Στο πλαίσιο του προγράμματος “Enter” της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση ανατέθηκε σε καλλιτέχνες ανά τον κόσμο να δημιουργήσουν έργα μέσα σε 120 ώρες για τον εγκλεισμό, δημιουργώντας το δικό τους προσωπικό ημερολόγιο καραντίνας εν μέσω πανδημίας. Ένα από αυτά ήταν το έργο της Λένας Κιτσοπούλου με τίτλο «Λάλκα», μια ταινία μικρού μήκους γυρισμένη σε έναν ορεινό οικισμό της Ναυπάκτου, όπου, όπως η ίδια περιγράφει, τα ένστικτα ανθρώπου και ζώου ζουν απελευθερωμένα και σε αρμονία με τη φύση τους. Η ταινία αφηγείται την καθημερινότητα της δημιουργού στην φύση, με σκηνές από το κυνήγι και την προετοιμασία του φαγητού, με έντονη έμφαση στην βιαιότητα της επιβίωσης και την απενοχοποίησή της.
Η Λένα Κιτσοπούλου κατάφερε να δημιουργήσει ένα απόλυτα οξύμωρο και καυστικό βίντεο, που αφορά τη σχέση του ανθρώπου με την φύση, την παραγωγικότητα, την ενοχή, τη συνείδηση της ύπαρξης μέσα στην κοινωνία και την απελευθέρωση.
Σε ένα βίντεο αφιερωμένο στην παραγωγικότητα εν μέσω εγκλεισμού, θα σταθεί κόντρα στο ίδιο το περιεχόμενο του έργου της, αρνούμενη να ενταχθεί στα πλαίσια της ανθρώπινης έπαρσης, που θέλει να αξιοποιεί δημιουργικά κάθε λεπτό που κυλά. Αντίθετα, εκείνη θα στραφεί στη φύση, εκεί όπου η βιαιότητα γίνεται κομμάτι της καθημερινής ζωής και τα μάτια ενός σκύλου καθώς κατασπαράζει ένα νεκρό ζώο διατηρούν την αθωότητά τους. Ακόμα και εκεί, θα εξευτελίσει κάθε ίχνος σοβαροφάνειας, ρουφώντας εμφατικά τον καπνό από το τσιγάρο που κρατάει ασταμάτητα στο στόμα της, ανάμεσα στο καταπράσινο τοπίο. Θα ζήσει μαζί με έναν ντόπιο, χωρίς ντροπή και ενοχές, την ωμότητα της επιβίωσης.
Άλλωστε, όπως γράφει και η ίδια «Κάποιος που επιλέγει να φάει το καλύτερο κρέας για τον οργανισμό του σίγουρα δεν είναι χειρότερος από τον οικολόγο που έχει ένα σκυλί στο μπαλκόνι του στην Αθήνα». Αναθεωρώντας την ανθρώπινη ύπαρξη στην βαθιά στερεοτυπική καπιταλιστική κοινωνία, θα εμφανιστεί μπροστά στην κάμερα με θάρρος και ειλικρίνεια, θα κοιτάξει τον φακό και θα χλευάσει την τέχνη.
Η ειλικρίνειά της εκφράζεται αφιλτράριστα και χωρίς κανένα ίχνος ηθικολογίας, προκαλώντας πλήθος αντιδράσεων για τις σκηνές μετά την σφαγή του ζώου, συνοδευόμενες από επικριτικά σχόλια. Ωστόσο, παρότι το κυνήγι άγριων ζώων προφανώς είναι κατακριτέο, η καταγραφή αυτή, με έναν σχεδόν ντοκουμενταρίστικο τρόπο, περιγράφει μέσα από την προσωπική της οπτική την αγροτική καθημερινότητα του ντόπιου στον οικισμό, σε μια αντιφατική συνύπαρξη.
Η Λένα Κιτσοπούλου έχει τη δύναμη να αποδομήσει τον ίδιο της τον εαυτό, με ένα βίντεο γεμάτο αντιφάσεις. Από την αρμονία της φύσης, στον εκκωφαντικό κρότο της κάννης. Από τον καθαρό αέρα, στον αποπνικτικό καπνό του τσιγάρου. Από την συντροφικότητα, στην βαρβαρότητα της επιβίωσης. Και αν κάτι σόκαρε στο βίντεό της, είναι περισσότερο η ειλικρίνεια με την οποία αντιμετώπισε το έργο της, παρά οι ίδιες οι σκηνές. Το έργο της ξεχωρίζει γιατί επιλέγει να υπερτονίσει την ανθρώπινη υποκρισία, αφού εθελοτυφλώντας, αρνούμενοι να δεχτούμε τον κύκλο της ζωής στην φύση, στρέφουμε το κεφάλι από την αντίθετη πλευρά, όταν έρχεται η στιγμή να αποδοθούν ευθύνες. Άλλωστε, αυτό που τελικά πρέπει να αναρωτηθούμε δεν είναι τι μας λείπει από την ζωή που είχαμε, αλλά τι θέλουμε να αλλάξουμε.
Προσωπικά θαυμάζω χρόνια το έργο της Λένας Κιτσοπούλου και με το πρόσφατο αυτό βίντεο ένιωσα μια μικρή δικαίωση για όλες αυτές τις ημέρες που πέρασαν, για όλες τις μαύρες σκέψεις που κάναμε τις ώρες του εγκλεισμού. Αυτό που κρατάω είναι η γενναιότητά της να δημιουργήσει κάτι τόσο οξύμωρο που καταλήγει παρεξηγημένο. Κάτι τόσο φαινομενικά πρόχειρο που γίνεται αυτοκαταστροφικό. Για όλα αυτά, Λένα Κιτσοπούλου, όταν όλοι υμνούν την δημιουργικότητα, εσύ στάσου μπροστά τους να εξευτελίσεις την υποκρισία της τέχνης. Για όλα αυτά, Λένα Κιτσοπούλου, μην αλλάξεις ποτέ!
Πριν παρακολουθήσετε το βίντεο αξίζει να διαβάσετε εδώ την δήλωση της ίδιας, τις σκέψεις και την έμπνευση για το έργο της.