Στο προηγούμενο άρθρο του αφιερώματός μας κάναμε μια βουτιά στο χαρακτήρα και τον ψυχισμό του Tom Ripley. Σήμερα θα επιχειρήσουμε μια σφαιρικότερη προσέγγιση των ταινιών όπου πρωταγωνίστησε.
Οι χαρακτήρες γύρω από τον Ripley
Ο Tom Ripley είναι πιθανότατα ταπεινής καταγωγής. Οι υψηλές φιλοδοξίες του τού δημιουργούν έλξη για το χρήμα και την εύκολη ζωή, ώστε φροντίζει να βρίσκεται κοντά σε εύπορους και γοητευτικούς ανθρώπους. Στις γνωριμίες του ανήκουν επίσης εγκληματίες που... αμαρτάνουν για την τέχνη, παραχαράκτες, κλεπταποδόχοι, αλλά και πιο «εκλεπτυσμένοι» μαφιόζοι... ανωτάτου υποστάθμης. Μεγαλώνοντας, φαίνεται να αποτραβιέται από τον κόσμο, αποζητώντας όλο και λιγότερο τις κοινωνικές συναναστροφές, εκτός αν βρει κίνητρο να στήσει κάποιο ενδιαφέρον κοινωνικό πείραμα.
Αν εξαιρέσουμε όσους έχουν παραβατική συμπεριφορά, οι άντρες που συναναστρέφεται είναι υψηλής κοινωνικής τάξης και μόρφωσης και συχνά διαθέτουν υψηλό δείκτη ευφυΐας. Με αυτόν τον τρόπο αυξάνει το βαθμό δυσκολίας για τα τεχνάσματά του, αλλά και την ικανοποίηση που εισπράττει από την επιτυχή κατάληξή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Dickie Greenleaf, γόνος Αμερικάνου εφοπλιστή που ζει τη «γλυκιά ζωή» στην Ιταλία αξιοποιώντας τον τραπεζικό του λογαριασμό. Παρόλο που η νοημοσύνη του φαίνεται υποταγμένη στην καλοπέραση, η απόδοση του ρόλου του από τους Maurice Ronet (“Plein soleil”) και Jude Law (“The Talented Mr. Ripley”) υποκρύπτει πονηριά και αυξημένη ενσυναίσθηση.
Ο άρρωστος κορνιζοποιός Jonathan Trevanny που παγιδεύεται από τον Ripley στο τρίτο βιβλίο της Highsmith είναι μια τραγική φιγούρα. Από επιδέξιος τεχνίτης και υπόδειγμα οικογενειάρχη θα προσπαθήσει να μετατραπεί σε πληρωμένο εκτελεστή. Ωστόσο, η αδεξιότητά του είναι έκδηλη, όσο και η ανάγκη του να εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένειά του. Ο Wim Wenders τον βαφτίζει Jonathan Zimmermann, διατηρώντας το βαφτιστικό και χρησιμοποιώντας την κυριολεξία του επωνύμου (που στα γερμανικά σημαίνει «ξυλουργός»), και χτίζει ουσιαστικά όλη την ταινία πάνω του. Διαθέτοντας τον πληρέστερο Γερμανό ηθοποιό Bruno Ganz στα χρόνια της νιότης του, αποτυπώνει με σαφήνεια και διεισδυτική ματιά την εσωτερική μάχη του Jonathan, από την αρχική αποφασιστικότητα ως την τελική εγκατάλειψη που αγγίζει τη μοιρολατρία. Από την άλλη, ο Trevanny του “Ripley's Game” είναι ένας ξεκάθαρα δευτερεύων χαρακτήρας χωρίς υπόβαθρο, πλασμένος ώστε να μην τραβήξει ούτε στιγμή τους προβολείς από τον Ripley του John Malkovich.
