Η Μαριέττα Κόντου γεννήθηκε κατακαλόκαιρο του ’72 στην Αθήνα και είναι ακόμη πολύ κοντά στο «τότε». Ανήκει στη γενιά της «Αθλητικής Κυριακής», του Carnation, του «Λόλα, να ένα μήλο», του φυτολόγιου, των λευκωμάτων με τις αφιερώσεις, των εικόνων της Sarah Kay και των βιβλίων της Πηνελόπης Δέλτα, της Άλκης Ζέη και της Ζωρζ Σαρή. Θυμάται ακόμη την ασπρόμαυρη τηλεόραση, τις ελληνικές ταινίες του Σαββατοκύριακου και το Θέατρο της Δευτέρας. Έζησε τις δασείες, τις οξείες, τις περισπωμένες και τις σχολικές ποδιές.
Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε το μεταπτυχιακό της στη Συστημική Θεραπεία Ζεύγους και Οικογένειας και το διδακτορικό της στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το συγγραφικό της έργο περιλαμβάνει πέντε παιδικά βιβλία: «Συγγνώμη, μπορώ να πω κάτι;» (2013 εκδ. Μίνωας), «Τα μαγικά χέρια του τσαγκαράκου» (2015 εκδ. Μεταίχμιο), «Ο φίλος μου ο Γκρεγκουάρ» (2015 εκδ. Μεταίχμιο), «Φτου ξελύπη» (2017 εκδ. Μεταίχμιο) και «Η ιστορία μιας μουτζούρας» (2017 εκδ. Μεταίχμιο).
Με αφορμή το ταξίδι του «Φτου ξελύπη» στη Γερμανία γνωρίσαμε τη Μαριέττα Κόντου και συνομιλήσαμε μαζί της για την ενασχόλησή της με τη συγγραφή, τις προκλήσεις της παιδικής λογοτεχνίας και αρκετά ακόμα. Όσα κατάφεραν να γίνουν ερωταπαντήσεις θα τα διαβάσετε στη συνέντευξη που θα δημοσιευτεί σε δύο μέρη. Βρείτε το πρώτο παρακάτω και το δεύτερο μέρος εδώ.
Μετά από την πολυετή ενασχόλησή σας με την ψυχολογία, πώς αποφασίσατε να δοκιμάσετε τη συγγραφή; Ποια η διαφορά ανάμεσα στο να λες μια ιστορία στα παιδιά σου πριν κοιμηθούν και το να γράφεις μια ιστορία που θα διαβαστεί από άγνωστούς σου ανθρώπους και θα νανουρίσει παιδιά που πιθανότατα δε θα γνωρίσεις ποτέ;
Δεν ήταν ακριβώς απόφαση, ήταν μάλλον ένα «πέρασμα» από αυτά που κάνουμε στη ζωή μας όταν νιώθουμε την ανάγκη να ανακαλύψουμε κάτι καινούργιο. Η αφήγηση και η συγγραφή είναι διαφορετικές «χώρες» που όμως έχουν κοινά σύνορα. Η φαντασία, η παιδικότητα, η επιθυμία να διατηρήσεις το ενδιαφέρον του παιδιού υπάρχουν και στις δυο. Η αφήγηση είναι άμεση επικοινωνία και καθρέφτης για τον αφηγητή. Η συγγραφή είναι πιο έμμεση και πιο εσωτερική, αλλά και στις δύο περιπτώσεις παιδιά «βλέπεις» απέναντί σου…
Επισκέπτεστε συχνά σχολεία στο πλαίσιο εκπαιδευτικών εκδηλώσεων. Ποιο είναι το πιο αστείο πράγμα που σας «εκμυστηρεύτηκε» κάποιο παιδί;
Τα παιδιά πολύ συχνά αναφέρονται στην εμφάνισή μου. Ανάλογα με το ποιο βιβλίο έχουν διαβάσει ή δουλέψει στην τάξη, με έχουν φανταστεί και κατατάξει σε κάποια κατηγορία. Συνήθως η προσωπική επαφή τούς ανατρέπει αυτά τα στερεότυπα και τα σχόλια τους είναι πάντα ποικίλα, αστεία και αυθόρμητα!
