
Σκαλίζοντας τα αρχεία μου το σαββατοκύριακο έπεσα σε μια συνέντευξη που είχα πάρει από τον κύριο Richard D. James, τον κύριο Aphex Twin, το 1997, λίγο πριν έρθει για μια εμφάνιση στο Ντάλας. Ήταν μια εποχή που η ηλεκτρονική μουσική είχε απλώσει τα καλώδιά της στο ευρύτερο pop κοινό, και το όνομα Aphex Twin ήταν καυτό για περισσότερα από 15 λεπτά. Μάλιστα οι New York Times είχαν αποκαλέσει το Selected Ambient Works Volume II του Richard James ''κλασική μουσική για την επόμενη χιλιετία''.
Ο Βρετανός μουσικοκριτικός Simon Reynolds είχε γράψει κάποτε ότι η ambient μουσική και το ηλεκτρονικό dub έχουν μαγική επίδραση πάνω μας επειδή αποτελούν την ''ηχώ της προσωπικής προϊστορίας μας": την εποχή που βρισκόμαστε στην κοιλιά της μάνας μας και οι ήχοι φτάνουν στο έμβρυο ενισχυόμενοι από την κοιλιακή κοιλότητα. ''Ο ρυθμός μάς ελκύει επειδή ο πρώτος ήχος που ακούς είναι ο ρυθμός των χτύπων της καρδιάς της μάνας σου,'' πρόσθεσε ο James. Ένας ρυθμός που αν μη τι άλλο μοιάζει απίστευτα με το dub.
Μου είπε ότι κυκλοφορούσε συνέχεια με ένα laptop και έγραφε διαρκώς μουσική. Τα κομμάτια του ήταν αποτέλεσμα της διάθεσης της στιγμής. Τίποτα προμελετημένο, κανένα κάλεσμα της μούσας, και οπωσδήποτε τίποτα ''κατά παραγγελία''. Πότε στοχαστική και σοβαρή, πότε παιχνιδιάρικη και παράλογη, η μουσική του Richard James ήταν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις εκείνη την εποχή.

Για ευνόητους λόγους μου ζήτησε να μη δημοσιεύσω αυτή την ιστορία. Θα ήταν δυσφημιστική για την κυρά Madonna, και δεν θα ήταν καλό για τον ίδιο τον Richard ο οποίος εκείνη την εποχή ηχογραφούσε για τη θυγατρική της Warner Brothers, την Reprise. Πάντως εμμέσως πλυν σαφώς μου είπε πως θεωρούσε τη Madonna μεγάλο νούμερο. Κι εγώ μαζί σου Richard.
Λίγες μέρες αργότερα, το περιβόητο live show του Aphex Twin ήταν γεγονός. Κανείς δεν ήξερε τι να περιμένει από το enfant terrible της βρετανικής ηλεκτρόνικα. Τι θα έκανε πάνω στη σκηνή; Πώς θα έβγαζε όλους εκείνους τους μαγικούς ήχους; Θα είχε μπάντα; Θα είχε video wall; Πώς διάολο θα ήταν ένα live set του Aphex Twin; Έτσι λοιπόν όταν έσβησαν τα φώτα και δύο τύποι ντυμένοι με χνουδωτές στολές - ο ένας σαν κόκκινο αρκουδάκι και ο άλλος σαν κίτρινο αρκουδάκι - βγήκαν στη σκηνή και άρχισαν να χοροπηδάνε, να παλεύουν, να κάνουνε τούμπες, να κουτρουβαλάνε και να χορεύουν, μόνο όσοι ήταν κοντά στη σκηνή μπορούσαν να διακρίνουν το μικρό άνοιγμα κάτω από το πίσω μέρος της σκηνής όπου βρισκόταν ο Richard με το laptop του και ένα φακό. Τα δύο αρκουδάκια έκαναν το νούμερό τους για τη μιάμιση ώρα που κράτησε το set, ένα ηλκετρονικό συνοθύλευμα πότε εύπεπτο, πότε εκνευριστικό, πότε ρυθμικό, αλλά ποτέ βαρετό. Μάλλον συναρπαστικό θα έλεγα.
Γράφοντας αυτό το κομμάτι ξεσκόνισα κάποια CD του καλλιτέχνη και τα έβαλα στο player. Δεν μου έκαναν καθόλου κούκου. Αυτά που κάποτε ήταν φρέσκα, ολοκαίνουργια, ο ήχος του τώρα, το μέλλον της μουσικής και όλα αυτά, σήμερα ακούστηκαν παγερά αδιάφορα στα αυτιά μου. Το μέλλον έχει έρθει προ πολλού και δεν συμπεριλαμβάνει ούτε το ambient, ούτε το drum and bass, ούτε το techno, ούτε το house. Όλα αυτά είναι απλώς μικρά κεφάλαια, σαν υποσημειώσεις, στην πλούσια ιστορία της. Και γαμώτο, το μέλλον της μουσικής μοιάζει όλο και περισσότερο με το παρελθόν της.
Σχετικό θέμα