Ο Γιάννης είναι ένας 40χρονος Ελληνοκύπριος που μένει στην Λευκωσία. Η ζωή του τα έφερε έτσι ώστε να μην μπορεί καν να βγάλει τον σκύλο του για βόλτα χωρίς προβλήματα. Πρέπει να αποφεύγει τόσο την πρώην του με τον νέο σύντροφό της, όσο και τους πιστωτές του. Ο Γιάννης θα μπορούσε να είναι ο γείτονάς μας, ο κολλητός μας, ο ίδιος μας ο εαυτός. Δεν είναι κακός, παρά μόνο λίγο ατζαμής και αιθεροβάμων, αγαθός και καλόκαρδος. Ο σκύλος του, από την άλλη, ο Τζίμι είναι κάπως ανακατωσούρας. Ενώ, λοιπόν, ο Γιάννης σχεδιάζει να εγκαταλείψει μόνιμα την Κύπρο και τα προβλήματά του σε τρεις μέρες, ο Τζίμι το σκάει και πάει να παίξει στην ... λάθος μεριά της Πράσινης Γραμμής, την τουρκοκυπριακή. Όμως, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, απαγορεύεται η διέλευση ζώων από τα Κατεχόμενα στην ελληνοκυπριακή μεριά. Οπότε ο Γιάννης θα χρειαστεί να βρει κάποιον άλλο τρόπο για να φέρει πίσω τον Τζίμι και να τον πάρει μαζί του σε άλλα μέρη.
Το «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ» είναι η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Κύπριου Μάριου Πιπερίδη, που έχει προϋπηρεσία στην παραγωγή, το ντοκιμαντέρ και τις ταινίες μικρού μήκους. Εκτός από την σκηνοθεσία, ο Πιπερίδης υπογράφει και το σενάριο, ενώ η παραγωγή υποστηρίχθηκε από την Κύπρο, την Γερμανία και την Ελλάδα. Η ταινία διέγραψε αξιοσημείωτη φεστιβαλική πορεία. Ξεχωρίζει φυσικά το πρώτο βραβείο που απέσπασε τον Απρίλιο του 2018 στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ της Tribeca της Νέας Υόρκης. Θυμίζουμε ότι το 2017 το ίδιο βραβείο είχε πάει στον «Γιο της Σοφίας» της Ελίνας Ψύκου. Τον περασμένο Νοέμβριο το «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ» συμμετείχε στο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου έλαβε Ειδική Μνεία. Στα κυπριακά βραβεία Cyprus Film Days 2019 κέρδισε τα βραβεία Καλύτερης Κυπριακής Ταινίας, Κοινού και το βραβείο της Φοιτητικής Κριτικής Επιτροπής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Τέλος, στα βραβεία Ίρις 2019 της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου ο Μάριος Πιπερίδης τιμήθηκε με το Βραβείο Σεναρίου, ενώ η ταινία ήταν συνολικά υποψήφια για πέντε βραβεία.
Ο Πιπερίδης προσεγγίζει με χιούμορ τη διχοτομημένη Λευκωσία και δεν αναλώνεται σε μια αδιέξοδη προσπάθεια να βγάλει νόημα από την νομοθεσία. Ωστόσο, αναδεικνύει τον παραλογισμό της και αυτό του το καυστικό σχόλιο γίνεται όχημα για να αναδειχθούν άλλες, λιγότερο φανερές πτυχές του Κυπριακού που αφορούν ανθρώπινες ψυχές.
Ο Κύπριος πιτσιρικάς που φυλάει σκοπιά στην Πράσινη Γραμμή εξηγεί μια ιδέα του για βιντεοπαιχνίδι, το "Buffer Zone Zombies": «... είναι ζόμπι που ζουν μέσα στη νεκρή ζώνη και σκοτώνουν όσους προσπαθούν να περάσουν απέναντι. Αλλά σε κάποια φάση αρχίζουν να τρώνε ο ένας τον άλλον, γιατί τα μισά είναι ελληνικά ζόμπι και τα άλλα μισά τουρκικά ...».
