Η Κατερίνα Μακαβού είναι μια ενδιαφέρουσα μουσικός που κυκλοφορεί τις δουλειές της από το 2008. Μετά τον δεύτερο δίσκο της το 2012 («Άλλη Μια Ώρα») ακολούθησαν συναυλίες και συμμετοχές σε εγχειρήματα όπως το Black Light Project που αποτυπώθηκε και δισκογραφικά το 2018 («Μαύρο Φως»). Πριν από μερικές εβδομάδες κυκλοφόρησε ψηφιακά ο τρίτος προσωπικός της δίσκος της Κατερίνας Μακαβού με τίτλο «Άνθρωποι». Περιλαμβάνει διάφορες ιστορίες του σήμερα και του χθες μέσα από την ταλαντούχα ματιά της τραγουδοποιού. Με αφορμή τον δίσκο αυτό, που πλέον είναι διαθέσιμος και σε CD, ρωτήσαμε την Κατερίνα Μακαβού για το μουσικό παρελθόν της, τα του νέου δίσκου αλλά και τη ματιά της για το καλλιτεχνικό «γίγνεσθαι» στην Ελλάδα της πανδημίας.
MixGrill: Αν και έχουμε παρακολουθήσει παλαιότερες συνεντεύξεις σου, θα θέλαμε να ξεκινήσουμε λίγο από την αρχή. Η επαγγελματική σου σχέση με τη μουσική, μετράει περίπου δύο δεκαετίες αν δεν κάνουμε λάθος. Υπήρξε κάποια στιγμή, κάποια αφορμή ίσως που αποφάσισες πως πλέον θα προσπαθείς να βιοπορίζεσαι από τη μουσική; Έχει γίνει πιο δύσκολο αυτό σήμερα συγκριτικά με όταν ξεκίνησες;
Κατερίνα Μακαβού: Όταν ξεκινάει κάποιος την ενασχόληση με τη μουσική, δεν νομίζω να έχει στο μυαλό του ότι αυτό μπορεί να το κάνει βιοποριστικά ή όχι. Ξεκίνησα με πολλή αγάπη για τη μουσική και μεγάλη ανάγκη να τραγουδάω και να παίζω ζωντανά. Κάποια στιγμή άρχισα να μπορώ να βιοπορίζομαι και για κάποια χρόνια μετά εξακολουθούσε αυτό να συμβαίνει. Πλέον τα πράγματα έχουν έρθει τελείως ανάποδα. Πολύ δύσκολα κάποιος μπορεί να ζει από αυτό αποκλειστικά. Πρέπει να έχει και κάποιο άλλο επάγγελμα ή να έχει άλλες καβάτζες. Η κατάσταση αυτή άρχισε να γίνεται δύσκολη πολύ πριν την πανδημία. Από την οικονομική κρίση ήδη. Τώρα με τις παρούσες συνθήκες και αυτοί που άντεχαν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, ψάχνουν πλέον άλλη εργασία.
MG: Από τότε που ξεκίνησες, στον απόηχο ίσως της ακμής της δισκογραφίας και της χρυσής εποχής της μουσικής, τι θεωρείς πως άλλαξε προς το καλύτερο και τι προς το χειρότερο;
ΚΜ: Τη χρυσή εποχή της δισκογραφίας η αλήθεια είναι ότι δεν την πρόλαβα. Ξεκίνησα δισκογραφικά στο τέλος αυτής της περιόδου και στο κύκνειο άσμα των μεγάλων δισκογραφικών εταιριών. Ένα κομμάτι της μουσικής που έχει προχωρήσει πολύ είναι ότι πλέον τα μέσα που έχει κάποιος στη διάθεσή του για να φτιάξει μουσική σε επίπεδο παραγωγής είναι τεράστια. Μπορείς να δημιουργήσεις πολύ καλές παραγωγές από το δωμάτιο του σπιτιού σου. Η μουσική μπορεί να ταξιδεύει ελεύθερα στο διαδίκτυο και να διατίθεται από τον καλλιτέχνη, απευθείας στον ακροατή. Όλα αυτά υπήρχαν φυσικά και πριν αρκετά χρόνια, απλά πλέον αυτό το κομμάτι έχει ανοίξει ακόμα περισσότερο.
