Ο τραγουδοποιός και ερμηνευτής Πάνος Μπούσαλης, από το 2011 που μάς συστήθηκε επισήμως δισκογραφικά με το ντεμπούτο άλμπουμ του Γκέμμα, έχει ακολουθήσει μια διαρκώς ανοδική πορεία, η οποία τον έφερε να συνεργάζεται με σημαντικές μορφές του ελληνικού τραγουδιού, όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος και ο Χρήστος Λεοντής.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε η δεύτερη δισκογραφική κατάθεσή του, η οποία φέρει τον τίτλο Σεμπρεβίβα. Κουβεντιάσαμε μαζί του, και για αυτήν τη δουλειά αλλά και για πολλά άλλα, με αφορμή την εμφάνισή του, το Σάββατο 27 Μαΐου, στον Ιανό, με καλεσμένη του την Αναστασία Μουτσάτσου.
Ας ξεκινήσουμε από την αφορμή με την οποία κάνουμε τούτη την κουβέντα: την εμφάνισή σου στον Ιανό, το Σάββατο 27 Μαΐου. Τι θα παρουσιάσεις εκείνο το βράδυ και με ποιους συνεργάτες;
Το Σάββατο σκοπεύουμε να παίξουμε τραγούδια από την προσωπική μου δισκογραφία (Γκέμμα , Σεμπρεβίβα και από τις συμμετοχές μου σε άλλους δίσκους) καθώς και πολλά αγαπημένα μας τραγούδια από παλιότερους αλλά και νεότερους δημιουργούς, από τον Χατζιδάκι ως τους Χαϊνηδες, κι από το παραδοσιακό ως το καλό λαϊκο τραγούδι, αλλά και κάποιες μελοποιήσεις μου σε ποιητές που με συγκινούν. Θα είναι μαζί μου οι αγαπημένοι συνεργάτες Νίκος Παπαναστασίου στο πιάνο και το ακορντεόν και ο Βασίλης Ραψανιώτης στο βιολί. Ασφαλώς πολύ σημαντική θα είναι η φιλική συμμετοχή της αγαπημένης μας Αναστασίας Μουτσάτσου, με την οποία άλλωστε μοιραζόμαστε και το ντουέτο που βάφτισε τον τελευταίο μου δίσκο.
Ο οποίος δίσκος κυκλοφόρησε πρόσφατα και είναι ο δεύτερός σου. Θα έλεγες ότι υπάρχει κάποιος ενοποιητικός παράγοντας που διέπει τα τραγούδια που περιέχει; Και πώς συνδέεται με αυτά ο τίτλος Σεμπρεβίβα;
Ο τίτλος μάλλον είναι μια ευχή να είναι μακράς πνοής όσα φτιάχνουμε, είτε στην τέχνη, είτε στη ζωή γενικότερα. Να ταξιδεύουν όμορφα το χρόνο και τα εφήμερα να είναι σταθμοί που αναπαύεται αυτό που θέλει να πάει παραπέρα. Σεμπρεβίβα σημαίνει, σε ελεύθερη μετάφραση, «ζει για πάντα» και είναι το όνομα ενός μικρού μακρόβιου λουλουδιού, το οποίο είναι το σήμα κατατεθέν των Κυθήρων. Είναι μια κάπως ουτοπική συνθήκη που έτσι κι αλλιώς υπάρχει στην τέχνη. Να διαρκεί, αν θες πιο απλά, η αγάπη κι η μουσική. Δεν ξέρω αν έχει κάτι το συνεκτικό η δουλειά αυτή. Δεν το επεδίωξα. Όπως γνωρίζεις, λόγω των δυσκολιών δεν φτιάχνουμε συχνά δίσκους, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια χρονική απόσταση ανάμεσα στα διάφορα τραγούδια που επιλέγονται. Αυτό δίνει και μια εξελικτική εικόνα της δημιουργίας με κοινό σημείο την ενιαία αισθητική που αποδίδεται μέσα από την ενορχήστρωση, την ερμηνεία κ.λπ. Το υπαρξιακό, ο έρωτας, το κοινωνικοπολιτικό είναι, πάντως, κάποιοι κοινοί άξονες στη θεματική.
