Αυτή τη φορά, το βίντεο κλαμπ του Mix Grill φιλοξένησε την πρώτη του ελληνική ταινία: τη Μικρά Αγγλία.
Η ταινία έκανε την εμφάνισή της στους κινηματογράφους τον Δεκέμβρη του 2013 σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη και σενάριο Ιωάννας Καρυστιάνη, η οποία έχει γράψει και το ομώνυμο βιβλίο. Η αποδοχή από το κοινό και τους κριτικούς υπήρξε μεγάλη, έτσι λοιπόν, η ομάδα μας αποφάσισε να (ξανα)παρακολουθήσει την ταινία και να καταγράψει μερικές σκέψεις. Το αποτέλεσμα δεν ήταν ομόφωνο.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Μικρά Αγγλία
Έτος παραγωγής: 2013
Διάρκεια: 160'
Σκηνοθεσία: Παντελής Βούλγαρης
Σενάριο: Ιωάννα Καρυστιάνη
Πρωταγωνιστούν: Πηνελόπη Τσιλίκα, Σοφία Κόκκαλη, Ανέζα Παπαδοπούλου, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Μάξιμος Μουμούρης, Βασίλης Βασιλάκης, Χρήστος Καλαβρούζος
Βαθμολογία imdb: 8,0
Βαθμολογία Mix Grill: 5,9/10
Η υπόθεση
Στη μεσοπολεμική Άνδρο (δεκαετία '30) -την αποκαλούμενη «Μικρά Αγγλία»- η ζωή της τοπικής κοινωνίας περιστρέφεται γύρω από την ναυτική παράδοση. Η πλειονότητα των ανδρών μπαρκάρουν, ενώ τα γυναικόπαιδα μένουν πίσω συνεχίζοντας τη ζωή τους, έχοντας όμως στο νου τον αγαπημένο (πατέρα, σύζυγο, γιο, αδερφό) που βρίσκεται μακριά. Στην οικογένεια Σαλταφέρου η απουσία του πατέρα είναι μακρόχρονη και οι δυο κόρες του, Όρσα και Μόσχα, πλησιάζουν σε ηλικία γάμου. Η μητέρα τους προετοιμάζει ενδελεχώς το έδαφος για να μην παντρευτεί καμία τους άντρα χαμηλότερης κοινωνικής τάξης. Ο καπετάνιος είναι η μόνη «επιλογή». Αρνούμενη, λοιπόν, να «δώσει το χέρι» της πρωτότοκης (Όρσα) στον φτωχό πλην εργατικό Σπύρο Μαλταμπέ, επισπεύδει τις διαδικασίες για το γάμο της με τον καπετάνιο και πλοιοκτήτη Νίκο Βατοκούζη. Μετά από λίγα χρόνια, ο Σπύρος επιστρέφει με τον τίτλο του καπετάνιου και ζητάει το χέρι της δεύτερης -αυτή τη φορά- κόρης (Μόσχας). Η μητέρα, θαμπωμένη από το κοινωνικό κύρος, δέχεται, καταδικάζοντας, ωστόσο, την οικογένεια σε ένα οικογενειακό δράμα.
Η συζήτησή έγινε μεταξύ των συντακτών: Ραφαήλ Αντωνιάδη, Ελένης Ζαρκάδα, Ορέστη Καζασίδη, Δημήτρη Καμπούρη, Παναγιώτας Κλεάνθους, Αντωνίας Κουμαντάνη, Ηρώς Μαούνη.
Μία θετική οπτική...
Η υπόθεση ομολογουμένως αποτελεί ένα ξεχωριστό στοιχείο της ταινίας. Πιθανώς η ρομαντική ιστορία να μοιάζει τετριμμένη, η διάνθισή της, όμως, με λαογραφικά στοιχεία και αναφορές στην κοινωνική ιεραρχία, της προσδίδουν άλλο κύρος. Δεν πρόκειται απλώς για ένα ακόμα love story, αλλά για την περιγραφή μιας πάλης ανάμεσα στη στεριά και τη θάλασσα, στην αγάπη και την προδοσία, στην οικογένεια και το άτομο, στο εφήμερο και το αιώνιο.
Η παρουσίαση των δύο αδερφών έγινε με τόσο ξεκάθαρο τρόπο, ώστε να αντιληφθούμε εξαρχής ότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες. Στην Όρσα δόθηκε το πορτραίτο της εύθραυστης και εσωστρεφούς προσωπικότητας, ενός αερικού που βιώνει τον κόσμο με τον δικό της τρόπο, μίας προσωπικότητας επιρρεπούς στην ψυχοπαθολογία. Αντιθέτως, η Μόσχα παρουσιάζεται εξωστρεφής, κοινωνική, πρόσχαρη και με διάθεση να εξωτερικεύσει πολύ εύκολα κάθε της συναίσθημα.
Η μουσική της Κατερίνας Πολέμη έδενε σχεδόν ερωτικά με τις σκηνές και το τοπίο και αποτέλεσε ένα από τα αγαπημένα μας στοιχεία στην ταινία. Παράλληλα, τα κοστούμια και οι αναφορές στα λαογραφικά στοιχεία τράβηξαν την προσοχή όλων μας, διότι έκαναν το αποτέλεσμα εξαιρετικά καλαίσθητο.
Στα θετικά θα συμπεριλάβουμε και την εκπληκτική φωτογραφία, η οποία αναδείκνυε την ομορφιά των πλάνων (από τα τοπία μέχρι τα ανθρώπινα πρόσωπα).
Ο πλατωνικός έρωτας της Όρσας με τον Σπύρο αποδόθηκε εξαιρετικά στην αρχή της ταινίας, στη σκηνή που βρίσκονταν στο γεφυράκι. Τόσο τα πλάνα, όσο και οι κινήσεις των ηθοποιών με την απουσία σεναρίου μετέδιδαν πληθώρα ερωτικών συναισθημάτων ανάγοντάς την ίσως και σε μία από τις πιο όμορφες σκηνές (καλύτερη από την γνωστή κραυγή της Τσιλίκα).
Η απόδοση του βιβλίου της Ιωάννας Καρυστιάνη, με το εξαιρετικό κατά τ' άλλα θέμα, σε κινηματογραφικό σενάριο (να σημειωθεί πως δεν το έχει διαβάσει κάποιος από εμάς για να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα) δεν ήταν αρκετά στοχευμένη, με αποτέλεσμα να ακούσουμε διαλόγους και κείμενα μη ρεαλιστικά για τους ανθρώπους της εποχής σε εκείνη την τοπική κοινωνία. Αυτό οδήγησε κατά κάποιο τρόπο σε ένα παίξιμο θεατρικό, την ώρα που κάποιοι ήρωες θα μπορούσαν άνετα να εντοπίζονται σε μια σκηνή του σήμερα.