MG: Τι ακούσματα είχε η μικρή Κατερίνα από το σπίτι της και μέχρι να αρχίσει να ασχολείται με τη μουσική επαγγελματικά; Μια γεύση πήραμε με «Το Κορίτσι Π’ Αγαπώ», ένα πολύ παλιό τραγούδι των Γιάννη Πολίτη και Γιώργου Μουζάκη. Και πώς τα ακούσματα έχουν πλέον διαμορφωθεί στον ελεύθερο χρόνο που απολαμβάνεις τη μουσική ως ακροατής;
ΚΜ: Πολλά ακούσματα, άπειρα. Θεοδωράκης, Μαρία Δημητριάδη, Αττίκ, Γούναρης... Όλη η σχολή του ελαφρού τραγουδιού, μαζί με το πολιτικό τραγούδι της εποχής του '70, ήταν τα ακούσματα που είχα από την πλευρά της μαμάς μου. Cure, Depeche Mode, Class, David Bowie και γενικά η new wave σκηνή, από τις μεγάλες μου αδερφές. Η δική μου η εφηβεία ήταν συνυφασμένη με την εποχή της grunge σκηνής του Σιάτλ, ενώ αργότερα ανακάλυψα τη μεγάλη μου αγάπη για την αμερικάνικη folk, για τον Leonard Cohen, τον Nick Drake, τους Doors, τους Beatles και τους Stones, τους Radiohead, τους τωρινούς και υπέροχους Other Lives, την Aldous Harding, τον Elvis Costello που μόλις κυκλοφόρησε καινούργιο καταπληκτικό δίσκο και τόσα άλλα που μπορώ να γράφω για ώρες.
MG: Εκτός από δικά σου τραγούδια, στον δίσκο συμπεριλαμβάνονται και πάλι μερικά του Θανάση Dzingovic, ο οποίος είναι σταθερός συνεργάτης στους δίσκους σου. Πώς ξεκίνησε και πώς έχει εξελιχθεί η δημιουργική σας σχέση όλα αυτά τα χρόνια;
ΚΜ: Ο Θανάσης είναι ένας άνθρωπος που συγκαταλέγεται περισσότερο πια στον «οικογενειακό» μου κύκλο, παρά σε ένα κύκλο συνεργατών. Γνωριζόμαστε από τα εφηβικά μας χρόνια και ξεκινήσαμε μαζί την πορεία μας στον χώρο αυτό. Συμβαδίσαμε πολλά χρόνια παράλληλα, εξελιχθήκαμε αλλά και αλλάξαμε ο καθένας ξεχωριστά. Όπου και όταν υπάρχει ωραία αφορμή να φτιάξουμε κάτι μαζί, νομίζω πως το κάνουμε και οι δυο με χαρά.
MG: Συνδράμουν επίσης σε στίχους ή μουσική οι Νίκος Ξαρχάκος και Γιάννης Ευθυμιάδης. Σε κάθε δίσκο σου έχεις φιλοξενήσει τραγούδια άλλων συναδέλφων σου. Υπάρχει κάτι ξεχωριστό που κρατάς από τις πρόσφατες αυτές συνεργασίες;
ΚΜ: Είναι εξαιρετικοί και οι τρεις άνθρωποι που συμμετέχουν. Ο καθένας με το δικό του ύφος ωστόσο. Με τον Νίκο γνωριστήκαμε μέσα από τη «Βόλτα» του, όταν πριν κάποια χρόνια μου την είχε στείλει να την ακούσω. Μου άρεσε πολύ και αυτός είναι ο λόγος που τη συμπεριέλαβα μέσα στον δίσκο. Ο Γιάννης είναι άνθρωπος δικός μου, της «οικογένειας» και αυτός. Μου άρεσαν τα τραγούδια του από παλιά και γι' αυτό αποφάσισα σε αυτή τη δουλειά να του προτείνω να συμμετέχει. Τους ευχαριστώ πολύ και ελπίζω να ξανά προκύψουν και άλλα τέτοια ωραία.
MG: Στο ίδιο κλίμα, θα μπορούσες να μας πεις τρεις μουσικούς που σε επηρέασαν σε επίπεδο τραγουδοποιίας, τρεις ερμηνευτές σε επίπεδο ερμηνευτικής έκφρασης αλλά και τρεις συναδέλφους σου που θα ήθελες να συνεργαστείς πάνω ή κάτω από τη σκηνή;
ΚΜ: Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη αν αυτό που έχω εγώ στο μυαλό μου, το αντιλαμβάνεται και ο άλλος ακούγοντάς με, ή ακούγοντας τα τραγούδια που φτιάχνω. Είναι άλλωστε τόσα πολλά αυτά που με έχουν επηρεάσει νομίζω. Αν πρέπει όμως να πω κάτι οπωσδήποτε και πάντα μέσα από τη δική μου οπτική, αυτοί είναι οι Leonard Cohen, Nick Drake, Αττίκ και Δανάη Στρατηγοπούλου, Χατζιδάκις, Joni Mitchell... Είχα τη χαρά μέσα στα χρόνια να συνεργαστώ με καλλιτέχνες που θαύμαζα αλλά και εκτιμούσα πολύ. Με τον Φοίβο Δεληβοριά συνυπάρξαμε μαζί στη σκηνή όταν τον φώναξα ως καλεσμένο σε μία δική μου συναυλία. Πάντα χαίρομαι να τον ακούω και για τα όμορφα που κάνει αλλά και για αυτό που είναι ο ίδιος ως άνθρωπος, όσο λίγο τον γνωρίζω, και θα ήθελα πολύ να ξαναβρεθούμε μουσικά με μια ωραία και ενδιαφέρουσα αφορμή. Επίσης, ο Παναγιώτης Καλατζόπουλος είναι ένας άνθρωπος που εκτιμώ τόσο για το μουσικό του έργο όσο και για την αισθητική του, ο Γιάννης Παπαγεωργίου επίσης, που συμμετείχε ως μουσικός στον καινούργιο μου δίσκο, η Κατερίνα Πολέμη που δεν έχουμε ποτέ συνεργαστεί αλλά νιώθω ότι για κάποιο λόγο μας ενώνουν μουσικά πολλά πράγματα.