Και αυτός ο δίσκος σου, όπως και ο προηγούμενος, κυκλοφορεί μέσω του Μετρονόμου. Πες μου για τη σταθερή αυτή σχέση που έχεις με την ετικέτα του Θανάση Συλιβού.
Ο Θανάσης είναι ένας υπέροχος, ακούραστος και εμπνευσμένος εργάτης της τέχνης. Έχεις κι εσύ συνεργαστεί μαζί του στον δικό σου δίσκο και το γνωρίζεις άλλωστε. Συντηρεί ένα έξοχο περιοδικό, τις εκδόσεις και τη δισκογραφική του Μετρονόμου, με συνέπεια, αγάπη και τιμιότητα. Τον ευχαριστώ για τη φιλία, πρώτα από όλα, και για τη συνεργασία.
Στους δίσκους σου έχεις τον διπλό ρόλο του δημιουργού και του ερμηνευτή, όμως στη συναυλιακή σου πορεία έχεις κινηθεί πολύ και σε καθαρά ερμηνευτικά μονοπάτια, έχοντας μάλιστα καταφέρει και μερικές ηχηρές συνεργασίες (όπως με τον Σταύρο Ξαρχάκο λ.χ.). Εσύ τι νιώθεις πιο πολύ ότι είσαι, τραγουδιστής ή τραγουδοποιός;
Καμιά φορά, όταν κάνεις πολλά διαφορετικά πράγματα, δεν εστιάζεις σε έναν ρόλο. Αυτό έχει το καλό πως αντιμετωπίζεις πιο σφαιρικά την υπόθεση τραγούδι και μεταφέρεις πείρα από τη μια ιδιότητα στην άλλη. Έχει όμως και το κακό πως δεν επιμένεις σε έναν ρόλο, ώστε να τον αναπτύξεις στο έπακρο. Ανάλογα την περίοδο, όλο και κάτι παίρνει τη σκυτάλη και προπορεύεται, αλλά μου αρέσει να έχω την αίσθηση του όλου. Λειτουργεί η περιφερειακή όραση και εστιάζω λιγότερο, κι αυτό μάλλον δεν συμβαίνει μόνο στη μουσική.
Μου αρέσει να τραγουδάω , ειδικά όταν πρόκειται για τόσο μεγάλους συνθέτες, όπως ο Ξαρχάκος , ο Λεοντής, ο Κόκοτος, που με τίμησαν με την εμπιστοσύνη τους και με βοήθησαν να συνειδητοποιήσω δυνατότητες και αδυναμίες και να ανακαλύψω δρόμους και τρόπους μέσα στο τραγούδι, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, και να εξελιχθώ, να ωριμάσω αν θες, ως ερμηνευτής και όχι μόνο. Ο τρόπος που ενορχηστρώνουν είναι σχολείο τεράστιο. Μ’ αρέσει και να γράφω. Ανάγκη είναι και τα δύο και έκφραση. Δίνω τελευταία και στίχους μου σε άλλους και παίρνω εγώ από αλλού. Στην αρχή τα έκανα όλα μόνος. Τώρα μου αρέσει να μοιράζομαι και να παίζω περισσότερο ομαδικά, ως αντίβαρο ίσως στη μοναχικότητα του χαρακτήρα μου.
