Η δημοσίευση μιας φωτογραφίας από τη βραδιά της εκδήλωσης για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στο Προεδρικό Μέγαρο, έγινε πριν λίγες μέρες αφορμή για να ξεσπάσει ένας εκ Δεξιών πόλεμος εναντίον ενός αγνώστου στους πολλούς ανθρώπους, για τον οποίο όμως βγήκαν άμεσα τα συμπεράσματα. Πώς τόλμησε αυτός, ένας… αναρχοάπλυτος, να εμφανιστεί με βερμούδα και σαγιονάρες, σε έναν τέτοιο χώρο, σε μια τέτοια εκδήλωση;
Η κουλτούρα της ακύρωσης εφαρμόστηκε με λύσσα και βιασύνη
Όταν σύντομα αποκαλύφθηκε η αλήθεια, ότι δηλαδή ο εν λόγω άνθρωπος δεν ήταν κάποιο στέλεχος της Αριστεράς, αλλά ένας μουσικός που απλώς πήγε με το καθημερινό του ντύσιμο στην πρόβα (σε μία πολύ ζεστή μέρα), ήταν ήδη αργά. Ο (περί ου ο λόγος) Ιωάννης Στρατάκης, βιολιστής στην ορχήστρα της ΕΡΤ, που αργότερα εκείνη τη μέρα άλλαξε ρούχα, έβαλε το φράκο του και έπαιξε, μαζί με τους συναδέλφους του, προς τέρψη των παρευρισκομένων στη δεξίωση, είχε ήδη στιγματιστεί, είχε ήδη λασπωθεί. Πολλοί από εκείνους που σχημάτισαν μια εικόνα από το αρχικό κύμα χολής ενδεχομένως δεν θα μάθουν ποτέ την αλήθεια –ή δεν θα παραδεχθούν ότι βιάστηκαν να του φορέσουν μια ταμπέλα.
Δύο μόλις μέρες μετά, ένας άλλος μουσικός, διάσημος αυτός, δέχτηκε πυρ ομαδόν, εξ Αριστερών τούτη τη φορά. Η είδηση που κυκλοφόρησε ήταν ότι ο Σωκράτης Μάλαμας, κατά τη διάρκεια συναυλίας του στο Ρέθυμνο, ζήτησε να κατέβουν δύο πανό («ΒΙΑΣΤΗΣ ΕΙΝΑΙ» και «ΔΗΚΕΟΣΗΝΙ») επειδή τον αποσυντόνιζαν. Ποιος είδε τον σοσιαλμιντιακό όχλο και δεν τον φοβήθηκε… Δωσ’ του ποστ και κόντρα-ποστ, για το πόσο συστημικός ήταν πάντα ο καλλιτέχνης, και πόσο ξεγραμμένος είναι, και πόσο «εμένα δεν μου άρεσε ποτέ, και για δες, δίκιο είχα».
Παρότι δεν άργησε να δημοσιοποιηθεί βίντεο με την καταγραφή του συγκεκριμένου περιστατικού, όπου αποτυπώνεται σαφώς το τι πραγματικά συνέβη (ο Μάλαμας δήλωσε ότι συμφωνεί με τα ζητούμενα, και απλά αιτήθηκε να κατέβουν τα πανό και να αναρτηθούν ξανά αργότερα), παρότι και ο ίδιος ο καλλιτέχνης έκανε σχετική ανακοίνωση στην επίσημη σελίδα του στο Facebook, οι περισσότεροι από τους κήνσορες όχι μόνο δεν ανασκεύασαν, αλλά επέμειναν στα κατηγορώ τους. Το καθάρισμα της λάσπης πολλοί εμίσησαν, την εκτόξευσή της όμως ουδείς(;).