Παρότι οι γυναίκες κάθε άλλο παρά αδιάφορες είναι στον ψυχογραφικό κόσμο της Highsmith, δίπλα στον Ripley φαντάζουν καθαρά διακοσμητικές. Η σύντροφος του Greenleaf, Marge Sherwood, της Marie Laforêt (“Plein soleil”) είναι μια άνευρη παρουσία που συχνά κλονίζεται και ξεσπά. Η Gwyneth Paltrow (“The Talented Mr. Ripley”) δίνει μια πιο εστέτ νότα σε έναν χαρακτήρα που δύσκολα καταφέρνει να γίνει συμπαθής. Παρά την αποτυχία της σχέσης του με την Marge, ο Tom δεν αργεί να βρει γυναικεία συντροφιά. Η Meredith Logue, χαρακτήρας που επινοήθηκε αποκλειστικά για το “The Talented Mr. Ripley”, προσφέρει γοητεία και άλλοθι σε έναν Ripley που ψάχνεται σεξουαλικά. Η Cate Blanchett αποδεικνύει ότι θα μπορούσε κάλλιστα να ενσαρκώσει τη γυναικεία εκδοχή του. Όταν τελικά αποφασίζει να νοικοκυρευτεί, ο Tom επιλέγει εμφανώς εύπορες νύφες. Η Héloïse Plisson έμελλε να γίνει η γυναίκα του και σιωπηλή συνένοχος στα εγκλήματά του. Η Αυστραλή Jacinda Barrett στο “Ripley Under Ground” αποδίδει μια γλυκιά και πονηρή Plisson που υποδύεται την καλή κόρη μέχρι να πέσει στην αγκαλιά του Τομ. Παθιάζεται, μάλιστα, ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνει ότι τα ταλέντα του δεν περιορίζονται από τη νομιμότητα και την ηθική. Ενώ αρχικά δε νιώθει την ανάγκη να συμμετέχει και προτιμά να κοιμάται, όταν ανοίγει τα μάτια της οργανώνει το τέλειο σχέδιο διαφυγής. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, δώρο Θεού να έχεις μια τέτοια γυναίκα στο πλάι σου. Στο “Ripley's Game” ο Τομ είναι παντρεμένος με τη διεθνούς φήμης πιανίστρια Luisa Harari, που ενσαρκώνεται από την Ιταλίδα Chiara Caselli. Η Luisa παραμένει μονίμως «κοιμώμενη». Κάνει ελάχιστες ερωτήσεις, ικανοποιεί το σύντροφό της στο κρεβάτι και μαγεύει το κοινό στα κοντσέρτα της. Μια επιτυχημένη αδιάφορη γυναίκα μπορεί να είναι το τέλειο προκάλυμμα ενός πρώην (ή νυν και αεί) απατεώνα.
Τα όργανα του νόμου που προσπαθούν να τσακώσουν τον Ripley φλερτάρουν συχνά με τις γκάφες του αμίμητου επιθεωρητή Clouseau. Οι αστυνομικοί αποδεικνύονται ανίκανοι να συλλάβουν όχι μόνο τον ίδιο, αλλά συχνά ακόμα και τις προθέσεις του, είτε ευρισκόμενοι χαμένοι στη μετάφραση (“The Talented Mr. Ripley”) είτε μένοντας πάντα ένα βήμα πίσω του, τόσο κοντά μα και τόσο μακριά του (“Ripley Under Ground”).
Οι προσεγγίσεις - Ένας Αμερικάνος στην Ευρώπη
Πέντε διαφορετικοί δημιουργοί προερχόμενοι από τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικές κινηματογραφικές σχολές προσέγγισαν με τον τρόπο τους τα βιβλία της Patricia Highsmith, αποτυπώνοντας στο πανί τη δική τους αίσθηση από τον κόσμο μυστηρίου, εγκλήματος και σαγήνης του Tom Ripley.
Ο Γάλλος René Clément επικεντρώθηκε στη dolce vita, το ίδιο έτος που αυτή οριζόταν κινηματογραφικά από τον Fellini. Αναπαρέστησε λεπτομερώς την εποχή, χωρίς ωστόσο να ξοδέψει πέρα από τον απαιτούμενο κινηματογραφικό χρόνο, επιβάλλοντας στο θεατή να συνθέσει τα κομμάτια της ιστορίας. Με όμορφα εξωτερικά πλάνα μάς ταξίδεψε στην Ιταλία της εποχής διαποτισμένη από τη γαλλική φινέτσα της παραγωγής. Το υπαινικτικό τέλος ανατρέπει τη Highsmith και μπορεί να φαίνεται κάπως μετέωρο. Ωστόσο, μας χαρίζει τη δυνατότητα να το φανταστούμε όπως επιθυμούμε. Άλλωστε, σε αυτόν τον Ripley δε θα ταίριαζε η άτακτη φυγή! Ένα από τα μεγαλύτερα παράσημα της ταινίας είναι ότι αποτέλεσε σαφή πηγή έμπνευσης για το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Roman Polanski το 1962. Ενδεχομένως το εξαιρετικό "Knife in the Water" να είναι ολόκληρο ένας φόρος τιμής στον Clément και τον Ripley του.
