Το καλοκαίρι του 2017 είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την παράσταση «Το Πεπρωμένο Ονομάζεται Κλοτίλδη» (διαβάστε εδώ) στα πλαίσια του Bob Theatre Festival 2017. Η συγκεκριμένη παράσταση είχε συμμετάσχει στο διαγωνιστικό τμήμα "Scratch Night" του ίδιου φεστιβάλ την προηγούμενη χρονιά (Bob Theatre Festival 2016) όπου και έλαβε την πρώτη θέση. Ως συνέπεια αυτού, τον περσινό χειμώνα ολοκλήρωσε έναν κύκλο παραστάσεων στο BIOS, αλλά περιόδευσε και σε περιοχές της υπόλοιπης Ελλάδας. Με αφορμή την επανεμφάνισή της Κλοτίλδης Τρολ και αυτό τον χειμώνα στο BIOS, άδραξα την ευκαιρία να κάνω μία μικρή συνέντευξη με την πρωταγωνίστρια της παράστασης, Αμαλία Καβάλη.
Η Αμαλία γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο της Κρήτης και είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν. Πρόκειται για μια πολλά υποσχόμενη νεαρή ηθοποιό, την οποία το θεατρόφιλο κοινό έχει συνδέσει όχι μόνο με την ηρωίδα της Κλοτίλδης, αλλά και με την παράσταση «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ (σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη - με την οποία έχει ξανασυνεργαστεί και στη «Μισαλλοδοξία») που έλαβε εξαιρετικά σχόλια την προηγούμενη χρονιά.
Ξεκινώντας το ταξίδι της «Κλοτίλδης» από το 2016, με τον Διαγωνισμό Scratch Night του Bob Theatre Festival, συνεχίζοντας την περασμένη σεζόν με εμφανίσεις της παράστασης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και φτάνοντας σήμερα σε μία ακόμα επανάληψη της παράστασης στο Bios, ποιες είναι οι σκέψεις και τα συναισθήματά σας για την προσπάθεια που γίνεται τα τελευταία 10 χρόνια από τη διοργάνωση που ονομάζεται «Bob Theatre Festival» να αναδείξει νέους καλλιτέχνες και θεατρικές ομάδες;
Πώς σας φαίνεται η ένταξη του Bob Theatre Festival στις προφεστιβαλικές εκδηλώσεις ενός ευρύτερου, όπως το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου;
Κοιτάξτε, είμαι θετικά προκατειλημμένη, πήρα βραβείο στο Bob Fest... αλλά τη θεωρώ επί της ουσίας πολύ σημαντική προσπάθεια. Στη χώρα μας διαθέτουμε πληθώρα σχολών υποκριτικής, αλλά δε διαθέτουμε σχολή σκηνοθεσίας και η σπουδή στην οργάνωση παραγωγής ή διασκευή θεατρικών έργων περιορίζεται σε μαθήματα στις ανώτατες σχολές θεατρικών σπουδών. Η ανάγκη για καλλιτεχνική δημιουργία ωθεί πολλούς στην παραγωγή μικρών παραστάσεων ακόμα κι αν υστερούν σε τεχνική κατάρτιση. Σε αυτό το σημείο είναι για μένα σημαντική η παρουσία του Scratch Night, γιατί προσφέρει μια μορφή μαθητείας μέσω της άκριτης δοκιμής. Στο πλαίσιό του, μπορούν οι νεότεροι δημιουργοί να παρουσιάσουν πρωτόλεια, να τα εκθέσουν στο κοινό δοκιμάζοντας τις αντιδράσεις του και να δεχτούν εποικοδομητική κριτική και προτάσεις βελτίωσης από την επιτροπή. Στην περίπτωση της νίκης, έχουν δυνατότητα καθοδήγησης καθ´όλη την εργασία για την ολοκληρωμένη παράσταση από έμπειρους καλλιτέχνες, το χρηματικό έπαθλο καλύπτει τα αρχικά έξοδα και η συμφωνία με το θέατρο που θα φιλοξενήσει την παράσταση (καθώς γίνεται από τους διοργανωτές) είναι με καλύτερους όρους από τους γενικά διαθέσιμους σε άγνωστους καλλιτέχνες.
Μέσω του Bob Festival μπορούν οι νεότερες ομάδες να δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους όχι κατά μόνας αλλά εντός ενός οργανωμένου πλαισίου. Έτσι ίσως βρεθεί και μια χρυσή τομή ανάμεσα στην πολυφωνία και τον πληθωρισμό τους. Η ένταξη αυτού του φεστιβάλ σε ένα ευρύτερο κρατικό φεστιβάλ, δίνει τροφή στη ρομαντική μου αντίληψη πως ακόμα κι αν η πολιτεία δεν επενδύει ουσιαστικά στην εκπαίδευση των νέων ενδιαφέρεται να τους βοηθήσει.
