρωπος": κλικ
Με αφορμή την κυκλοφορία αυτή, αλλά και τις εμφανίσεις του στο "MΕΤΡΟ Live", που ξεκινούν μεθαύριο Παρασκευή 28/1, ο Φοίβος μίλησε στο Mix Grill για πολλά και ενδιαφέροντα θέματα. Για το πώς προέκυψε αυτός ο νέος ήχος των καινούριων του τραγουδιών. Για το πώς στήνει μία μουσική παράσταση. Για το τι μένει μέσα του από μια δισκογραφική πορεία 21 χρόνων. Για την αγάπη του για τον κινηματογράφο και τη σύνδεση με τη μουσική.
Δεν είναι εύκολο ούτε να προλογίσεις, ούτε να παρουσιάσεις την κουβέντα που είχες με έναν αγαπημένο καλλιτέχνη. Γι'αυτό και παραχωρούμε τάχιστα χώρο και λόγο στον ίδιο...
- Ο νέος σου δίσκος, ο «Αόρατος άνθρωπος», έχει τελείως διαφορετική διάθεση από τον προηγούμενο («Έξω»). Είναι πιο προσωπικός, πιο εσωστρεφής, με εντελώς άλλο ήχο. Θα έλεγες πως είναι ένας δύσκολος δίσκος;
Δεν μπορώ να το κρίνω εγώ αυτό. Για μένα ήταν μια εύκολη γέννα μ’ έναν τρόπο με την έννοια ότι τα τραγούδια βγήκαν πολύ εγκαρδίως, αν και μέσα από μια διάχυτη μελαγχολική διάθεση που είχα. Ήταν κομμάτια που έβγαιναν το ένα μετά το άλλο με πάρα πολύ επιθετικότητα και δύναμη. Τώρα δεν ξέρω πώς είναι στις ακροάσεις. Μπορεί πραγματικά να είναι ένας δίσκος που να μην του αρκεί η πρώτη ακρόαση. Για μένα αυτό το 36λεπτο που διαρκεί αισθάνομαι ότι κυλάει με πιο απλό, δεμένο και σφιχτό τρόπο από οποιονδήποτε άλλο δίσκο μου. Δεν αφήσαμε καμία ευκολία μας αυτή τη φορά, ενώ σε άλλες δουλειές μου βλέπω τραγούδια που θα μπορούσαν και να λείπουν. Σίγουρα η μεγάλη διαφορά είναι στον ήχο που είναι δουλεμένος με πολύ λεπτομέρεια.
- Πολλοί μιλούν για νέο ήχο, ότι βρήκες το στίγμα σου κλπ. Τι έχεις να πεις γι αυτό; Όντως βρήκες κάτι που σε εκφράζει περισσότερο, ή απλά είναι μια φάση που ήθελες να πειραματιστείς;
Ναι, μα κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει τι θα κάνει στο μέλλον. Δεν αισθάνομαι ότι αυτός ο ήχος θα ισχύει για πάντα ή για τον επόμενο ή μεθεπόμενο δίσκο. Σίγουρα, όπως και τις προηγούμενες φορές, όταν έχεις ενθουσιασμένος μια χούφτα τραγούδια στα χέρια σου, αυτό που θέλεις είναι να βρουν και τον εαυτό τους. Έτυχε τώρα η συνάντηση με τον πολυοργανίστα Γιώργο Κατσάνο, έτυχε να βρεθώ και με τα παιδιά της Inner Ear την κατάλληλη στιγμή, οπότε τα πράγματα έγιναν μ’ έναν πολύ ευχάριστο, ανεξάρτητο και ελεύθερο τρόπο. Το στούντιο κύλησε με πολύ μεγαλύτερη ελευθερία, διότι δεν είχαμε αυτά τα αγχωμένα schedules που είχαμε παλαιότερα στη Sony, και οι πρόβες που έγιναν στο σπίτι του Γιώργου ήταν απολαυστικές. Δηλαδή, για μένα, ξέρεις, το να λέει κανείς ότι αυτό το πράγμα είναι ένας καινούργιος ήχος και μια πρόταση που θα κρατήσει κλπ δεν έχει τόση σημασία. Σημασία έχει το τι έχει ήδη γίνει.
