Χριστιανόπουλος

Ο Χριστιανόπουλος συνομιλεί με τον Καβάφη

Με αφορμή τον θάνατο του Ντίνου Χριστιανόπουλου θυμόμαστε μια συνάντησή του με τον Αλεξανδρινό ποιητή που δεν έγινε ποτέ.
Διαβάστηκε φορες

Θανάση γιατί ἔκοψες τὸ ἄλφα ἀπὸ μπροστά;
γιὰ ἕνα γράμμα χάνεις τὴν ἀθανασία

Καλοκαίρι του 1932, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος επιβιβάζεται στο πρώτο πρωινό συρμό από την Θεσσαλονίκη προς την Αθήνα, με τελικό προορισμό το νοσοκομείο, όπου νοσηλεύεται ο δάσκαλός του, Κωνσταντίνος Καβάφης. Η συνεύρεση των δύο ανδρών είναι εγκάρδια, αφού κατορθώνουν να συναντηθούν μετά από αρκετό διάστημα.

Η συζήτησή τους κινείται γύρω από την ποίηση, τον έρωτα, την μοναξιά και την αναζήτηση της ευτυχίας. Το πρώτο θέμα που θίγουν είναι ο ποιητικός λόγος, αφορμόμενοι από την πρώτη ποιητική συλλογή του Χριστιανόπουλου, που φέρει τον τίτλο «Εποχή των ισχνών αγελάδων». Ο Καβάφης θυμάται πως όταν είχε πρωτοσυναντήσει τον Χριστιανόπουλο, τον είχε παροτρύνει να υιοθετήσει μια λιτή ποιητική γραφή με λαϊκό λεξιλόγιο. Το γεγονός ότι ο τελευταίος τον εισάκουσε δείχνει να τον χαροποιεί ιδιαιτέρως. Ο Χριστιανόπουλος, όντας κολακευμένος από τα λόγια του Αλεξανδρινού ποιητή, χαμηλώνει το βλέμμα του ως ένδειξη σεβασμού. Είναι έτοιμος να τον ευχαριστήσει, μα πριν προλάβει να αρθρώσει λόγο, ακούει τον Καβάφη να του ασκεί κριτική για το περιεχόμενο των ποιημάτων του.

Γιατί αυτοτιμωρείσαι;, τον ρωτά ο Καβάφης. «Εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός. / Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω, / στες απολαύσεις τες ονειρεμένες, / στες τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες, / στες λάγνες του αίματός μου ορμές, χωρίς / κανέναν φόβο», θα έπρεπε να δηλώνεις σε κάθε σου στίχο.

Ο Χριστιανόπουλος προσπαθεί να κρύψει την ταραχή του, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Είναι αδύνατον να ηρεμήσει. Κινείται προς το παράθυρο. Η συζήτηση έχει λάβει μια τροπή που δεν περίμενε. Ανασαίνει βαριά και καθώς απελευθερώνει σιγά σιγά τον καπνό, απαντά χαμηλόφωνα προς τον δάσκαλό του, δίχως να τον κοιτάζει, «Δεν ξέρω πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωτα. / Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών, / φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες, / συσκότιση παραπόνου, / παρηγοριά σπασμών. / Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας, / όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί».

Μου μιλάς για μοναξιά; Κοίταξέ με Ντίνο! Είμαι άρρωστος, μακριά από το σπίτι μου και προπαντών μονάχος, «εξηντλημένος και κυρτός, / σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις», το παραδέχομαι, μα «δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ' επήγα. / Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές, / μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν, / επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα. / Κ' ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς / που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.» Διότι, φίλτατε, αυτή είναι η ουσία του να ζεις.