Ο Γερμανός Wim Wenders είχε διακαή πόθο να διασκευάσει ένα μυθιστόρημα της Highsmith για τον κινηματογράφο. Αφού απέτυχε με το "The Cry of the Owl" και το "The Tremor of Forgery", η Highsmith του προσέφερε ένα από τα πρώτα χειρόγραφα του "Ripley's Game" (Andrew Wilson - “Beautiful Shadow: A Life of Patricia Highsmith”). Και ο Wenders φρόντισε να μεταγράψει ιδανικά την ιστορία για να ταιριάξει με το σκοτεινό και εν πολλοίς απόκοσμο γερμανικό σκηνικό, όπου ήθελε να την εντάξει. Η στατική κάμερα του πρώτου μέρους της ταινίας απέκτησε μεγαλύτερη ευελιξία που του επέτρεψε να δώσει ορισμένες σκηνές εξαιρετικής σκηνοθετικής έμπνευσης, όπως την πρώτη αγχωτική δολοφονία στο γαλλικό μετρό και την τελική σκηνή απελευθέρωσης στην παραλία. Η φωτογραφία και τα χρώματα της ταινίας αποδεικνύουν τις ικανότητες του κινηματογραφιστή Robby Müller, που θα τις επιβεβαιώσει και στο μέλλον με ταινίες όπως τα «Παρίσι-Τέξας», «Ο νεκρός» και «Χορεύοντας στο σκοτάδι». Μια ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική παράμετρο κατέθεσε ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης. Σε άρθρο του στην «Καθημερινή» για το βιβλίο της Patricia Highsmith «Ο Ρίπλεϋ σε βαθιά νερά» που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2000 από τις εκδόσεις Άγρα γράφει χαρακτηριστικά: «στα τέλη της δεκαετίας του 70 ήσαν έντονοι οι καβγάδες που ξεσήκωσε η κινηματογραφική μεταφορά του «Ripleys Game», από τον Βιμ Βέντερς (πρόκειται για την περίφημη ταινία «Ένας Αμερικανός Φίλος») - οι μαοϊκοί, οι κνίτες και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις της εποχής ήσαν κατά της Χάισμιθ, κατά του Ρίπλεϋ και κατά του Βέντερς• οι τροτσκιστές και οι αναρχικοί ήσαν υπέρ».
Ο Βρετανός Anthony Minghella, με τη φόρα του «Άγγλου ασθενή» που του χάρισε το Oscar σκηνοθεσίας το 1997, χάνοντας στα σημεία το βραβείο διασκευασμένου σεναρίου από το “Sling Blade” του Billy Bob Thornton, μάζεψε ένα λαμπερό καστ και έδωσε την πιο γλυκανάλατη και εύπεπτη ταινία που θα μπορούσε. Ενδεχομένως τα αμερικάνικα στούντιο που χρηματοδοτούσαν να μην άντεχαν πειραματισμούς και πρωτοπορίες. Μια ενδιαφέρουσα όσο και αυτονόητη αναφορά είναι στην ταινία "Peeping Tom" του 1960.
Η Ιταλίδα Liliana Cavani, μια γεμάτη 25ετία μετά τη διεθνή καταξίωση που της πρόσφερε ο εκκεντρικός και αμφιλεγόμενος “Θυρωρός της νύχτας”, προσέγγισε με δεδομένη αμηχανία το Ripley. Για καλή της τύχη διέθετε στο καστ τον John Malkovich, ο οποίος υπερκάλυψε με την πληθωρική παρουσία του σφάλματα της παραγωγής. Το εμπνευσμένο φινάλε στο κοντσέρτο της συντρόφου του Ripley έβαλε μια ξεχωριστή πινελιά στην ταινία κλείνοντας το μάτι στον Hitchcock.