Παρακολουθώντας σας, θαύμασα την DIY αισθητική της παράστασης και την θεώρησα άξια λόγου. Πιστεύετε ότι αυτή η επιλογή μπορεί να εξοικονομήσει χρόνο/χρήμα όσον αφορά στην παραγωγή ή γίνεται καθαρά ακολουθώντας νέες τάσεις στο θέατρο;
Στον αρχικό σχεδιασμό της παράστασης γνωρίζαμε πως ο οικονομικός προϋπολογισμός μας ήταν περιορισμένος, αλλά προσπαθήσαμε να κάνουμε το εμπόδιο προσόν και να δούμε τη δυσκολία ως ευκαιρία. Σκεφτήκαμε πώς μπορούμε να πούμε την ιστορία με τα λιγότερα δυνατά μέσα. Με έναν τρόπο λοιπόν, το εμπόδιο μας συγκέντρωσε στο ουσιώδες, επικεντρωθήκαμε στην καθαρότητα της ιστορίας και την ακρίβεια της δράσης.
Μεγάλη απορία όσων έχουμε δει την παράσταση είναι πώς σκεφτήκατε και πού βρήκατε αυτό το τραπέζι που μεταμορφώνεται ακόμα και σε…καράβι !
Θα σας βάλω στα άδυτα της δημιουργίας της Κλοτίλδης.... Η αρχική ιδέα ήταν πως η παράσταση ξεκινά στο τραπέζι του γάμου και μάλιστα πως το έναυσμα για να εξιστορήσουν τη γνωριμία τους είναι η πρόποση του γαμπρού προς τη νύφη. Όμως, επειδή οι χαρακτήρες είναι εκκεντρικοί, η αφήγηση γίνεται με θεατρικούς όρους και καλούνται με ό,τι έχουν γύρω τους να μας πουν τι συνέβη. Άρα η διακόσμηση λουλουδιών του τραπεζιού μπορεί να γίνει καπέλο και η Κλοτίλδη να παίξει έναν άλλο χαρακτήρα, το τραπέζι του γάμου να μετατραπεί σε όλους τους χώρους που επισκέπτηκαν ακόμα και ο τραγουδιστής του γάμου να κληθεί να πάρει μέρος στο παιχνίδι!
Στο Bob Festival επειδή δεν είχαμε ετοιμάσει όλες τις σκηνές παρεμβάλαμε αφηγήσεις καθαρά ως ηθοποιοί, όχι υπό το πέπλο των χαρακτήρων. Όταν αργότερα κάναμε την διασκευή, μας γοήτευσε το πόσο σύγχρονη είναι μια ιστορία αγάπης του 1800. Όποτε επιλέξαμε να κρατήσουμε την παράλληλη σύγχρονη αφηγηματική γραμμή, σε ευθεία αμασκάρευτη σχέση με το κοινό ως Γιάννης και Αμαλία. Αν θέλετε ως σχόλιο πως ο έρωτας δεν αλλάζει ουσιαστικά από εποχή σε εποχή. Το τραπέζι σε αυτή την περίπτωση, χωρίς να χάνει εντελώς την αρχική γαμήλια διάστασή του, παραπέμπει και σε τραπέζι συνέντευξης τύπου, παρουσίασης κ.λπ.
Η ιδέα λοιπόν του τραπεζιού είναι δική μας και κομβική για την όλη παράστασή της. Τον σχεδιασμό και την εκτέλεσή της ανέλαβε η Ζωή Μολυβδά-Φαμέλη.
Έχει υπάρξει έστω και μία φορά που το κοινό να μην ανταποκρίνεται σύμφωνα με το αναμενόμενο στον αυτοσχεδιασμό που κάνετε; Πώς το αντιμετωπίζετε αυτό;
Μία φορά; Πολλές! Η μαύρη τρύπα των ηθοποιών γενικά είναι πως συχνά περιμένουμε μια συγκεκριμένη αντίδραση γιατί θεωρούμε πως με αυτή το κοινό δίνει σήμα ότι μας παρακολουθεί. Τώρα, αν περιμένεις συγκεκριμένες αντιδράσεις, δεν είσαι σε καλή φάση, είσαι κάπως δραματικός τύπος με κλίση στο φαινόμενο της χιονοστιβάδας και το κοινό δεν αντιδρά... πού να βρείς αγκαλιά για να χωθείς, αν είσαι τυχερός και υπάρχει μια ψυχή στη γη που σε αγαπάει και αντιδράει! Αυτό, το λιγότερο, είναι κρίμα, γιατί το κοινό δεν είναι εκπαιδευμένη μαϊμού να φέρεται όπως επιθυμείς και μια χαρά μπορεί να σε παρακολουθεί χωρίς να αντιδρά με γέλιο, κλάμα ή ό,τι περίμενες.