- Λίγα λόγια για την συμμετοχή της Αρλέτας στον δίσκο με το τραγούδι «Ωροσκόπιο». Πώς έγινε ακριβώς;
Αυτό ήταν μια ιδέα του Στέφανου Ρόκκου του ζωγράφου. Μου είχε ζητήσει ένα τραγούδι που να τραγουδάει η Αρλέτα για να μπει στο cd που θα συνοδεύει την τελευταία του έκθεση. Εγώ έγραψα ένα τραγούδι, με πολλή καθυστέρηση, το βράδυ του deadline, βασίζοντάς το σ’ ένα παλιό μπλουζ που μ’ αρέσει πάρα πολύ, το St James Infirmary. Και όταν το πάω στην Αρλέτα να το ακούσει μου λέει «πού ήξερες ότι το St James Infirmary είναι από τα αγαπημένα μου τραγούδια;» Ήταν σαν τα πράγματα που η τύχη στα φέρνει ακριβώς όπως θα έπρεπε να στα φέρει.
- Πολλά λόγια για το κομμάτι «Μηδέν εισερχόμενα». Φαίνεται σαν να μπλέκεις πολλά πρόσωπα, πολλούς πρωταγωνιστές και θίγεις πάρα πολλά θέματα…
Μου άρεσε πάντα η ιδέα να κάνω ένα τραγούδι που απροειδοποίητα να μιλάει σε κάθε στροφή ένας διαφορετικός αφηγητής. Πώς είναι σε κάτι ταινίες, ας πούμε, με παράλληλες ιστορίες που βλέπεις λίγο έναν άνθρωπο, λίγο έναν άλλο και στο τέλος όλοι διαπλέκονται... Ήθελα να κάνω ακριβώς αυτό το πράγμα. Κι έτσι ξεκίνησα να γράφω σε κάθε στροφή για διαφορετικούς τύπους. Το έστηνα σα να είναι μικρά κειμενάκια, sms ή mail που δεν αποστέλλονται τελικά και έτσι το συνέδεσα και στο τέλος. Δηλαδή αυτό που λέει «είμαι μόνος μου και είμαι πολλοί / χίλια email που δεν έχουν σταλεί / κι αγαπάω και ξέρω τι νιώθω / και τρέμω απ’ τον πόθο»… ε αυτό τους ενώνει όλους αυτούς. Είναι πρόσωπα που μονολογούν παράλληλα, αλλά όλα έχουν κάτι πάρα πολύ αγχωμένο μέσα τους και αυτό το άγχος το έχει και η μουσική του τραγουδιού.
- Με ποια κριτήρια στήνεις κάθε φορά μια μουσική παράσταση; Σκέφτεσαι για παράδειγμα κομμάτια που θέλουν να ακούσουν αυτοί που ήρθαν εκεί, αυτοί που σε ακολουθούν;
Κυρίως από μία μουσική ιδέα και τα πρόσωπα, το θίασο (την μπάντα δηλ.) ξεκινάει το πράγμα.. Μαζί με τον Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, που είναι ο παραγωγός μου στα live, ξεκινάμε και λέμε τι ήχο θα θέλαμε να έχουμε. Αν θα είναι πιο ηλεκτρική ή πιο λιτή η ορχήστρα, αν θα έχουμε πολλά ηχοχρώματα, ανάλογα με τη διάθεση και τα νέα τραγούδια που έχω στα χέρια μου ή την ιδέα. Επειδή πάντα είναι καινούργια τα πρόσωπα ή κάποια από αυτά, με ενδιαφέρει πολύ να δω πώς θα παίξουν αυτοί με τα παλιά μου τραγούδια. Οπότε διαλέγω 10-15 τραγούδια που θα ήθελα να ακούσω από αυτούς. Και τραγούδια πολύ γνωστά που ξέρω ότι αρέσουν και στον κόσμο, τα τραγουδάει πιο εύκολα ή ταυτίζεται ένα μεγάλο μέρος του μαζί τους, αλλά θέλω πάρα πολύ να μου τα ανατρέψουν. Σιγά-σιγά ενθουσιάζομαι κι εγώ και αρχίζω και τους δίνω καινούργια κομμάτια, ή κάποια που αρέσουν σε λίγους φίλους και σε μένα. Κατά τη διάρκεια των προβών κάνουμε διάφορα αστεία. Κάνουμε κάποιες διασκευές από τραγούδια που ακούγαμε μικροί στις διαφημίσεις ή από Κοέν μέχρι Καζαντζίδη... ανάλογα τη διάθεση. Ε όλο αυτό 2-3 μέρες πριν την πρεμιέρα έχει γίνει ένα πρόγραμμα με πρώτο-δεύτερο μέρος, με αρχή-μέση-φινάλε.