Το «Φτου ξελύπη» υπερέβη τα όρια της ελληνικής γλώσσας, καθώς μεταφράστηκε στα αραβικά και διανεμήθηκε σε προσφυγόπουλα στην Αθήνα. Ήδη ξεπέρασε και τα όρια του ελλαδικού χώρου, με μια πρωτοβουλία που βρίσκεται εν εξελίξει στο Μύνστερ της Γερμανίας. Δε θα ρωτήσω αν το περιμένατε. Θα ρωτήσω μόνο τι πιστεύετε για τα όρια και τα σύνορα. Μας δείχνουν μέχρι πού επιτρέπεται να φτάσουμε (όπως τα όρια στα κουλουάρ του στίβου) ή μήπως τι πρέπει να ξεπεράσουμε (όπως ο πήχης στο άλμα εις ύψος);
Υπάρχει μια κριτική ενάντια στη βία και τον τρόμο που υπάρχει σε αρκετά κλασσικά παιδικά παραμύθια, π.χ. το «Χάνσελ και Γκρέτελ». Από την άλλη, το σύγχρονο παιδικό βιβλίο συχνά χαρακτηρίζεται από διδακτισμό και έλλειψη πρωτοτυπίας (όπως περιγράφηκε για παράδειγμα από τον Γιάννη Παπαδάτο στο bookpress). Ποια είναι η γνώμη σας με βάση την τριπλή σας ιδιότητα (συγγραφέας, ψυχολόγος και μητέρα); Πώς μπορεί να βρεθεί η ισορροπία; Πόσο απαραίτητο και πόσο αρκετό είναι το χαρούμενο τέλος σε ένα παιδικό βιβλίο;
Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε το μεταπτυχιακό της στη Συστημική Θεραπεία Ζεύγους και Οικογένειας και το διδακτορικό της στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το συγγραφικό της έργο περιλαμβάνει πέντε παιδικά βιβλία: «Συγγνώμη, μπορώ να πω κάτι;» (2013 εκδ. Μίνωας), «Τα μαγικά χέρια του τσαγκαράκου» (2015 εκδ. Μεταίχμιο), «Ο φίλος μου ο Γκρεγκουάρ» (2015 εκδ. Μεταίχμιο), «Φτου ξελύπη» (2017 εκδ. Μεταίχμιο) και «Η ιστορία μιας μουτζούρας» (2017 εκδ. Μεταίχμιο).
Με αφορμή το ταξίδι του «Φτου ξελύπη» στη Γερμανία γνωρίσαμε τη Μαριέττα Κόντου και συνομιλήσαμε μαζί της για την ενασχόλησή της με τη συγγραφή, τις προκλήσεις της παιδικής λογοτεχνίας και αρκετά ακόμα. Όσα κατάφεραν να γίνουν ερωταπαντήσεις θα τα διαβάσετε στη συνέντευξη που θα δημοσιευτεί σε δύο μέρη. Βρείτε το πρώτο παρακάτω και το δεύτερο μέρος εδώ.
Μετά από την πολυετή ενασχόλησή σας με την ψυχολογία, πώς αποφασίσατε να δοκιμάσετε τη συγγραφή; Ποια η διαφορά ανάμεσα στο να λες μια ιστορία στα παιδιά σου πριν κοιμηθούν και το να γράφεις μια ιστορία που θα διαβαστεί από άγνωστούς σου ανθρώπους και θα νανουρίσει παιδιά που πιθανότατα δε θα γνωρίσεις ποτέ;
Δεν ήταν ακριβώς απόφαση, ήταν μάλλον ένα «πέρασμα» από αυτά που κάνουμε στη ζωή μας όταν νιώθουμε την ανάγκη να ανακαλύψουμε κάτι καινούργιο. Η αφήγηση και η συγγραφή είναι διαφορετικές «χώρες» που όμως έχουν κοινά σύνορα. Η φαντασία, η παιδικότητα, η επιθυμία να διατηρήσεις το ενδιαφέρον του παιδιού υπάρχουν και στις δυο. Η αφήγηση είναι άμεση επικοινωνία και καθρέφτης για τον αφηγητή. Η συγγραφή είναι πιο έμμεση και πιο εσωτερική, αλλά και στις δύο περιπτώσεις παιδιά «βλέπεις» απέναντί σου…
Επισκέπτεστε συχνά σχολεία στο πλαίσιο εκπαιδευτικών εκδηλώσεων. Ποιο είναι το πιο αστείο πράγμα που σας «εκμυστηρεύτηκε» κάποιο παιδί;
Τα παιδιά πολύ συχνά αναφέρονται στην εμφάνισή μου. Ανάλογα με το ποιο βιβλίο έχουν διαβάσει ή δουλέψει στην τάξη, με έχουν φανταστεί και κατατάξει σε κάποια κατηγορία. Συνήθως η προσωπική επαφή τούς ανατρέπει αυτά τα στερεότυπα και τα σχόλια τους είναι πάντα ποικίλα, αστεία και αυθόρμητα!