Τέλος, ο Καναδός Roger Spottiswoode δεν έδωσε στο δικό του Ripley κάτι που θα βοηθούσε το “Ripley Under Ground” να ξεκολλήσει από τη μεσημεριανή ζώνη του σαββατοκύριακου. Ισχυρές δόσεις αμερικάνικης ευκολίας και μια πρέζα καλτ ευρωπαϊκής ατμόσφαιρας συνέθεσαν μια ταινία που δεν προσέθεσε κάτι καινούργιο στη μυθολογία του χαρακτήρα, αλλά βλέπεται ευχάριστα κυρίως λόγω των αξιόλογων ηθοποιών (Ian Hart, Tom Wilkinson, Willem Dafoe) που πλαισιώνουν τον αποτυχημένο ως ζεν πρεμιέ Barry Pepper. Αποκορύφωμα της σύγχυσης είναι ο τίτλος της ταινίας που κανείς δε θυμήθηκε να δικαιώσει, καθώς ο Ripley δεν βρέθηκε καμιά στιγμή κάτω από το έδαφος.
Το μουσικό χαλί
Δύο από τους σπουδαιότερους Ιταλούς συνθέτες έντυσαν μουσικά τις περιπέτειες του Ripley. Ο Nino Rota ύφανε στιγμές αγωνίας αλλά και αποφόρτισης στο “Plein soleil”, και ο Ennio Morricone ανακάτεψε τις κλίμακες στα κλειδοκύμβαλα για χάρη της συντρόφου του Ripley στο “Ripley's Game”.
Η μουσική χάρισε ορισμένες από τις χαρακτηριστικότερες στιγμές των ταινιών. Στο “Der amerikanische Freund” ο Ripley υπόσχεται να φέρει τους Beatles ξανά στο Αμβούργο. Δεν πρόκειται, βεβαία, για τυχαία φράση. Οι Beatles είχαν δώσει αρκετές συναυλίες στο Αμβούργο κατά το ξεκίνημά τους (1960-1962) και συνέδεσαν το όνομά τους με τη μουσική σκηνή της πόλης. Μάλιστα, έχει κυκλοφορήσει ένα live album για μία από τις συναυλίες, το οποίο παρά τη φτωχή ποιότητα του ήχου έχει αποκτήσει συλλεκτική αξία.
Κοντά στην τελική κορύφωση ο Bruno Ganz τραγουδά το "Drive My Car" των Beatles, ενώ στην ταινία ακούμε ακόμα τους Kinks. Αίσθηση κάνει η απουσία γερμανικής μουσικής, αν και ο Wenders είχε πάντοτε ευρύτερους μουσικούς ορίζοντες.
Στο “The Talented Mr. Ripley” γίνεται δύο φορές αναφορά στο "Wild Horses" των Rolling Stones με το στίχο "Wild horses couldn’t drag me away", που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ή να δικαιολογήσει την εγκληματική φύση του Ripley. Ο Dickie Greenleaf διασκεδάζει παίζοντας σαξόφωνο και παρασύρει τον Ripley να δοκιμάσει τις φωνητικές του ικανότητες. Κάπως έτσι, ακούμε το “My Funny Valentine” από τον Matt Damon και το “Tu vuo' fa' l'americano” με τη συμμετοχή του Jude Law. Ιδιαίτερα ταιριαστή είναι η σκηνή στην όπερα όπου ο Ripley και οι φίλοι του παρακολουθούν το "Eugene Onegin" του Tchaikovsky, ένα έργο με το οποίο μπορούν να αναζητηθούν συνδέσεις. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το “Lullaby for Cain” τραγούδι των τίτλων τέλους που ερμηνεύει η Sinéad O'Connor σε στίχους του σκηνοθέτη Anthony Minghella.
Τέλος, από το “Ripley's Game” ξεχωρίσαμε τη μουσική επένδυση μιας σκηνής καταστροφής, όπου ο Ripley μέσα στον παραλογισμό του παραγγέλνει τηλεφωνικά λουλούδια και ο Trevanny ακούει την Τρίτη Συμφωνία (γνωστή ως «Συμφωνία των Λυπημένων Τραγουδιών») του Henryk Mikolaj Górecki.
Ο Tom Ripley αποτελεί αναντίρρητα έναν ήρωα με πολυσχιδή προσωπικότητα, δημιούργημα μίας από τις σημαντικότερες συγγραφείς του 20ού αιώνα. Η κινηματογραφική του απόδοση συνέβαλλε στη διάδοσή του πέρα από το αναγνωστικό κοινό, δημιουργώντας διαφορετικές προεκτάσεις στη μυθολογία του. Κι επειδή εύκολα φανταζόμαστε ότι δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο τέλος του μύθου, θα κλείσουμε το αφιέρωμά μας στον κινηματογραφικό Ripley με ένα άρθρο-έκπληξη την προσεχή Κυριακή. Μείνετε συντονισμένοι!