Ο Ελληνοκύπριος Γιάννης περνάει για πρώτη φορά στη ζωή του στα Κατεχόμενα και αφού εντοπίζει τον Τζίμι, αναζητεί το σπίτι της οικογένειάς του, το «σπίτι του», στο οποίο τώρα κατοικεί ο Χασάν με τη δικιά του οικογένεια. Ο Χασάν είναι απόγονος Τούρκων εποίκων. Τα Κατεχόμενα είναι η μόνη πατρίδα που έχει γνωρίσει αυτός και τα παιδιά του. Όπως λέει χαρακτηριστικά, «Οι Ελληνοκύπριοι δεν μας γουστάρουν. Οι Τουρκοκύπριοι δεν μας γουστάρουν. Εδώ γεννήθηκα. Δεν είναι δικό μου λάθος. ... Ξέρεις πώς μας φωνάζουν; "Τίτζα". Η βρωμιά που ξέβρασε η θάλασσα από την Τουρκία». Ο Γιάννης και ο Χασάν αποτελούν τον πυρήνα της ταινίας. Τους αποκαλούν «αδέρφια», κάτι που και οι δύο απορρίπτουν μετά βδελυγμίας. Παρόλα αυτά, ο Χασάν αποφασίζει να βοηθήσει τον Γιάννη με τον Τζίμι κι έτσι οι δυο τους έρχονται κοντά. Την ιδιότυπη παρέα, αυτή την «Συντροφιά του Χέντριξ», ολοκληρώνουν η πρώην του Γιάννη Κίκα και ο λαθρέμπορος Τουρμπέκ.
Μα τι το ιδιαίτερο έχει ο Τζίμι; Η εύκολη απάντηση είναι: μα είναι ο σκύλος του Γιάννη και της Κίκας. Ο Τζίμι παραμένει το στοιχείο που συνδέει τους δυο τους. Και έχουμε δει σε άλλες ταινίες (δες τριλογία John Wick) πόσο μακριά μπορεί να φτάσει κάποιος για το σκυλί του. Ωστόσο, ο Τζίμι και οι... αλητείες του (όπως αντίστοιχα το σκυλάκι του John Wick) αποτελούν απλώς μια τεχνητή εξωτερική πηγή έντασης, μια πρόφαση για να διηγηθεί κανείς την ιστορία. Αντίστοιχα στοιχεία χρησιμοποιούσε κατά κόρον ο Άλφρεντ Χίτσκοκ στις ταινίες του και τα είχε βαφτίσει Μακ Γκάφιν. Η ουσία της ταινίας βρίσκεται σε όσα χωρίζουν τις χώρες και όσα χωρίζουν τους ανθρώπους. Τα πρώτα είναι πολλά και σε κάνουν να πιστεύεις ότι και τα δεύτερα πολλά θα' ναι. Στην πορεία όμως βλέπεις ότι οι διαφορές σου με τον απέναντι, οι αντιπαλότητες και οι έχθρες έχουν σαθρές βάσεις. Κι είναι ευθύνη και υποχρέωσή σου να βασίσεις τις σχέσεις σου με κάθε συνάνθρωπό σου πάνω σε βάσεις στέρεες.