Ο Χριστιανόπουλος μισοτελειώνει το τσιγάρο του, κοιτάζοντας μουδιασμένα μια τον δάσκαλο του και μια τον αττικό ουρανό. Δεν έχει ματαδεί πιο όμορφο γαλάζιο απ΄αυτό που αντικρίζει τούτη την στιγμή, γεγονός που κάνει ακόμα πιο δύσκολο να εκφέρει τις επόμενες λέξεις του. Παίρνει μια ανάσα. Τις προάλλες περιπλανιώμουν στους δρόμους της Σαλονίκης, μέχρι που βρέθηκα μπρος στην θάλασσα να χαζεύω το παιχνίδι της με τον άνεμο. Δεν θυμάμαι πόση ώρα έμεινα έτσι άπραγος. Ξέρεις τι συνειδητοποίησα εκείνη την ημέρα; «Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: / μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις. / Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους - / μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις» και «τώρα που βρήκα πια μιαν αγκαλιά, / καλύτερη κι απ' ό,τι λαχταρούσα, / τώρα που μου 'ρθαν όλα όπως τα 'θελα / κι αρχίζω να βολεύομαι μες στην κρυφή χαρά μου, /νιώθω πως κάτι μέσα μου σαπίζει».

Έρχεται και κάθεται στην αρχική του θέση. Ο Καβάφης τον κοιτά αλλά δεν βγάζει μιλιά. Είχε βρεθεί και αυτός αντιμέτωπος με την ηθική των άλλων και την δική του. Είχε εγκλωβιστεί για πολλά χρόνια μέσα στα τείχη που είχε χτίσει η ενοχή του, μα έχει λησμονήσει πια τον πόνο. Τα χρόνια εκείνα έρχονται στην θύμηση του ως ηδονική ανάμνηση.

Προσπαθεί να σπάσει τη σιωπή που τους έχει τυλίξει. Θυμάται πως ο Χριστιανόπουλος του είχε αναφέρει σ΄ένα γράμμα του για το επερχόμενο ταξίδι του στη «στενή και μικρόχαρη Ιθάκη / με τα χριστιανικά της σωματεία /και την ασφυχτική της ηθική» που ολοένα ανέβαλλε. Έχοντας πραγματοποιήσει ο ίδιος πρώτος το ταξίδι, τον συμβουλεύει να οπλιστεί με υπομονή και επιμονή, καθότι ο δρόμος προβλέπεται μακρύς «γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις». «Μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω, τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;» τον ρωτά φανερά προβληματισμένος ο Χριστιανόπουλος. «Μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη. / Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι. / Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο. / Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια», του ανταπαντά ο Αλεξανδρινός ποιητής σε μια προσπάθειά του να ελαφρύνει το βάρος από την ψυχή του μαθητή του. 

Σιωπή. Ξανά. Με το βλέμμα του ο Χριστιανόπουλος προσπαθεί να εντοπίσει την έξοδο. Μοιάζει αναποφάσιστος. Τελικά σηκώνεται. Χαιρετά τον δάσκαλό του και δεν ξεχνά να τον ευχαριστεί για την βοήθεια που έχει προσφέρει στο έργο του. Λίγο πριν αποχωρήσει, του υπόσχεται πως θα τον επισκεφθεί σύντομα. Δεν θα πάει όμως. Τον Απρίλιο του επόμενου έτους (1933), ο Καβάφης θα πεθάνει στην Αλεξάνδρεια. Τον Μάρτιο του 1931, ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, κατά κόσμον γνωστός ως Ντίνος Χριστιανόπουλος, θα γεννηθεί στην Θεσσαλονίκη. Η συζήτηση των δυο ποιητών δεν θα λάβει ποτέ μέρος, αν και οι στίχοι τους έχουν συνομιλήσει ουκ ολίγες φορές. Ο Χριστιανόπουλος θα αναφέρει πάντοτε τον Καβάφη ως τον δάσκαλό του.

* Στο κείμενο αναφέρονται στίχοι από τα ποιήματα «Ιθάκη», «Έρωτας», «Τέλος», «Θάλασσα»,« Το κορμί και το σαράκι» του Χριστιανόπουλου, καθώς και από τα ποιήματα «Ιθάκη»,«Τα επικίνδυνα», «Επήγα» και «Πολύ σπανίως» του Καβάφη.

Διαβάστε ακόμα