Ήτανε μια από κείνες τις άχαρες Κυριακές που τέσσερα παιχνίδια της «σούπερ λίγκας» λήξανε 0-0, ο ήλιος ήτανε κρυμμένος όλη μέρα πίσω από μια χλομή μουντάδα και η κουφόβραση έκανε το πουκάμισο να κολλάει πάνω μου σαν εφοριακός. Ιδανική βραδιά για τα υπαρξιακά blues του Hugo Race δηλαδή. Φύγαμε για το Drugstore!
Το Drugstore ξεκίνησε να φιλοξενεί μικρά αλλά ενδιαφέροντα live με μικρό εισιτήριο και μέσα στο μήνα θα δούμε εκεί τους Monochrome Set, τον Martyn Bates των Eyeless in Gaza και τον Stuart Moxham των Young Marble Giants. Όλα περασμένα μεγαλεία δηλαδή αλλά γιατί όχι; Και με 12 ευρώ εισιτήριο στην προπώληση είναι ωραία φάση. Χρειαζόμαστε περισσότερα τέτοια σ’ αυτή την πόλη, κάτι πέρα απ’ την επισημότητα των παραδοσιακών συναυλιακών χώρων ή τα πλαστικά τρέντι στέκια. Μου άρεσε που έβλεπα τον κυρ Hugo να σουλατσάρει ανάμεσα στον κόσμο, μου άρεσε που όλοι ήταν εκεί για τη μουσική και όχι επειδή τους έστειλε το τάδε φριπρές, μου άρεσε που οι μπίρες ήτανε φτηνές και τις έβαζε ο Κούλης και όχι κάποιο αγενές μυστακοφόρο χιπστερόπουλο. Ήτανε πολύ intimate ρε παιδί μου, όπως λένε και στο Γκρέατ Μπρίτεν. Όπως γίνεται σε παρόμοιους χώρους στην Ευρώπη και την Αμερική, όπου θα μπορούσες να μάθεις τα επίθετα όσων ήτανε μέσα.
Την Κυριακή μέτρησα γύρω στα 40-50 άτομα. Μου είπαν ότι το προηγούμενο βράδυ είχε τόσο πολύ κόσμο που κατουριόσουνα πάνω σου μέχρι να διασχίσεις το πλήθος για να πας στο Gentlemen’s Room. Mια χαρά.
Οι Ιταλοί Sacre Cuori που ανοίγανε ήταν στην ουσία οι Fatalists, το γκρουπ με το οποίο ηχογράφησε το ομώνυμο άλμπουμ ο Μister Race. Αν θέλετε περιγραφή με δυο λόγια, θα έλεγα Americana made in Italy, ή οι μακαρονάδες Calexico, αν προτιμάτε να το θέσω πιο κομψά. Ατμοσφαιρικό, αφαιρετικό desert noir με ethnic πινελιές και τον μπαμπά Morricone ν’ αγναντεύει από μακριά. Κιθάρα, μπάσο, ντραμς. Απλά πράματα αλλά σαγηνευτικά. Ένας φίλος του mix grill μου επεσήμανε ότι το παίξιμο του κιθαρίστα θυμίζει Manuel Galban, τον Κουβανό κιθαρίστα από τους Buena Vista Social Club. Μπράβο λοιπόν στον Antonio Gramentieri (πείτε το δυνατά τρεις φορές με ιταλική προφορά και νιώστε κοσμοπολίτες).
Μετά από ένα διάλειμμα, το τρίο ανέβηκε πάλι στη σκηνή, αυτή τη φορά με τον Hugo Race στη μέση. Mετά το τέταρτο κομμάτι ένιωθα να μετανιώνω που δεν έχω εντρυφήσει περισσότερο στη δουλειά αυτού του ιδιαίτερου μουσικού. Το μινιμαλιστικό ντύσιμο των τραγουδιών αφήνει γυμνή την καπνισμένη φωνή του με τις χαμηλές οκτάβες που φέρνουν στο μυαλό τον Mark Lanegan ή τον Leonard Cohen. Σαν παλιό, καλό ουίσκι που μένει στο βαρέλι δεκάξι χρόνια για να σου ψήσει γλυκά το μυαλό και τις αισθήσεις όταν το πιείς. Έπειτα είναι κι αυτοί οι αινιγματικοί στίχοι που πότε αγκαλιάζουν το θάνατο (Fatalists γαρ) και στήνουν ολόκληρες ιστορίες γύρω από αυτόν και την ιδέα του. Και στον αντίποδα, παράξενες αγάπες που αψηφούν πεισματάρικα το θάνατο και κρύβονται σε μισοσκότεινα δωμάτια.
Η γκάμα του είναι αρκετά μεγάλη και δεν περιορίζεται στο ύφος του πνευματικού μπαμπά (ή μαφιόζου νονού, αν προτιμάτε) Nick. Ίσως ο λόγος που δεν έχουν ασχοληθεί περισσότεροι άνθρωποι μαζί του είναι η μοιραία σύγκριση και ο συσχετισμός με τον άλλο Αυστραλό τροβαδούρο του doom and gloom. Ίσως επειδή στα μάτια πολλών ένας Bad Seed δε μπορεί να σταθεί μόνος του. Όμως αυτός εδώ έχει πολλούς δικούς του κακούς σπόρους να σπείρει. Σπόρους με τίτλους όπως «Ghostwriter», «No Stereotype», «We Never Had Control», «Snowblind», «Will You Wake Up», «Too Many Zeros» που είναι μερικά από τα κομμάτια που έπαιξε σ’ αυτή τη δίωρη, σχεδόν πριβέ εμφάνιση.
Σχετικό θέμα