Οι χαρακτήρες γύρω από τον Ripley
Ο Tom Ripley είναι πιθανότατα ταπεινής καταγωγής. Οι υψηλές φιλοδοξίες του τού δημιουργούν έλξη για το χρήμα και την εύκολη ζωή, ώστε φροντίζει να βρίσκεται κοντά σε εύπορους και γοητευτικούς ανθρώπους. Στις γνωριμίες του ανήκουν επίσης εγκληματίες που... αμαρτάνουν για την τέχνη, παραχαράκτες, κλεπταποδόχοι, αλλά και πιο «εκλεπτυσμένοι» μαφιόζοι... ανωτάτου υποστάθμης. Μεγαλώνοντας, φαίνεται να αποτραβιέται από τον κόσμο, αποζητώντας όλο και λιγότερο τις κοινωνικές συναναστροφές, εκτός αν βρει κίνητρο να στήσει κάποιο ενδιαφέρον κοινωνικό πείραμα.
Αν εξαιρέσουμε όσους έχουν παραβατική συμπεριφορά, οι άντρες που συναναστρέφεται είναι υψηλής κοινωνικής τάξης και μόρφωσης και συχνά διαθέτουν υψηλό δείκτη ευφυΐας. Με αυτόν τον τρόπο αυξάνει το βαθμό δυσκολίας για τα τεχνάσματά του, αλλά και την ικανοποίηση που εισπράττει από την επιτυχή κατάληξή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Dickie Greenleaf, γόνος Αμερικάνου εφοπλιστή που ζει τη «γλυκιά ζωή» στην Ιταλία αξιοποιώντας τον τραπεζικό του λογαριασμό. Παρόλο που η νοημοσύνη του φαίνεται υποταγμένη στην καλοπέραση, η απόδοση του ρόλου του από τους Maurice Ronet (“Plein soleil”) και Jude Law (“The Talented Mr. Ripley”) υποκρύπτει πονηριά και αυξημένη ενσυναίσθηση.
Ο άρρωστος κορνιζοποιός Jonathan Trevanny που παγιδεύεται από τον Ripley στο τρίτο βιβλίο της Highsmith είναι μια τραγική φιγούρα. Από επιδέξιος τεχνίτης και υπόδειγμα οικογενειάρχη θα προσπαθήσει να μετατραπεί σε πληρωμένο εκτελεστή. Ωστόσο, η αδεξιότητά του είναι έκδηλη, όσο και η ανάγκη του να εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένειά του. Ο Wim Wenders τον βαφτίζει Jonathan Zimmermann, διατηρώντας το βαφτιστικό και χρησιμοποιώντας την κυριολεξία του επωνύμου (που στα γερμανικά σημαίνει «ξυλουργός»), και χτίζει ουσιαστικά όλη την ταινία πάνω του. Διαθέτοντας τον πληρέστερο Γερμανό ηθοποιό Bruno Ganz στα χρόνια της νιότης του, αποτυπώνει με σαφήνεια και διεισδυτική ματιά την εσωτερική μάχη του Jonathan, από την αρχική αποφασιστικότητα ως την τελική εγκατάλειψη που αγγίζει τη μοιρολατρία. Από την άλλη, ο Trevanny του “Ripley's Game” είναι ένας ξεκάθαρα δευτερεύων χαρακτήρας χωρίς υπόβαθρο, πλασμένος ώστε να μην τραβήξει ούτε στιγμή τους προβολείς από τον Ripley του John Malkovich.