Στον ρόλο του Γιάννη βλέπουμε τον Αδάμ Μπουσδούκο, που γεννήθηκε στη Γερμανία από Έλληνες γονείς και ζει μόνιμα εκεί. Στην Ελλάδα τον γνωρίζουμε κυρίως ως συχνό συνεργάτη και πρωταγωνιστή ταινιών του Φατίχ Ακίν. Επίσης τον είδαμε στο «Τετάρτη 04:45» του Αλέξη Αλεξίου και στο γερμανικό «Ραντεβού στην Ελλάδα» (πρωτότυπος τίτλος: “Highway to Hellas”). Ομολογώ ότι αρχικά η επιλογή με παραξένεψε. Ίσως κάποιος Κύπριος ηθοποιός να μπορούσε να αποδώσει πιο πηγαία τον χαρακτήρα. Ίσως πάλι να μην υπήρχε... ενδιαφέρον. Ωστόσο, ο Μπουσδούκος αποδεικνύεται ιδανικός ως Γιάννης, φέρνοντας τον χαρακτήρα του κοντά στον θεατή, τουλάχιστον στον Έλληνα θεατή. Για την ακρίβεια, διαθέτει ακριβώς το συναισθητικό υπόβαθρο για να υποστηρίξει τις σεναριακές ανάγκες της ταινίας και αναδεικνύει εμπράκτως τις ικανότητές του σε έναν ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο. Σε συνέντευξή του αποκάλυψε ότι αισθάνεται περισσότερο Έλληνας, αλλά μιλάει τα γερμανικά καλύτερα από τα ελληνικά, αν και τα ελληνικά του στην ταινία είναι αψεγάδιαστα. Επίσης, ενθυμούμενος την παιδική του ηλικία, σημείωσε: «Στη Γερμανία πήγα στο ελληνικό σχολείο και μάθαμε την Ιστορία μισώντας τους Τούρκους για όσα έκαναν στους Έλληνες. Από την άλλη μεριά, οι καλύτεροί μου φίλοι ήταν Τούρκοι. Στην παιδική χαρά δεν υπήρχαν αυτά τα θέματα».
Ο Fatih Al έχει τον ρόλο του Χασάν και φέρει το πιο βαρύ συναισθηματικό φορτίο. Το κουβαλάει επάξια, τόσο όσο είναι ο «ξένος» και ο «κακός», αλλά και όταν χρειάζεται να μας πλησιάσει, να μας κοιτάξει στα μάτια και να μας μιλήσει για τη ζωή και τα όνειρά του. Η Βίκυ Παπαδοπούλου, που ενσαρκώνει την Κίκα, μόνο σε κάποια κοντινά φαίνεται ότι μεγαλώνει. Εύχομαι να την βλέπαμε συχνότερα στον κινηματογράφο, μιας και παραμένει αξιόλογη ηθοποιός και άκρως ερωτεύσιμη γυναίκα. Με την ευκαιρία, να σημειώσω ότι η Παπαδοπούλου θα εμφανιστεί στην σειρά του Σωτήρη Τσαφούλια «Έτερος Εγώ: Χαμένες Ψυχές», ενώ πρωταγωνιστεί στην νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», τα γυρίσματα της οποίας ολοκληρώθηκαν το περασμένο φθινόπωρο. Πίσω στην ταινία μας, ο λαθρέμπορος του Özgür Karadeniz βρίσκεται μονίμως στην κοσμάρα του. Δεν έχει συγκεκριμένη ατζέντα και μάλλον είναι ο ρόλος με τον λιγότερο χρόνο και την πιο αδύναμη ιστορία. Περισσότερο ξεχωρίζει για τις εκκεντρικές στυλιστικές επιλογές του, ειδικότερα τα πουκάμισα.