- Κάθε σου παράσταση στήνεται γύρω από ένα θέμα / concept και το στηρίζει όλη η μπάντα, με τα ρούχα, τα σκηνικά, τα κομμάτια κλπ. Θα υπάρχει κάτι τέτοιο και φέτος στο Μετρό;
Ναι, βέβαια. Η κεντρική ιδέα, την οποία τώρα προσπαθούμε να στήσουμε, είναι με βάση τον τίτλο του νέου άλμπουμ, αφού «ο αόρατος άνθρωπος», εκτός από σπουδαίο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, ήταν και μια απ’ τις πρώτες ταινίες τρόμου που έγιναν ποτέ από τη Universal το 1933. Σκέφτηκα λοιπόν μερικές τέτοιες ταινίες, δηλαδή τον Λυκάνθρωπο του '41, την Επίθεση της γιγαντιαίας γυναίκας του '59, τον Γκοτζίλα του ‘73 και πάει λέγοντας οι οποίες να προβάλλονταν αντί για φωτισμό, πάνω στο πανί της κουρτίνας του Μετρό και αντιστοίχως εμείς να είμαστε ντυμένοι ασπρόμαυρα και ο φωτισμός να είναι πάλι ασπρόμαυρος, να υπάρχει αυτό το λίγο ανησυχητικό χρώμα που υπάρχει και στο εξώφυλλο του δίσκου. Ταυτόχρονα η διάθεσή μας φέτος είναι πάρα πολύ ρυθμική. Πρώτον διότι παίζουμε με έναν ντράμερ που μας αρέσει πάρα πολύ, τον Σωτήρη Ντούβα και θέλουμε να αναπτύξουμε τις ρυθμικές πλευρές όλων των τραγουδιών (παλιών και νέων). Τώρα πού θα καταλήξει δεν ξέρω, επειδή είμαστε ακόμα στις πρόβες. Σε δέκα μέρες όλο αυτό μπορεί να έχει και τίτλο...
- Διαβάσαμε ότι σκοπεύετε να διαμορφώσετε το χώρου του Μετρό για τους όρθιους. Δηλαδή;
Θα περιοριστούν αρκετά τα τραπέζια. Θα είναι μέχρι την μέση του χώρου και στο πάνω μέρος. Γύρω-γύρω θα υπάρχουν σταντ για να πίνεις το ποτό σου. Θέλαμε να γίνει πιο… κλαμπίστικος χώρος. Δηλαδή, αυτό που δεν μου άρεσε πέρυσι ήταν αυτή η «τραπεζίλα» που σε οδηγεί και να μιλάς πάρα πολύ, να αισθάνεσαι σαν να βρίσκεσαι σε μια συνεστίαση.
- Η παράσταση που μας παρουσίασες πέρσι στο Μετρό με τίτλο Big Band ήταν ένα θαρραλέο εγχείρημα, με την έννοια ότι άλλαξες και ήχο και τρόπο που παρουσιάζεις τα πολύ γνωστά σου τραγούδια. Πώς πήγε τελικά; Το φοβόσουν;
Ναι, φοβόμουν πάρα πολύ. Αρχικά, όταν κάναμε πρόβες δεν φοβόμουν καθόλου, μου άρεσε πολύ, γιατί ο τρόπος που έπαιζε ο Γιώργος Κατσάνος τα κομμάτια, ο τρόπος που ξανοιγόμουν στην κιθάρα ήταν πάντα δημιουργικός και απ’ την αρχή ως το τέλος με ενθουσίαζε. Ήμουν σίγουρος για αυτό ότι είναι κάτι που μου αρέσει. Τις τελευταίες μέρες όμως που πήγαμε να στήσουμε στο Μετρό, αισθανόμουν πιο εκτεθειμένος από ποτέ. Αισθανόμουν ότι θα ήμαστε «γυμνοί» όντας μόνο οι τρεις μας στη σκηνή. Μάλιστα την πρώτη μέρα δεχτήκαμε αρκετά μεγάλη επιθετικότητα. Δηλαδή αυτοί που έμπαιναν στα καμαρίνια, γνωστοί και άγνωστοι, έλεγαν «δεν μου άρεσε καθόλου, δεν το καταλαβαίνω αυτό...», αλλά από τη δεύτερη μέρα αυτό άλλαξε και ήταν σαν να δημιουργήθηκε ένα καινούργιο κοινό, ένα κοινό της παράστασης και έγινε και επιτυχία. Πάντως πάνω στη σκηνή αισθανόμουν ότι κάνω ακριβώς αυτό που θέλω.