Παρότι οι γυναίκες κάθε άλλο παρά αδιάφορες είναι στον ψυχογραφικό κόσμο της Highsmith, δίπλα στον Ripley φαντάζουν καθαρά διακοσμητικές. Η σύντροφος του Greenleaf, Marge Sherwood, της Marie Laforêt (“Plein soleil”) είναι μια άνευρη παρουσία που συχνά κλονίζεται και ξεσπά. Η Gwyneth Paltrow (“The Talented Mr. Ripley”) δίνει μια πιο εστέτ νότα σε έναν χαρακτήρα που δύσκολα καταφέρνει να γίνει συμπαθής. Παρά την αποτυχία της σχέσης του με την Marge, ο Tom δεν αργεί να βρει γυναικεία συντροφιά. Η Meredith Logue, χαρακτήρας που επινοήθηκε αποκλειστικά για το “The Talented Mr. Ripley”, προσφέρει γοητεία και άλλοθι σε έναν Ripley που ψάχνεται σεξουαλικά. Η Cate Blanchett αποδεικνύει ότι θα μπορούσε κάλλιστα να ενσαρκώσει τη γυναικεία εκδοχή του. Όταν τελικά αποφασίζει να νοικοκυρευτεί, ο Tom επιλέγει εμφανώς εύπορες νύφες. Η Héloïse Plisson έμελλε να γίνει η γυναίκα του και σιωπηλή συνένοχος στα εγκλήματά του. Η Αυστραλή Jacinda Barrett στο “Ripley Under Ground” αποδίδει μια γλυκιά και πονηρή Plisson που υποδύεται την καλή κόρη μέχρι να πέσει στην αγκαλιά του Τομ. Παθιάζεται, μάλιστα, ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνει ότι τα ταλέντα του δεν περιορίζονται από τη νομιμότητα και την ηθική. Ενώ αρχικά δε νιώθει την ανάγκη να συμμετέχει και προτιμά να κοιμάται, όταν ανοίγει τα μάτια της οργανώνει το τέλειο σχέδιο διαφυγής. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, δώρο Θεού να έχεις μια τέτοια γυναίκα στο πλάι σου. Στο “Ripley's Game” ο Τομ είναι παντρεμένος με τη διεθνούς φήμης πιανίστρια Luisa Harari, που ενσαρκώνεται από την Ιταλίδα Chiara Caselli. Η Luisa παραμένει μονίμως «κοιμώμενη». Κάνει ελάχιστες ερωτήσεις, ικανοποιεί το σύντροφό της στο κρεβάτι και μαγεύει το κοινό στα κοντσέρτα της. Μια επιτυχημένη αδιάφορη γυναίκα μπορεί να είναι το τέλειο προκάλυμμα ενός πρώην (ή νυν και αεί) απατεώνα.
Τα όργανα του νόμου που προσπαθούν να τσακώσουν τον Ripley φλερτάρουν συχνά με τις γκάφες του αμίμητου επιθεωρητή Clouseau. Οι αστυνομικοί αποδεικνύονται ανίκανοι να συλλάβουν όχι μόνο τον ίδιο, αλλά συχνά ακόμα και τις προθέσεις του, είτε ευρισκόμενοι χαμένοι στη μετάφραση (“The Talented Mr. Ripley”) είτε μένοντας πάντα ένα βήμα πίσω του, τόσο κοντά μα και τόσο μακριά του (“Ripley Under Ground”).
Οι προσεγγίσεις - Ένας Αμερικάνος στην Ευρώπη
Πέντε διαφορετικοί δημιουργοί προερχόμενοι από τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικές κινηματογραφικές σχολές προσέγγισαν με τον τρόπο τους τα βιβλία της Patricia Highsmith, αποτυπώνοντας στο πανί τη δική τους αίσθηση από τον κόσμο μυστηρίου, εγκλήματος και σαγήνης του Tom Ripley.
Ο Γάλλος René Clément επικεντρώθηκε στη dolce vita, το ίδιο έτος που αυτή οριζόταν κινηματογραφικά από τον Fellini. Αναπαρέστησε λεπτομερώς την εποχή, χωρίς ωστόσο να ξοδέψει πέρα από τον απαιτούμενο κινηματογραφικό χρόνο, επιβάλλοντας στο θεατή να συνθέσει τα κομμάτια της ιστορίας. Με όμορφα εξωτερικά πλάνα μάς ταξίδεψε στην Ιταλία της εποχής διαποτισμένη από τη γαλλική φινέτσα της παραγωγής. Το υπαινικτικό τέλος ανατρέπει τη Highsmith και μπορεί να φαίνεται κάπως μετέωρο. Ωστόσο, μας χαρίζει τη δυνατότητα να το φανταστούμε όπως επιθυμούμε. Άλλωστε, σε αυτόν τον Ripley δε θα ταίριαζε η άτακτη φυγή! Ένα από τα μεγαλύτερα παράσημα της ταινίας είναι ότι αποτέλεσε σαφή πηγή έμπνευσης για το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Roman Polanski το 1962. Ενδεχομένως το εξαιρετικό "Knife in the Water" να είναι ολόκληρο ένας φόρος τιμής στον Clément και τον Ripley του.