MG: Οι «Άνθρωποι» κυκλοφορησαν ίσως σε μια απαισιόδοξη περίοδο για τον πολιτισμό στην Ελλάδα. Μια ερώτηση που έχεις ήδη απαντήσει είναι το αν σε προβλημάτισε το αν εν τέλει θα εκδοθεί όντως ο δίσκος ή όχι. Η ερώτηση που θα θέλαμε όμως να σου θέσουμε είναι τι πρακτικά βήματα μπορείς εν προκειμένω να κάνεις ώστε οι «Άνθρωποι» να μην καταλήξουν να στέκονται σε μια σκοτεινή γωνιά του διαδικτύου την εποχή που οι ζωντανές παρουσιάσεις εκλείπουν;
ΚΜ: Ο δίσκος πια είναι εκεί έξω διαθέσιμος για όλους. Σίγουρα η παρουσίασή του σε ζωντανές συναυλίες θα του έδινε μια παραπάνω ορμή και μία πιο ισχυρή παρουσία. Ωστόσο, τα τραγούδια είναι εκεί έχοντας τη δική τους δύναμη και αυτό που χρειαζόμαστε εμείς στη δεδομένη χρονική στιγμή είναι η στήριξη των ακροατών. Οι δίσκοι μας είναι το μόνο ζωντανό πράγμα αυτή τη στιγμή από εμάς, όπως και το μόνο έσοδο. Εμείς φτιάχνουμε έναν δίσκο και τον επικοινωνούμε όπως μπορεί ο καθένας.
MG: Μάλιστα ήδη πάνω από 700 τραγουδιστές συμπεριλαμβανομένης και εσού, έχουν συνυπογράψει επιστολή με αιτήματα προς την πολιτεία, ώστε να ληφθεί έστω και αργά κάποια μέριμνα. Σε άλλες χώρες υπάρχουν παραδείγματα που προστατεύτηκε και αυτή η μερίδα του πληθυσμού. Ποιος πιστεύεις πως είναι ο λόγος που πλέον σε μια χώρα με τέτοια πολιτισμική κληρονομιά ο πολιτισμός και οι λειτουργοί του αντιμετωπίζονται μόνιμα ως μια περιττή πολυτέλεια;
ΚΜ: Η απαξίωση αυτή που είδαμε όλοι τους τελευταίους μήνες, δεν ξεκίνησε τώρα. Πάντα συνέβαινε η τέχνη να θεωρείται μη απαραίτητο αγαθό των ανθρώπων, όπως και να μην λογαριάζεται ως εργασία. Αν θέλουμε να το πιάσουμε από τα έγκατα, θα πούμε πως ό,τι αφυπνίζει το πνεύμα των ανθρώπων είναι επικίνδυνο όπως επίσης και δύσκολα διαχειρίσιμο.
MG: Καταλαβαίνουμε πως αν και μετράς αρκετά χρόνια στη μουσική, ανήκεις στη νέα γενιά τραγουδοποιών που δεν γνώρισαν την χρυσή εποχή της δισκογραφίας. Από συζητήσεις λοιπόν με συναδέλφους αλλά και πολύ περισσότερο από προσωπική πείρα ποια είναι αυτή η ανάγκη πιστεύεις που αποτελεί σήμερα έμπνευση και κίνητρο για δημιουργία; Ποια είναι θα έλεγε κανείς η κύρια «ανταμοιβή» του μουσικού/τραγουδιστή πλέον;
ΚΜ: Η ανάγκη για δημιουργία αποτελεί κομμάτι της ύπαρξης ενός δημιουργού. Είναι η ίδια του η φύση. Δεν ξέρω τι είναι κάθε φορά αυτό που την τροφοδοτεί. Ούτε για τον ίδιο μου τον εαυτό δεν το γνωρίζω. Οι συνθήκες της ζωής του, τα γύρω γύρω του; Τα μέσα του; Όλα αυτά μαζί προφανώς. Θέλει μία ευαισθησία η δημιουργία, θέλει συναισθήματα και κεραίες ανοιχτές. Όταν φτιάξεις κάτι νιώθεις αυτόματα μία ανακούφιση... Τα είπα, λες. Όταν αυτό μετά που έχεις δημιουργήσει μπει στα στόματα των ανθρώπων, όταν νιώσεις ότι αφορά και άλλους εκτός από εσένα, τότε καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι μόνος. Είσαι μαζί με κάποιους ακόμα.