- Πώς φαντάζεσαι την ιδανική μουσική σκηνή; Ιδανική και για αυτόν που παίζει αλλά και για τον θεατή. Θα ήταν σαν αυτό που θα κάνεις φέτος;
Θα προσπαθήσουμε φέτος να το κάνουμε κοντά σ’ αυτό που θέλω. Μ’ αρέσουν πολύ οι χώροι που έχουν αντίστοιχη ατμόσφαιρα με αυτό που παίζουν. Νομίζω ότι το μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η αναντιστοιχία. Στους περισσότερους χώρους, ενώ πάνω στη σκηνή βλέπεις κάτι ωραίο με ατμοσφαιρικούς φωτισμούς ωραίο στυλ κλπ, κάτω βλέπεις κάτι τελείως άσχετο. Θα μου άρεσε πάρα πολύ να παίζουμε σε χώρους που το σκηνικό της παράστασης να είναι σκηνικό και των τραπεζιών. Απλά σπανίως γίνεται γιατί σπανίως υποστηρίζεται οικονομικά και από τους μαγαζάτορες και από τον κόσμο.
- Στις ζωντανές εμφανίσεις συνηθίζεις να προλογίζεις τα περισσότερα τραγούδια σου λέγοντας ποιά ιστορία κρύβεται πίσω τους. Γιατί το κάνεις αυτό;
Για διάφορους λόγους. Ο πρώτος είναι ότι μου σπάει την αμηχανία εκείνη την ώρα. Θέλω να αποκτήσω μια σχέση με το ακροατήριο. Θέλω να δω τα πρόσωπα, να δω πώς αντιδρούν, ποιοι κάθονται εδώ, ποιοι κάθονται εκεί, τι τύπου άνθρωποι έχουν έρθει, και αυτές οι ιστορίες αφυπνίζουν λίγο την παιδική τους πλευρά, μου τους κάνουν πιο οικείους. Απ’ την άλλη μου αρέσει και μένα αυτό, έχω μέσα μου μια πλευρά… story teller. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, όταν ξεκίνησα να τραγουδάω το ’95 δίπλα στον Ορφέα Περίδη και ήμουν ένα άγνωστο παιδί 23 χρόνων που ανέβαινε ξαφνικά στο πάλκο, έπρεπε να πω μια ιστορία για να τραβήξω το ενδιαφέρον του ακροατή. Δεν υπήρχε τότε τόσο αυτού του είδους το αφηγηματικό τραγούδι.
- Υπάρχουν τραγούδια σου που να γνώρισαν μεγάλη απήχηση στο κοινό χωρίς να το περιμένεις και το αντίστροφο;
Ναι, και τα θεωρούσα και κακά τραγούδια κιόλας. Δηλαδή το «Θέλω να σε ξεπεράσω» ήταν ένα τραγούδι το οποίο το έγραψα κλειδωμένος σ’ ένα γραφείο συνεδρίων της Sony Music γιατί έπρεπε να γράψω ένα κομμάτι λίγο πιο βατό από τα υπόλοιπα. Τους πήγα το «Χάλια», το «Εκείνη», τον «Φώτη» και φρίκαραν! Μου είπαν για το «Εκείνη» ότι έχει τρομερά μονότονη και επαναλαμβανόμενη μελωδία και ένα στίχο γιγάντιο και ότι ήθελαν ένα τραγούδι που να έχει air play. Κι έτσι έγραψα το «Θέλω να σε ξεπεράσω» και το αντιπαθούσα ιδιαίτερα, δεν αισθανόμουν να μου χτυπάει καμιά χορδή όταν το έλεγα. Αντίθετα, πίστευα πολύ στ' άλλα κομμάτια. Ευτυχώς αργότερα έγιναν και αυτά γνωστά…
- Στο «Εκείνη» λες «έχω βγάλει και δίσκο και πάλι δεν βρίσκω εκείνο που θελα». Μετά από πολλούς δίσκους, τελικά το βρήκες;
Όχι, πάλι χάθηκε στην πορεία (γέλια). Μικρός αυτό πίστευα ότι θα μου συμβεί. Όταν ήμουν 13 και έπαιζα κιθάρα και κάναμε και γκρουπ κι όλα αυτά, η μεγάλη φιλοδοξία ήταν να κάνουμε ένα δίσκο. Ότι και καλά αυτό θα είναι μια τρομερή δικαίωση. Ξέρεις, τίποτα... Βγαίνει ένας δίσκος, παγώνει ένα χρόνο, μετά μεγαλώνεις και τίποτα… Ευτυχώς είχα την τύχη να κάνω 6 στούντιο δίσκους. Ε αυτό το πράγμα είναι ευχάριστο, αλλά δεν λύνει κανένα απ’ τα αδιέξοδα δυστυχώς!
