Longlegs
(Osgood Perkins)
Βαθμολογία:
6,5
Μια νεαρή πράκτορας του FBI επιστρατεύεται από το διευθυντή και μέντορά της για να βοηθήσει στη διερεύνηση μιας σειράς ανεξιχνίαστων δολοφονιών. Στοιχειωμένη από παλαιότερα οικογενειακά τραύματα, εμβαθύνει σε έναν τρόμο που εκτυλίσσεται σε γκρίζες, μικρές πόλεις της βαθιά συντηρητικής και θρησκευόμενης Αμερικής, πλησιάζοντας όλο και πιο κοντά σε έναν τρομακτικό δολοφόνο.
Σε σκηνοθεσία Osgood Perkins (γιός του Anthony Perkins), το Longlegs ξετυλίγεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μια εποχή που αποδίδεται εντυπωσιακά από τον υπεύθυνο φωτογραφίας Andres Arochi. Η ταινία κινείται αργά, βυθίζοντας την πρωταγωνίστρια πράκτορα του FBI Lee (Maika Monroe), σε μια άβυσσο. Της έχει ανατεθεί να εξετάσει μια σειρά από φόνους οικογενειών, περιπτώσεις στις οποίες ένας πατέρας σκοτώνει τη γυναίκα και τα παιδιά του και στη συνέχεια αυτοκτονεί. Αυτές οι περιπτώσεις συνδέονται μυστηριωδώς με σημειώσεις γραμμένες σε κώδικα που βρίσκονται σε κάθε τόπο του εγκλήματος. Το αφεντικό της Lee (Blair Underwwod) προσπαθεί να καταλάβει τη σύνδεση —ίσως υπάρχει κάποιος δολοφόνος εκεί έξω, που με κάποιο τρόπο πείθει αυτούς τους άντρες να κάνουν τις δολοφονίες για λογαριασμό του.
Το πρώτο μισό της ταινίας περιλαμβάνει μια σειρά από δυνατές εικόνες που περιστασιακά διακόπτονται, με τρομακτικό τρόπο, από έναν γδούπο στην πόρτα ή μια φιγούρα που σχεδόν διακρίνεται στην οθόνη στο σκοτάδι. Ο Osgood μπορεί να μιμείται προηγούμενες και καλύτερες ταινίες («Η Σιωπή Των Αμνών») αλλά το κάνει καλά. Όλο το πρώτο μέρος του "Longlegs" —η ταινία χωρίζεται σε τρία κεφάλαια— υπόσχεται κάτι μεγάλο και τρομακτικό. Το τρίτο και τελευταίο μέρος όμως δεν δικαιώνει τις προσδοκίες, με αναφορά σε σατανικές πρακτικές, ψυχολογικά ασταθείς γονείς και τραβηγμένες ιδέες, που τελικά καταλήγουν σε ένα μπερδεμένο αποτέλεσμα.
Το κρυμμένο ατού της ταινίας (όπως η φοβερά πετυχημένη προώθηση της τόνισε) είναι η παρουσία του Nicolas Cage στον ρόλο του ψυχρού δολοφόνου Longlegs, αγνώριστου κάτω από στρώσεις make up, περούκας και προσθετικών. Τριγυρίζει, βρυχάται, γελάει και τραγουδά (με μια περίεργή εμμονή στον Marc Bolan και τους T-Rex, μουσική που η αλήθεια είναι δεν παραπέμπει σε τρομακτικές καταστάσεις), παίζοντας με τον τρόπο που περιμένεις από αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο ηθοποιό. Αλλά κάπου χάνεται και καταλήγει να φαντάζει περισσότερο σαν καρικατούρα, παρά σαν ένας σατανικός δολοφόνος.
Με μια τελική σκηνή που διχάζει και αφήνει τον θεατή μετέωρο, το "Longlegs" είναι σίγουρα καλογυρισμένο, αλλά περισσότερο κενό από όσο θα έπρεπε.
Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ (The Shawsank Redemption)
(Frank Darabont)
Βαθμολογία:
8,5
Παρόλο που έχει αναγνωριστεί εκ των υστέρων ως μια από τις πιο αγαπημένες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ από θαυμαστές και κριτικούς, παρόλο που κέρδισε επτά υποψηφιότητες για Όσκαρ, παρόλο που εξακολουθεί να μεταδίδεται τακτικά τηλεοπτικά (τακτικά ανακηρύσσεται η καλύτερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ από ιντερνετικές σελίδες για τον κινηματογράφο), το «Τελευταία Έξοδος Ρίτα Χέιγουορθ» πάτωσε στο παγκόσμιο box office όταν έκανε το ντεμπούτο του το 1994. Τριάντα χρόνια μετά, η έξοδος της ταινίας στα σινεμά για άλλη μια φορά μάς υπενθυμίζει τη σπουδαιότητά της.
Βασισμένη σε μια νουβέλα του Stephen King (από το ίδιο βιβλίο με το «Στάσου Πλάι Μου»), στην ταινία ο Tim Robbins υποδύεται τον Andy, έναν τραπεζίτη που μπαίνει στη φυλακή για το φόνο της γυναίκας του και του εραστή της. Ο δικαστής που τον καταδικάζει τον βρίσκει «ιδιαίτερα αμετανόητο και παγωμένο άνθρωπο». Η μεταφορά του σε φυλακές ύψιστης ασφάλειας συνοδεύεται από περιστατικά κακοποίησης, εγκλεισμού στην απομόνωση και σταδιακής αποστασιοποίησης του.
Για καλή του τύχη γίνεται φίλος με τον Red, τον οποίο υποδύεται ο Morgan Freeman, καλά δικτυωμένος στη φυλακή, ικανός να σου βρει ό,τι θελήσεις. Αισθάνεται δέος από το χαρακτήρα και την εσωτερική αποφασιστικότητα του Andy, που προσπαθεί να αξιοποιήσει στο έπακρο την τραγική κατάσταση που βιώνει. Οι λογιστικές ικανότητες τού είναι χρήσιμες, και αρχίζει να κρατάει τα λογιστικά των φρουρών και να ξεπλένει χρήματα για το διεφθαρμένο διευθυντή των φυλακών. Αυτό του δίνει την προνομιούχο δουλειά του βιβλιοθηκονόμου. Τελικά, ο Andy εξασφαλίζει χρήματα από κρατικούς φορείς, για να φτιάξει την καλύτερη βιβλιοθήκη φυλακών που έχει γίνει ποτέ.
Ενώ οι χαρακτήρες είναι πιστευτοί και το σενάριο εξαιρετικό, η κινηματογράφηση κάνει τελικά την ταινία να μένει στη μνήμη των θεατών. Οι χοντροί τοίχοι, οι επιβλητικοί φράχτες και οι περιορισμένοι χώροι των κελιών αναπαριστούν την καταπίεση και έλλειψη ελευθερίας. Οι δεσμοφύλακες, ανελέητοι, βαδίζουν με τις μπότες τους να ακούγονται σε κάθε πλάνο, με τις βαριές μπάρες που ανοίγουν και κλείνουν δυνατά να ενισχύουν την αίσθηση εγκλεισμού στις χωρίς διαφυγή ζωές των κρατουμένων.
Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Frank Darabont ευτύχησε να έχει αξέχαστες ερμηνείες από τους Morgan Freeman και Tim Robbins ως αδελφές ψυχές που υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον ενώ περνούν δύσκολες στιγμές. Ο Red βλέπει την ελπίδα ως ένα επικίνδυνο πράγμα που μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο στην τρέλα, αλλά ο Andy πιστεύει ότι είναι το καύσιμο που τον κρατά ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες. Το «Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ» είναι ένας φόρος τιμής στην ελπίδα ως βασική ιδιότητα της ψυχής, με ένα πραγματικά αξέχαστο τέλος.