«Η σύλληψη του Χριστού» ακολουθεί όλα τα μοτίβα που κατέστησαν γνωστό τον καλλιτέχνη: θεατρικότητα, φωτοσκίαση, εξανθρωπισμός του Θείου. Ο πίνακας αποπνέει μια θεατρική ατμόσφαιρα, η οποία απορρέει τόσο από τις έντονες εκφράσεις των προσώπων όσο και από την κινησιολογία. Λόγου χάρη, βλέπουμε τον Ιωάννη, ο οποίος αναπαρίσταται με πράσινο και κόκκινο ρουχισμό, όπως είθισται στους περισσότερους πίνακες (
"The Two Saints John", Anthony van Dyck, "
Saint John the Evangelist", El Greco) να υψώνει τα χέρια του κραυγάζοντας. Παράλληλα, ο Ιωάννης τρέπεται σε φυγή, γεγονός που μαρτυράται από την κίνηση της κόκκινης κάπας του, η οποία δημιουργεί ένα τόξο πάνω από τον Ιούδα και τον Ιησού, συμβολίζοντας τα Πάθη που θα ακολουθήσουν της σύλληψης.
Ο Ιησούς με την σειρά του εμφανίζεται να έχει αποποιηθεί την Θεία του υπόσταση, αποδεχόμενος με ταπεινότητα και εγκαρτέρηση την προδοσία. Η έκφραση του προσώπου του είναι θλιμμένη, ενώ συνάμα έχει μπλέξει τα χέρια με τρόπο που να δηλώνει την παράδοσή του. Αν και διακρίνουμε ελάχιστα από τις μορφές των τριών στρατιωτών, βλέπουμε ξεκάθαρα την βίαιη κίνηση δυο εξ΄αυτών ν΄αδράξουν τον Ιησού. Ο δε Caravaggio, που βρίσκεται πίσω τους, έχει λάβει την έκφραση αγωνίας που θα έχει ένας οποιοσδήποτε μάρτυρας μιας τέτοιας σκηνής. Η πιο εντυπωσιακή μορφή όμως είναι εκείνη του Ιούδα, ο οποίος εν αντιθέσει με τον ήρωα του Giotto, απεικονίζεται λιγότερο προδοτικός και μοχθηρός. Ο Caravaggio δημιουργεί ένα ψυχογράφημα προδοσίας και μετανοιας, με τις ρυτίδες έκφρασης και την προστατευτική κίνηση του χεριού του Ιούδα, που αγκαλιάζει τον Ιησού θέτωντας ένα φυσικό φράγμα μεταξύ εκείνου και των στρατιωτών, να τον καθιστούν λιγότερο κακό και περισσότερο ανθρώπινο.
The Arrest of Christ (Kiss of Judas), Giotto, 1304-1306. Πηγή: Wikiart.org
Η τεχνική του chiaroscuro, που καθιερώθηκε στην ευρωπαϊκή ζωγραφική από τον Caravaggio, θέλει την συνύπαρξη έντονων αντιθέσεων σκιάς και φωτός, οι οποίες είναι ορατές και στην εν προκειμένη σύνθεση, με μια δέσμη φωτός να εισβάλλει από το άνω αριστερά τμήμα και να καταλήγει στο κάτω δεξί τμήμα του πίνακα, ενώ την ίδια στιγμή το υπόλοιπο έργο βυθίζεται στο σκοτεινό φόντο. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως το φαναράκι που κρατά ο Caravaggio, αν και δεν αποτελεί σημαντική πηγή φωτός, εντούτοις χρησιμεύει στην ταυτοποίηση του δημιουργού και στην αναγνώρισή του σαν έναν από τους σύγχρονους κήρυκες της πίστης. Είναι, επιπλεόν, εντυπωσιακό ότι ο Caravaggio φιλοτέχνησε τον πίνακα δίχως να έχει προβεί σε οποιαδήποτε προεργασία, τουλάχιστον αυτή την εικόνα έχουμε ελλείψει σχετικών προσχεδίων, ενώ και κατά την διάρκεια της δημιουργίας δεν μετέβαλλε την αρχική του σύνθεση, με μοναδική εξαίρεση το αυτί του Ιούδα που αρχικώς βρισκόταν πιο ψηλά.
Ο Caravaggio, έπειτα από έναν περιπετειώδη βίο με συνεχή νομικά προβλήματα, θα πεθάνει το 1610 στο Porto Ercole της Τοσκάνης, πιθανώς από δηλητηρίαση, η οποία προκλήθηκε από τα χρώματα που χρησιμοποιούσε. Αν και κατά την σύντομη ζωή του υπήρξε σπουδαία ζωγραφική προσωπικότητα, επηρρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό τις τεχνικές και την αισθητική των συγχρόνων του, ο θάνατος του θα επιφέρει την λήθη του έργου του, ως και το 1920 όποτε και ανακαλύφθηκε εκ νέου από τους ιστορικούς της τέχνης.
«Η σύλληψη του Χριστού» ακολούθησε την πορεία του δημιουργού της ως το 1990, όταν επιβαιώθηκε πως ο πίνακας που κοσμούσε την τραπεζαρία της ιησουτικής κοινότητας στην Leeson Street του Δουβλίνου ήταν αυθεντική σύνθεση του Ιταλού ζωγράφου. Σήμερα, το έργο βρίσκεται στην μόνιμη έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης της Ιρλανδίας, ενώ συνολικά δώδεκα ρέπλικές του εκτίθενται σε διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο, με διασημότερη αυτή του Μουσείο Δυτικής και Ανατολίτικης Τέχνης της Οδησσού που για χρόνια θεωρείτο ως το αυθεντικό έργο.