Ο Γερμανός Wim Wenders είχε διακαή πόθο να διασκευάσει ένα μυθιστόρημα της Highsmith για τον κινηματογράφο. Αφού απέτυχε με το "The Cry of the Owl" και το "The Tremor of Forgery", η Highsmith του προσέφερε ένα από τα πρώτα χειρόγραφα του "Ripley's Game" (Andrew Wilson - “Beautiful Shadow: A Life of Patricia Highsmith”). Και ο Wenders φρόντισε να μεταγράψει ιδανικά την ιστορία για να ταιριάξει με το σκοτεινό και εν πολλοίς απόκοσμο γερμανικό σκηνικό, όπου ήθελε να την εντάξει. Η στατική κάμερα του πρώτου μέρους της ταινίας απέκτησε μεγαλύτερη ευελιξία που του επέτρεψε να δώσει ορισμένες σκηνές εξαιρετικής σκηνοθετικής έμπνευσης, όπως την πρώτη αγχωτική δολοφονία στο γαλλικό μετρό και την τελική σκηνή απελευθέρωσης στην παραλία. Η φωτογραφία και τα χρώματα της ταινίας αποδεικνύουν τις ικανότητες του κινηματογραφιστή Robby Müller, που θα τις επιβεβαιώσει και στο μέλλον με ταινίες όπως τα «Παρίσι-Τέξας», «Ο νεκρός» και «Χορεύοντας στο σκοτάδι». Μια ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική παράμετρο κατέθεσε ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης. Σε άρθρο του στην «Καθημερινή» για το βιβλίο της Patricia Highsmith «Ο Ρίπλεϋ σε βαθιά νερά» που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2000 από τις εκδόσεις Άγρα γράφει χαρακτηριστικά: «στα τέλη της δεκαετίας του 70 ήσαν έντονοι οι καβγάδες που ξεσήκωσε η κινηματογραφική μεταφορά του «Ripleys Game», από τον Βιμ Βέντερς (πρόκειται για την περίφημη ταινία «Ένας Αμερικανός Φίλος») - οι μαοϊκοί, οι κνίτες και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις της εποχής ήσαν κατά της Χάισμιθ, κατά του Ρίπλεϋ και κατά του Βέντερς• οι τροτσκιστές και οι αναρχικοί ήσαν υπέρ».
Ο Βρετανός Anthony Minghella, με τη φόρα του «Άγγλου ασθενή» που του χάρισε το Oscar σκηνοθεσίας το 1997, χάνοντας στα σημεία το βραβείο διασκευασμένου σεναρίου από το “Sling Blade” του Billy Bob Thornton, μάζεψε ένα λαμπερό καστ και έδωσε την πιο γλυκανάλατη και εύπεπτη ταινία που θα μπορούσε. Ενδεχομένως τα αμερικάνικα στούντιο που χρηματοδοτούσαν να μην άντεχαν πειραματισμούς και πρωτοπορίες. Μια ενδιαφέρουσα όσο και αυτονόητη αναφορά είναι στην ταινία "Peeping Tom" του 1960.
Η Ιταλίδα Liliana Cavani, μια γεμάτη 25ετία μετά τη διεθνή καταξίωση που της πρόσφερε ο εκκεντρικός και αμφιλεγόμενος “Θυρωρός της νύχτας”, προσέγγισε με δεδομένη αμηχανία το Ripley. Για καλή της τύχη διέθετε στο καστ τον John Malkovich, ο οποίος υπερκάλυψε με την πληθωρική παρουσία του σφάλματα της παραγωγής. Το εμπνευσμένο φινάλε στο κοντσέρτο της συντρόφου του Ripley έβαλε μια ξεχωριστή πινελιά στην ταινία κλείνοντας το μάτι στον Hitchcock.
Τέλος, ο Καναδός Roger Spottiswoode δεν έδωσε στο δικό του Ripley κάτι που θα βοηθούσε το “Ripley Under Ground” να ξεκολλήσει από τη μεσημεριανή ζώνη του σαββατοκύριακου. Ισχυρές δόσεις αμερικάνικης ευκολίας και μια πρέζα καλτ ευρωπαϊκής ατμόσφαιρας συνέθεσαν μια ταινία που δεν προσέθεσε κάτι καινούργιο στη μυθολογία του χαρακτήρα, αλλά βλέπεται ευχάριστα κυρίως λόγω των αξιόλογων ηθοποιών (Ian Hart, Tom Wilkinson, Willem Dafoe) που πλαισιώνουν τον αποτυχημένο ως ζεν πρεμιέ Barry Pepper. Αποκορύφωμα της σύγχυσης είναι ο τίτλος της ταινίας που κανείς δε θυμήθηκε να δικαιώσει, καθώς ο Ripley δεν βρέθηκε καμιά στιγμή κάτω από το έδαφος.