Το «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ» δεν θα λύσει το Κυπριακό και δεν προτείνει λύση, γιατί δεν είναι αυτός ο ρόλος του. Αναδεικνύει όμως ξεκάθαρα τους άξονες στους οποίους πρέπει να βασιστεί η λύση και τις αρχές που θα πρέπει αυτή να υπηρετεί. Συχνά τα όρια ανάμεσα στο χιούμορ και την βλακεία, ανάμεσα στη σάτιρα και την ύβρη είναι πολύ λεπτά. Θεωρώ ότι εδώ κυριαρχεί το αγνό χιούμορ διανθισμένο με τους προβληματισμούς μιας κοινωνίας που αναζητεί να συγκροτήσει μια νέα ταυτότητα. Η ταινία έλαβε θετικές κριτικές και από κυπριακά μέσα. Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Είναι πολύ αγχωτικό να παρακολουθείς μια κυπριακή ταινία, αναπόφευκτα και θεμιτά επιχορηγούμενη από το κράτος, και να αναλογίζεσαι συνεχώς αν και πώς θα περάσει μέσα από τις Συμπληγάδες των «σχολών σκέψης», μέσα από την πολιτική ορθότητα ... Στην περίπτωση της ταινίας του Μάριου Πιπερίδη όμως όλο αυτό είναι ταυτόχρονα και λυτρωτικό ... Δεν είναι κακό να γελάμε με τα χάλια μας».
«Αυτή η ταπεινή ουμανιστική ταινία είναι τόσο μικρή, αλλά συνοδεύεται από ορισμένα μικρά δραστικά χάπια, αν το κοινό επιλέξει να τα πάρει. Ας το ελπίσουμε».
Γράφοντας το συγκεκριμένο άρθρο αναπόφευκτα φαντάστηκα μια ελληνική ταινία που να πραγματεύεται με κωμικό τρόπο την κατάσταση μεταξύ της Ελλάδας και μιας άλλης γειτονικής χώρας, στα βόρεια σύνορα αυτή τη φορά, μιας χώρας που μέχρι πρότινος είχε την συνταγματική ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», η Ελλάδα την αναγνώριζε ως «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας», οι Έλληνες την αποκαλούσαν κατά κόρον «Σκόπια» (την ίδια στιγμή που διόρθωναν όποιον αναφερόταν στο νησί της Λέσβου με το όνομα της πρωτεύουσάς του) και οι περισσότεροι πολίτες των υπόλοιπων χωρών της Ευρώπης και του κόσμου γνώριζαν ως «Μακεδονία». Και το σκεφτόμουν σε δύο άξονες. Αρχικά, αμφιβάλλω ζωηρά, αν μια τέτοια ταινία θα έφτανε ποτέ στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες. Κι αν τελικά έφτανε, οι αντιδράσεις μάλλον θα έκαναν τις διαμαρτυρίες για την παράσταση του “Corpus Christi” να φαντάζουν με παιδικό πάρτι. Από την άλλη, αυτή η ταινία πιθανότατα θα έκανε καλή φεστιβαλική πορεία και ενδεχομένως να έφτανε μέχρι τα Όσκαρ, τουλάχιστον για το σενάριό της. Είναι γνωστή άλλωστε η υποκρισία αυτού που ονομάζουμε «διεθνή κοινότητα». Είτε δεν μπορεί να επιλύσει μια διαμάχη, είτε δημιουργεί η ίδια μια κατάσταση έντασης, χειροκροτεί κινήσεις που «αναδεικνύουν το πρόβλημα», βραβεύει, χρηματοδοτεί μια καινούργια Μ.Κ.Ο. και συνεχίζει να θωπεύεται. Έτσι, όμως, δεν προχωρά ο κόσμος.
Ο Τζίμι ο σκύλος δείχνει πώς μπορεί να είναι ο κινηματογράφος: πολιτικός και αναρχικός, με τον άνθρωπο στο επίκεντρο, να μην γνωρίζει από σύνορα, ικανός να παντρεύει την πολιτική σκέψη με το χιούμορ, να αγκαλιάζει τους ανθρώπους ανεξαρτήτως ταυτότητας και διαβατηρίου.
Το «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ» προβάλλεται από την Πέμπτη 30 Μαΐου 2019 στους ελληνικούς κινηματογράφους σε διανομή της SEVEN FILMS. Ο διεθνής τίτλος της ταινίας είναι “Smuggling Hendrix”.
Μπορείτε να βρείτε την ταινία στην πλατφόρμα του Cinobo.