MG: Πάνε περίπου τρία χρόνια από τότε που ξεκίνησαν οι ηχογραφήσεις του δίσκου. Υπάρχει κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια υλοποίησης του δίσκου εν γένει που να έχει χαρακτεί στη μνήμη σου;
ΚΜ: Η στιγμή των μίξεων που πια ακούς κάτι πολύ κοντά στο τελικό αποτέλεσμα, ήταν νομίζω αυτή που θυμάμαι να χαμογελάω με χαρά. Επίσης όταν περάσαμε το ηχητικό απόσπασμα με τη φωνή της μητέρας μου, ηχογραφημένη από το κινητό μου, σαν εισαγωγή στο πολύ αγαπημένο μου «Το Κορίτσι Π' Αγαπώ».
MG: Όταν λοιπόν ένας δίσκος ή γενικότερα κάποιο πρότζεκτ κάνει αρκετό καιρό να υλοποιηθεί, το τελικό αποτέλεσμα κατά πόσο είναι πιστό στην πρωταρχική έμπνευση; Τα τραγούδια όταν τα πρωτοσυνθέτατε ίσως σε κάποια μορφή demo ακόμη, ήταν σε παρόμοια αισθητική με αυτά που ακούμε στο δίσκο; Ή συμβαίνει πολλές φορές με την τελειομανία που επιτάσσει το ανταγωνιστικό κλίμα της σύγχρονης δισκογραφίας, η αισθητική να αλλάζει άρδην;
ΚΜ: Ο δίσκος ξεκίνησε όντως πριν από περίπου τρία χρόνια, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δουλεύαμε συνεχόμενα όλο αυτό τον καιρό. Υπήρξαν μεγάλα διαστήματα παύσης. Σε ότι έχει να κάνει με την πρωταρχική μορφή των τραγουδιών που με ρωτάτε, κατά ένα μεγάλο ποσοστό ήταν έτοιμα ήδη από τα αρχικά demo, οπότε δεν άλλαξαν πολλά πράγματα. Πάντα ακούω το μέσα μου και τους συνεργάτες που έχω επιλέξει κάθε φορά να πλαισιώσουν μία δουλειά μου, για το τελικό αποτέλεσμα και όχι το τι επιτάσσει το κλίμα γύρω μου.
MG: Ο νέος δίσκος μόλις κυκλοφόρησε και σε φυσική μορφή. Μια εποχή που πάρα πολλοί συνάδελφοι σου επιλέγουν αποκλειστικά ηλεκτρονικές κυκλοφορίες, τι σε κάνει να επιμένεις στην κλασσική μορφή του CD;
ΚΜ: Ο δίσκος μόλις μας ήρθε και σε φυσικό προϊόν (CD) και είναι πια διαθέσιμος στην σελίδα μου στο Bandcamp, καθώς και στα δισκοπωλεία. Τι να σου πω, να σου πω ότι δεν χάρηκα που το είδα χειροπιαστό; Το κρατάς στα χέρια σου και είναι εκεί ζωντανό, αυτή είναι η διαφορά!
MG: Κλείνοντας, μιας και δεν έχουμε ζωντανές εμφανίσεις να δώσουμε «ραντεβού», πώς σκοπεύεις να κινηθείς καλλιτεχνικά τους επόμενους αβέβαιους μήνες;
ΚΜ: Αναμένω και εγώ όπως όλοι οι συνάδελφοί μου τις εξελίξεις. Ελπίζω και εύχομαι να βγούμε όλοι γρήγορα και πάνω από όλα με υγεία από όλο αυτό. Υπάρχουν σκέψεις για μία διαδικτυακή παρουσίαση των «Ανθρώπων» αν τα πράγματα αργήσουν πολύ να επιστρέψουν σε κανονικές συνθήκες. Κατά τα άλλα βιώνω μια αρκετά δημιουργική φάση γράφοντας ήδη καινούργια τραγούδια.