Η εμπειρία της Κλοτίλδης μας έχει δείξει πως, ανάλογα με την ηλικία, το κοινό ανταποκρίνεται διαφορετικά, με τους νεότερους να αισθάνονται πιο άνετα να εκφραστούν δυνατά. Προσπαθούμε, λοιπόν, να μένουμε ψύχραιμοι και να συναισθανόμαστε το επίπεδο προσοχής του κοινού χώρις να αποζητούμε σχεδιασμένες αντιδράσεις.
Το βιβλίο του Τζοβάνι Γκουαρέσκι είναι ένα έργο που γράφτηκε τη δεκαετία του ‘40. Τι θεωρείτε ότι έχει αλλάξει από τότε και τι έχει μείνει ίδιο στις σχέσεις αντρών/γυναικών και στο ερωτικό κυνηγητό μεταξύ των δύο φύλων;
Ο Γκουαρέσκι γράφει το ’40 αλλά επίλεγει να τοποθετήσει την ιστορία το 1885, οπότε ύπαρχει ακόμα μεγαλύτερη απόσταση. Για κάποιον αφελή λόγο νομίζω πως η ουσία του φλερτ δεν έχει αλλάξει και τόσο. Η διεκδίκηση του ερωτικού προσώπου, το παιχνίδι της αντίστασης και της παράδοσης, τα πεταρίσματα της καρδιάς, ο φόβος αλλά και ταυτόχρονα η ευφορία καθώς τα κρυφά γίνονται φανερά και δύο άνθρωποι εμπιστεύονται σιγά-σιγά ο ένας τον άλλον... πόσο έχουν αλλάξει αυτά; Έχει γίνει πιο εύκολη η επικοινωνία, μπορεί να έχουν αρθεί και κάποιοι ταξικοί κανόνες και εμπόδια, αλλά οι βασική δυναμική μάλλον μοιάζει. Περισσότερο έχουν αλλάξει οι σχέσεις μετά την πρώτη σύναψή τους. Δεν υπάρχει πια μια κοινωνικά επιβεβλημένη μονιμότητα, με όσα καλά και δυσάρεστα μπορεί να φέρει αυτό. Μπορεί η σημερινή πραγματικότητα να δίνει ένα πιο καταναλωτικό χαρακτήρα στις σχέσεις και να προτιμούμε να καταναλώνουμε γρήγορα και να φεύγουμε όταν οι σχέσεις δυσκολεύουν παρά να επενδύουμε ψυχικά. Ταυτόχρονα όμως δεν είμαστε αναγκασμένοι να φέρουμε δια βίου το λάθος της πρώτης μας νιότης.
Τι συναισθήματα σου προκαλεί η ηρωίδα σου, Κλοτίλδη Τρολ;
Τη θαυμάζω, μαθαίνω από εκείνη και με διασκεδάζει. Μιας και λέγαμε πριν για κανόνες φλερτ, η Κλοτίλδη σίγουρα τους καταπατά αναλαμβάνοντας το ρόλο του κυνηγού. Αλλά δεν της είναι φυσική η διεκδίκηση και έτσι της βγαίνει άτσαλα. Έχει μια αρκετά ντροπαλή φύση την οποία καλύπτει με ακραίες συμπεριφορές. Η θέση ισχύος πάνω στο Φιλιμάριο είναι απολύτως φαινομενική, στην πραγματικότητα είναι ανίσχυρη απέναντί του, αφού αυτή τον επιθυμεί και εκείνος όχι. Όμως δεν το βάζει κάτω, ακόμα και στην περίπτωση της καθολικής ήττας. Με γοητεύει αυτή η πτυχή του χαρακτήρα της γιατί συχνά οι άνθρωποι δεν παίρνουν το δρόμο της προσπάθειας για να μη χρειαστεί να διαχειριστούν την ήττα, για να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση πως είναι όντως ικάνοι για όσα επιθυμούν. “Το έχασα, αλλά δεν προσπάθησα, δεν ήταν σημαντικό.”, “Δε με φοβίζει, απλά δεν το θέλω. ”, κ.ο.κ.