- Ο νέος σου δίσκος έχει ήδη πάρει εξαιρετικές κριτικές. Διαβάζεις κριτικές; Σε απασχολούν;
Ναι, διαβάζω. Κάποιες με στεναχωρούν βέβαια, ακόμα και καλές, γιατί νιώθω ότι ο άλλος με επαινεί με υπερβολή. Μια υπερβολικά καλή κριτική με έναν ιδιαίτερο τρόπο γραμμένη μπορεί να μου προξενήσει μετά προβλήματα... Γενικά εννοείται ότι είμαι πολύ περίεργος να δω τι αντίκτυπο έχει ο δίσκος. Και όντως όταν κάποιος γράφει πολύ εύστοχα πράγματα και με αγάπη και έχει μπει σωστά μέσα σ’ όλο αυτό το πράγμα, αισθάνομαι πάρα πολύ καλά. Επίσης, αν κάποιος πει κάτι πάρα πολύ αυστηρό και έχει ένα point, μετά το υιοθετώ. Αισθάνομαι τυχερός που το διάβασα. Απ’ την άλλη μου ‘χει τύχει μες στα χρόνια να διαβάσω και εκ του πονηρού κείμενα, επιθετικά προς αυτό που κάναμε και υπερβολικά διθυραμβικά τα οποία με στεναχωρούν ή μου προξενούν προβλήματα. Δεν είμαι ο τύπος που αγοράζει όλα τα έντυπα ή κάνει googling συνέχεια να δει τι γράφτηκε γι’ αυτόν. Συνήθως φίλοι μού λένε "να διαβάσεις αυτή την κριτική" ή "αυτό το άρθρο" γιατί έχει ενδιαφέρον..
- Φαίνεται πως έχεις μεγάλη αγάπη για τον κινηματογράφο. Θα ήθελες να μας προτείνεις κάποιες ταινίες που θεωρείς σημαντικές;
Νομίζω ότι σήμερα θα έπρεπε να δει κανείς μια ταινία του 1950, Η λεωφόρος της Δύσεως. Είμαι «Γουντιαλενικός» και μια όχι και τόσο γνωστή ταινία του, που την προτείνω πάντα σε φίλους, είναι το Zelig, την οποία θεωρώ και επίκαιρη. Από την τελευταία δεκαετία οι δύο αγαπημένες μου ήταν το Ντόνι Ντάρκο και H αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού. Το 8½ του Φελίνι είναι επίσης αγαπημένη μου ταινία. Με το που τη βλέπω θέλω να γράψω μουσική!
- Θα έγραφες ποτέ μουσική για κινηματογράφο;
Ναι, με χαρά. Έχω γράψει μόνο σε δύο μικρού μήκους. Το ευχαριστήθηκα πάρα πολύ και έχω μια αντίληψη του πώς θα μπορούσε να είναι μια κινηματογραφική μουσική με ενδιαφέρον. Αν μου γίνει κάποια ενδιαφέρουσα πρόταση θα την δεχτώ οπωσδήποτε!
info
Ο Φοίβος Δεληβοριάς στο Μετρό από 28/1 (Δελτίο Τύπου εδώ. Διαγωνισμός MG για προσκλήσεις: κλικ)
Άρθρο μας για το νέο δίσκο του Φοίβου Δεληβοριά "Ο Αόρατος Άνθρωπος": κλικ