Αφορμή για την κουβέντα μας είναι το «Φτου ξελύπη», ένα βιβλίο σας που διηγείται την ιστορία της μικρής Νουρ από τη φρίκη του πολέμου ως το όνειρο της συμμετοχής σε Ολυμπιακούς αγώνες. Μπορείτε να μας διηγηθείτε την ιστορία του βιβλίου; Πώς γεννήθηκε ως ιδέα και πώς έφτασε τελικά στο τυπογραφείο;
Η ιδέα ξεκίνησε από την συναρπαστική ιστορία της μικρής Σύριας κολυμβήτριας Yusra Martini που διάβασα όταν βοηθούσα τον έφηβο υιό μου που προετοιμαζόταν για τη συμμετοχή του, τότε, στο πρώτο πανελλήνιο μαθητικό συμπόσιο του δικτύου Γυμνασίων ASPnet της Unesco με θέμα το παιδί πρόσφυγα στη Μεσόγειο. Όλοι μου οι παππούδες και οι γιαγιάδες ήρθαν παιδιά από τη Μικρά Ασία, με βάρκες, αφήνοντας πίσω τους μια λατρεμένη αλλά τραυματισμένη πατρίδα και ένα κομμάτι της παιδικότητάς τους χάθηκε σε αυτή την ίδια θάλασσα που κολύμπησε και η Νουρ. Η ιστορία της θα μπορούσε να είναι η ιστορία των προγόνων μου αλλά και των επιγόνων μου. Η ιδέα λοιπόν ενός παιδιού που παλεύει με καταστάσεις πέρα από το μπόι του και αυτό το σπαρακτικό ανακάτεμα φόβου και πεισμωμένης παιδικής δύναμης με καθήλωσαν. Το κολύμπι ήταν η «κόλλα» που κόλλησε όλα τα κομμάτια σε μια ιστορία, αφού προέρχομαι από το χώρο της κολύμβησης που υπήρξε πάντα για μένα ο δικός μου προσωπικός χορός με την ελευθερία.
Πιστεύω στα όρια και στα σύνορα, εντός και εκτός εισαγωγικών, όταν αυτά προστατεύουν, ξεκαθαρίζουν και καθησυχάζουν. Ως θεραπεύτρια τα θεωρώ συχνά και επιβεβλημένα, στις σχέσεις, στις προθέσεις, στους ρόλους. Τα όρια χωρίζουν αλλά μπορούν να γίνουν και σημεία τομής, επικοινωνίας και μοιράσματος αλλά από μια ασφαλή θέση. Υπάρχουν όμως και όρια που ξεπερνιούνται για καλό, είναι θετικά ιδωμένες υπερβάσεις, είναι έξοδοι από την ασφαλή μας ζώνη και γνωριμία με το άγνωστο αλλά χρήσιμο, διδακτικό ή συναρπαστικό. Χρειάζεται σοφία για να μπορούμε να διακρίνουμε τις περιπτώσεις και σεβασμό στον εαυτό μας και τους άλλους για να είμαστε σίγουροι ότι κανείς δεν απειλείται.
Το ταξίδι του «Φτου Ξελύπη» σε άλλες γλώσσες και άλλες χώρες είναι ένα δώρο για μένα και η επιβεβαίωση του αυτονόητου ότι στην τέχνη δεν θα έπρεπε να υπάρχουν όρια, αλλά αυτή να ταξιδεύει -σε όλες της τις μορφές- να κατακτά, να μαγεύει, να ανοίγει πόρτες, παράθυρα και καρδιές.
Δεν πιστεύω στο διδακτισμό, ούτε και τα παιδιά άλλωστε, που τον αντιλαμβάνονται αμέσως και συνήθως του γυρνούν την πλάτη. Ωστόσο, πιστεύω στην ειλικρίνεια και την εντιμότητα απέναντι στα παιδιά. Τα παιδιά θέλουν να ξέρουν την αλήθεια και συχνά ρωτούν επίμονα για να την ανακαλύψουν και όσο κι αν μας φαίνεται παράξενο, την αντέχουν! Δεν πιστεύω στη μονοδιάστατη φύση των παραμυθιών και των βιβλίων που στόχο έχουν μόνο να ψυχαγωγήσουν ή να διδάξουν χαϊδεύοντας παιδικά αυτιά και λέγοντας το αναμενόμενο, αυτό που περιμένουν να ακούσουν. Αυτό συχνά τα κάνει ανιαρά και προβλέψιμα. Τα δύσκολα, τα δυσάρεστα και αυτά μπορούν να λέγονται, να περιγράφονται, είναι μέρος της ζωής αλλά και της «παραμυθητικής» μας κουλτούρας αλλά με έναν όρο: να υπάρχει το φως δίπλα στο σκοτάδι, να υπάρχει λύτρωση, κάθαρση, ανακούφιση και δικαίωση. Τότε ικανοποιείται το αίσθημα δικαίου και της ισορροπίας και αυτό καθησυχάζει τα παιδιά και τους δίνει δύναμη και να ταυτιστούν με τους ήρωες, αλλά και να νιώσουν στο τέλος ασφαλή ότι όλα θα πάνε καλά.