Το μουσικό χαλί
Δύο από τους σπουδαιότερους Ιταλούς συνθέτες έντυσαν μουσικά τις περιπέτειες του Ripley. Ο Nino Rota ύφανε στιγμές αγωνίας αλλά και αποφόρτισης στο “Plein soleil”, και ο Ennio Morricone ανακάτεψε τις κλίμακες στα κλειδοκύμβαλα για χάρη της συντρόφου του Ripley στο “Ripley's Game”.
Η μουσική χάρισε ορισμένες από τις χαρακτηριστικότερες στιγμές των ταινιών. Στο “Der amerikanische Freund” ο Ripley υπόσχεται να φέρει τους Beatles ξανά στο Αμβούργο. Δεν πρόκειται, βεβαία, για τυχαία φράση. Οι Beatles είχαν δώσει αρκετές συναυλίες στο Αμβούργο κατά το ξεκίνημά τους (1960-1962) και συνέδεσαν το όνομά τους με τη μουσική σκηνή της πόλης. Μάλιστα, έχει κυκλοφορήσει ένα live album για μία από τις συναυλίες, το οποίο παρά τη φτωχή ποιότητα του ήχου έχει αποκτήσει συλλεκτική αξία.
Κοντά στην τελική κορύφωση ο Bruno Ganz τραγουδά το "Drive My Car" των Beatles, ενώ στην ταινία ακούμε ακόμα τους Kinks. Αίσθηση κάνει η απουσία γερμανικής μουσικής, αν και ο Wenders είχε πάντοτε ευρύτερους μουσικούς ορίζοντες.
Στο “The Talented Mr. Ripley” γίνεται δύο φορές αναφορά στο "Wild Horses" των Rolling Stones με το στίχο "Wild horses couldn’t drag me away", που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ή να δικαιολογήσει την εγκληματική φύση του Ripley. Ο Dickie Greenleaf διασκεδάζει παίζοντας σαξόφωνο και παρασύρει τον Ripley να δοκιμάσει τις φωνητικές του ικανότητες. Κάπως έτσι, ακούμε το “My Funny Valentine” από τον Matt Damon και το “Tu vuo' fa' l'americano” με τη συμμετοχή του Jude Law. Ιδιαίτερα ταιριαστή είναι η σκηνή στην όπερα όπου ο Ripley και οι φίλοι του παρακολουθούν το "Eugene Onegin" του Tchaikovsky, ένα έργο με το οποίο μπορούν να αναζητηθούν συνδέσεις. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το “Lullaby for Cain” τραγούδι των τίτλων τέλους που ερμηνεύει η Sinéad O'Connor σε στίχους του σκηνοθέτη Anthony Minghella.
Τέλος, από το “Ripley's Game” ξεχωρίσαμε τη μουσική επένδυση μιας σκηνής καταστροφής, όπου ο Ripley μέσα στον παραλογισμό του παραγγέλνει τηλεφωνικά λουλούδια και ο Trevanny ακούει την Τρίτη Συμφωνία (γνωστή ως «Συμφωνία των Λυπημένων Τραγουδιών») του Henryk Mikolaj Górecki.
Ο Tom Ripley αποτελεί αναντίρρητα έναν ήρωα με πολυσχιδή προσωπικότητα, δημιούργημα μίας από τις σημαντικότερες συγγραφείς του 20ού αιώνα. Η κινηματογραφική του απόδοση συνέβαλλε στη διάδοσή του πέρα από το αναγνωστικό κοινό, δημιουργώντας διαφορετικές προεκτάσεις στη μυθολογία του. Κι επειδή εύκολα φανταζόμαστε ότι δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο τέλος του μύθου, θα κλείσουμε το αφιέρωμά μας στον κινηματογραφικό Ripley με ένα άρθρο-έκπληξη την προσεχή Κυριακή. Μείνετε συντονισμένοι!