Έχεις κάνει και κάποιες τηλεοπτικές εμφανίσεις, στη γνωστή εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου. Θεωρείς ότι προσφέρει μια τέτοιου είδους εκπομπή την καλύτερη δυνατή παρουσίαση για έναν καλλιτέχνη ή μήπως, έτσι ως έχει το τηλεοπτικό τοπίο σήμερα, αποτελεί μια περίπτωση του στυλ «το μη χείρον βέλτιστον»;
Το "Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά" είναι μια εκπομπή με τεράστια απήχηση και εντός των τειχών αλλά και στον απόδημο ελληνισμό, πράγμα που με συγκινεί, αφού είχα τη χαρά να ταξιδέψω και να τραγουδήσω σε Αμερική και Καναδά, όπου διαπίστωσα τη νοσταλγία τους για την ελληνική μουσική. Είναι μια εκπομπή, η μοναδική με τόσο καθαρό χρόνο τραγουδιού και έτσι δίνει την δυνατότητα να ακουστούν πολλές νέες φωνές , κάτι που παρατηρώ πως συνειδητά επιδιώκουν και είναι σίγουρα θετικό. Αναζητούν νέες φωνές, έτσι ανακάλυψαν και εμένα και ήρθαν σε επαφή μαζί μου, μελετούν το προφίλ του καλλιτέχνη και τον καλούν σε εκπομπή που ταιριάζει με τα χαρακτηριστικά του. Εγώ πήγα σε τρία πολύ όμορφα αφιερώματα, στον Θανάση Πολυκανδριώτη, τον Μανώλη Ρασούλη και σο ρεμπέτικο, και σε όλα συμμετείχαμε στην πλειοψηφία νέοι ερμηνευτές και αντιμετωπιστήκαμε με εξαιρετικό τρόπο, πολύ επαγγελματικό, και πολύ ανθρώπινο. Δεδομένου ότι η εκπομπή πλέον εδρεύει στην ιδιωτική τηλεόραση και έχει μεγαλύτερη την πίεση του τηλεοπτικού ανταγωνισμού, πιστεύω πως οι υπεύθυνοι κάνουν μια σημαντική προσπάθεια να διατηρήσουν και την ποιότητα όσο ψηλότερα γίνεται, και το τηλεοπτικό προϊόν βιώσιμο. Εμένα μου έδωσε την ευκαιρία να πω και κάποια τραγούδια που δεν είχε τύχει να ερμηνεύσω στα δικά μου προγράμματα, όπως «Ο Τρελός» του Άκη Πάνου, και δοκίμασα τον εαυτό μου σε διαφορετικά μονοπάτια. Ακόμα, πάντως, με βρίσκει κόσμος από τα αναρτημένα στο διαδίκτυο βίντεο της εκπομπής, όπως «Το Βαλς» του Ρασούλη και του Βαγιόπουλου, ή το «Άνοιξε – Άνοιξε» των Παπαϊωάννου- Βασιλειάδη, και με αφορμή αυτά ψάχνει και μαθαίνει και για τα δικά μου τραγούδια.
Ασχολείσαι εδώ και αρκετό καιρό αποκλειστικά με τη μουσική και το τραγούδι. Γνωρίζοντας από μέσα, λοιπόν, τις δυσκολίες και το ρίσκο που ενέχει η επιβίωση σε αυτόν τον χώρο, ποια τα συν και ποια τα πλην της σκηνής στην οποία κινείσαι (συναδελφικότητα, χώροι, εταιρείες κλπ.);
Αχ, δύσκολη ερώτηση αυτή... Δύσκολη πολύ και η επιβίωση και σίγουρα το τίμημα του να κινείσαι σε αυτόν τον χώρο δεν είναι αμελητέο. Τραυματίζεσαι. Χάνεις πράγματα. Αλλά είναι συνειδητό. Δεν θα ζήσουμε για πάντα. Σίγουρα αποκομίζεις και πολλά ψυχικά εφόδια, παίρνεις χαρά και υψώνεσαι σε έναν άλλον τόπο συναισθημάτων, που είναι η άλλη όψη του φεγγαριού. Δίνεις παρηγοριά και δύναμη ή έμπνευση σε ανθρώπους και αυτό είναι πολύ μεγάλη υπόθεση και τάξιμο. Θα δούμε πού θα μας πάει και πού θα το πάμε όλο αυτό.
Έρχεται καλοκαίρι. Έχεις σχεδιάσει πράγματα για αυτή την εποχή, στον μουσικό τομέα αλλά και στον προσωπικό; Θα βρεθείς ξανά στα Νιάτα, στην πατρίδα σου;
Τώρα αρχίζω να κανονίζω κάποια πράγματα για το καλοκαίρι, κάποια από αυτά σίγουρα θα είναι προς τα μέρη μας, αφού είμαστε και κοντοπατριώτες. Θα χαρώ να τα πούμε και off the record στα Νιάτα και στη δική σου πατρίδα, το Γεράκι της Λακωνίας, αν κατηφορίσεις (και να σε κεράσω γκόγκες και δίπλες).