Οι δύο μουσικοί είναι, βέβαια, τα πιο πρόσφατα παραδείγματα, καθώς οι περιπτώσεις όπου η όλη κουλτούρα της ακύρωσης εφαρμόστηκε με λύσσα και βιασύνη –όχι ότι αν εφαρμοζόταν ευγενικά και βραδέως θα ήταν αποδεκτή- είναι πολλές και αποτελούν ένα φαινόμενο των καιρών μας. Κι αν η εργαλειοποίησή της από το Ακραίο Κέντρο και τη Δεξιά δεν χτυπάει καμπανάκια στους οπαδούς των εν λόγω ιδεολογιών, η μεταχείρισή της από χώρους της Αριστεράς (θα περίμενε κανείς να) προκαλεί οπωσδήποτε κάποιον προβληματισμό.
Είσαι όσο ηθικός είμαι εγώ;
Γιατί, όταν το επίκεντρό σου είναι ο Άνθρωπος, και όταν υποτίθεται γνωρίζεις ότι αυτός συντρίβεται στα γρανάζια συστημάτων και θεσμών που έχουν υφανθεί ερήμην του, θα αναμενόταν να έχεις κάπως διαφορετική στάση: να σκεφτείς διπλά προτού στείλεις κάποιον στο πυρ το εξώτερον, να ψάξεις να βρεις την άλλη πλευρά της είδησης, που πάντα υπάρχει. Θα αναμενόταν επίσης όλες οι ηγετικές φιγούρες του χώρου να έχουν από καιρό διαχωρίσει τη θέση τους από αυτή τη λαίλαπα, που σε τίποτα καλό δεν μπορεί να οδηγήσει τελικά. Ευτυχώς, υπάρχουν αρκετές που το έκαναν ήδη.
Πόσο ανθρωποκεντρικό είναι τελικά να θέλουμε να εξαφανίσουμε κάποιον απλώς επειδή δεν συμφωνούμε με μία εκφρασμένη άποψη ή ενέργειά του; Πόσο ανθρωποκεντρικό είναι να θέλουμε να τον ακυρώσουμε ολόκληρο -ηθικά, κοινωνικά, επαγγελματικά- εξαιτίας μιας στιγμιαίας απόφασής του; Ακόμα και σε πραγματικό ολίσθημα να είχε υποπέσει ο Μάλαμας, θα ήταν ολέθρια μια τέτοια στάση· πόσο μάλλον που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρξε ουσιαστικό ατόπημα.
Οι αγώνες για τα δικαιώματα κοινωνικών ομάδων που καταπατώνται είναι όμορφοι· είναι δίκαιοι· είναι απαραίτητοι. Πολύ καλώς υψώνονται φωνές εναντίον π.χ. των αποφάσεων αποφυλάκισης των Λιγνάδη και Κορκονέα, και κατά της αστυνομικής/κρατικής βίας που καταδιώκει κάθε αδύναμη οντότητα ή μειονότητα. Όλη αυτή η ομορφιά, όλη αυτή η αισιόδοξη δυναμική, δεν έχει ανάγκη τα δάχτυλα που δείχνουν, τις στριγκλιές που κηρύσσουν, τα βλέμματα που λένε «δεν είσαι όσο ηθικός είμαι εγώ». Αμαυρώνουν όλα αυτά την ανάγκη και την αυτοτέλεια που διέπει αυτούς τους αγώνες, και συντηρούν έναν φαύλο κύκλο αρνητικότητας και αποπροσανατολισμού. Ναι στην κριτική, όταν αυτή στρέφεται ενάντια στις κακές πρακτικές και στις παθογένειες, και όχι ενάντια στα πρόσωπα.
Ας συνταχθεί, λοιπόν, ο καθένας μαζί μας, ή και όχι· και ας ζήσει όπως θέλει: μέσα στους αγώνες ή εκτός, μέσα στο «σύστημα» ή όσο είναι δυνατό έξω απ’ αυτό. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν έχουμε όλοι τις ίδιες αντοχές, ούτε το ίδιο θάρρος. Κι αν κάτι μας κάνει ανθρωπινότερους, αυτό είναι η ικανότητά μας -η δύναμή μας- να κατανοήσουμε εκείνους που δεν μπορούν να είναι σαν κι εμάς· να τους πούμε «δεν πειράζει, θα συνεχίσουμε εμείς».