Είστε δύο νέα παιδιά (σσ. ο συμπρωταγωνιστής της Γιάννης Σοφολόγης) που τα έχουν καταφέρει εξαιρετικά μέχρι σήμερα στον χώρο του θεάτρου. Πιστεύεις ότι οι δραματικές σχολές παίζουν σημαντικό ρόλο στο να βγει «έτοιμος» ένας επαγγελματίας ηθοποιός στον χώρο, ή συνεισφέρει περισσότερο το ταλέντο και το πάθος κάθε παιδιού;
Η δραματική σχολή είναι σα να ετοιμάζεις βαλίτσα για να πας ένα ταξίδι. Λες, ας πούμε, “Πάω Σκωτία!” κι εχεις πάρει ένα παλτό, δέκα βρακιά, οκτώ μπλούζες κ.τ.λ έχεις οργανωθεί σωστά, έχεις κοιτάξει την πρόγνωση. Μπορεί όμως να μην έχεις χρόνο, φτιάχνεις άρον-άρον τη βαλίτσα, ούτε ξέρεις τι έβαλες μέσα και στο αεροπλάνο συνειδητοποιείς “μα, όντως, πήρα μαγιώ;”. Φτάνεις και ενώ η πρόγνωση έδειχνε φουρτούνες έχει καύσωνα! Ε, τι θα κάνεις; Θα αγοράσεις άλλα ρούχα, αν δεν έχεις λεφτά κόψε αυτά που έχεις και κάν᾽ τα κοντομάνικα, έστω επίλεξε το γυμνισμό και κάνε καινούργιους φίλους! Το μαγιώ στο ανοργάνωτο σενάριο γίνεται μάννα εξ ουρανού! Τώρα, υπεκφεύγω κάπως, καταλαβαίνετε, γιατί η εκπαίδευση στις δραματικές σχολές είναι ένα θέμα που πονάει.
Εν τέλει, δεν επιλέγουμε εμείς τη βαλίτσα, αλλά μας τη δίνουν έτοιμη και συχνά δεν έχει μέσα ούτε τα απαραίτητα. Οπότε το σημαντικότερο δεν είναι τόσο η βαλίτσα που κουβαλάς, όσο η ικανότητά σου να αντιδράς, το να χρησιμοποιείς τη βαλίτσα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε κάθε δουλειά και να συνεχίζεις να την εμπλουτίζεις.
Τι σου λείπει καλλιτεχνικά και αισθητικά από την πόλη μας;
Δεν είμαι από εδώ, έτσι η Αθήνα είναι επιλογή μου. Μου αρέσει που βλέπω πόσο ωραία είναι τα βράδια και το πρωί πολλές φορές μου φαίνεται σαν κόλαση. Με ενδιαφέρει αυτή η δισυπόστατη μορφή της. Θα μπορούσε να είναι ωραιότερη αλλά δεν είναι, είτε από ένδεια, είτε από επιπολαιότητα, είτε από βλακεία. Θα μπορούσε να είναι πιο καθαρή, αλλά δεν είναι. Άλλωστε η πόλη είναι καθρέφτισμα των κατοίκων της. Και εμείς θα μπορούσαμε να είμαστε πιο οργανωμένοι και πιο ευγενικοί, αλλά δεν είμαστε. Συχνά θαυμάζω τον άνθρωπο πίσω από την πόλη και μπορώ εδώ στην Αθήνα να τον διακρίνω, ενώ στην οργανωμένη Ευρώπη μάλλον τον χάνεις. Όταν βλέπω, για παράδειγμα, ενα άπταιστα διατηρημένο νεοκλασσικό στον Κεραμεικό ή όταν συναντώ έναν ικανότατο άνθρωπο σε ένα χαοτικό πλαίσιο εργασίας. Με έναν τρόπο η Αθήνα σε κρατά σε εγρήγορση για το πού εσύ κυμαίνεσαι στο εκκρεμές μεταξύ της ομορφιάς και της ασχήμιας.
Σε ευχαριστούμε πολύ για την όμορφη κουβέντα που είχαμε! Ευχόμαστε να έχεις καλό υπόλοιπο στις παραστάσεις του Bios και μία πλούσια καλλιτεχνικά χρόνια.
Πληροφορίες για την παράσταση:
Διασκευή & Σκηνοθεσία: Αμαλία Καβάλη, Γιάννης Σοφολόγης
Πρωτότυπη Μουσική: Gary Salomon
Σκηνικά: Ζωή Μολυβδά-Φαμέλλη
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου
Trailer: Σεμπάστιαν Φραγκόπουλος
Eπικοινωνία παράστασης: Ευαγγελία Σκρομπόλα
Ερμηνεία: Αμαλία Καβάλη, Γιάννης Σοφολόγης
Μουσικός επί σκηνής: Gary Salomon
Παραστάσεις μέχρι τις 6/2 στο BIOS (Πειραιώς 84, Αθήνα)