Θα σας πούμε κάτι που μάλλον ήδη ξέρετε. Όλος ο κόσμος μιλάει για το "Poor Things". Και όχι άδικα. Με τολμηρή, κοφτερή ματιά, εντυπωσιακές ερμηνείες και ένα οργιώδες πολύχρωμο σύμπαν, το "Poor Things" συγκαταλέγεται άνετα στις καλύτερες στιγμές του ανήσυχου Έλληνα δημιουργού Γιώργου Λάνθιμου.
Η ιστορία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Gray Alasdair αλλά κινηματογραφικά πηγαίνει ακόμα παραπέρα. Ξεκινά με την αυτοκτονία μιας νεαρής εγκύου γυναίκας. Ένας αλλόκοτος και ολίγον παράφρων επιστήμονας, ο Γκόντγουιν Μπάξτερ (Γουίλεμ Νταφόε), θα την επαναφέρει και πάλι στη ζωή μεταμοσχεύοντάς της τον εγκέφαλο του αγέννητου παιδιού της!
Χάος; Ανήθικη πράξη; Η φιλοσοφική διάσταση αυτής της ασυνήθιστης νεκρανάστασης δεν απασχολεί τόσο τη θεματική της ταινίας όσο το εμπειρικό κομμάτι: Πώς είναι να ξεκινάς από το μηδέν με όλες τις σελίδες σου ολόλευκες;
Η Μπέλα Μπάξτερ, λοιπόν (η Έμα Στόουν ζωγραφίζει στον πιο απαιτητικό ρόλο της μέχρι τώρα καριέρας της), ανοίγει τα έκπληκτα της μάτια αντικρίζοντας έναν καινούργιο, θαυμαστό κόσμο όπου όλα τής είναι άγνωστα. Ακόμα και ο ίδιος της ο εαυτός.
Έχει, όμως, μια πελώρια λαχτάρα και ισχυρή θέληση να ανακαλύψει το μέγα μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στην αρχή όλα είναι ασπρόμαυρα, βαρετά και μονότονα. Τα βήματά της είναι μικρά, ασταθή και το λεξιλόγιό της φτωχό. Είναι ένα επιτυχημένο πείραμα σε ένα απόλυτα προστατευμένο περιβάλλον.
Όμως, ως γνήσια εξερευνήτρια, δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο διάστημα στάσιμη. Σύντομα θα ανακαλύψει τη χαρά της αυτοϊκανοποίησης και θα θελήσει να επιδοθεί δημόσια σε αυτήν τη νέα ευχάριστη ασχολία. Όπως γίνεται συνήθως, οι κοινωνικές συμβάσεις απαγορεύουν ό,τι ξεφεύγει από τη κοινή λογική.
Χωρίς να το πολυκαταλάβει θα αποκτήσει μνηστήρα, όμως νιώθει να ασφυκτιά μέσα στο ρούχο που πάνε να της φορέσουν. Η Μπέλα, ως σύγχρονη Εύα, θα εγκαταλείψει τον Πατέρα-Δημιουργό, (δεν είναι τυχαίο πως σε όλη την ταινία τον αποκαλεί “God”), ψάχνοντας το δικό της παράδεισο μακριά από την καθοδήγησή του.
Με τη βοήθεια του Ντάνκαν, ενός αμφιβόλου ηθικής bon viveur δικηγόρου (Μαρκ Ράφαλο), θα ταξιδέψει μέχρι τη Λισαβόνα. Εκεί θα απελευθερωθεί ερωτικά, μέσα από αλλεπάλληλες σεξουαλικές συνευρέσεις που τις αντιμετωπίζει ως παιχνίδι.
Είναι μια όμορφη, υγιής γυναίκα με το μυαλό ενός βρέφους. Αυτό της δίνει την ελευθερία να κινείται, να φέρεται, να αντιδρά με όποιον τρόπο τής κατέβει στο κεφάλι. Χαστουκίζει, κλωτσάει, φτύνει στο πιάτο της. Δεν είναι μια καθώς πρέπει κυρία αλλά ένα απίστευτα γοητευτικό πλάσμα, που δεν πειθαρχεί, δεν υπακούει σε κανόνες και διεκδικεί σθεναρά ό,τι της δίνει ικανοποίηση.
Οι διαδοχικές μεταμορφώσεις της Μπέλα Μπάξτερ
Η Μπέλα είναι παρορμητική και λειτουργεί κυρίως με το ένστικτο. Μέσα της δεν υπάρχουν ανεπτυγμένες οι έννοιες του σωστού και του λάθους. Είναι πλήρως απαλλαγμένη από το επίκτητο αίσθημα της ντροπής και μοιάζει να απολαμβάνει κάθε της στιγμή με αυθεντική χαρά. Ζει με όλο της το κορμί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή του ξέφρενου χορού της.
Καθώς η υπόθεση της ταινίας προχωράει, μοιραία εξελίσσεται και η ίδια. Βλέπουμε τις σταδιακές αλλαγές στην προσωπικότητά της. Αλλάζει όπως και η χρωματική παλέτα της ταινίας, που από την ασπρόμαυρη αρχή περνάει σε όλο και πιο έντονα χρώματα με το μπλε να κυριαρχεί στο ταξίδι της αυτογνωσίας της. Τα ρούχα της έχουν έντονες γραμμές, τονισμένους ώμους, σα να μεγαλώνει και σωματικά. Μια Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Μόνο που η ίδια είναι το θαύμα εδώ.
Θα ξεχωρίσω δύο στιγμιότυπα που σηματοδοτούν την αλλαγή της. Στην Πορτογαλία θα ακούσει το αισθαντικό θλιμμένο τραγούδι μιας γυναίκας (πρόκειται για το περίφημο πορτογαλέζικο τραγούδι fado και fado σημαίνει «μοίρα») και θα σταθεί για λίγο κάτω από το μπαλκόνι της, συνεπαρμένη. Και το δεύτερο στιγμιότυπο είναι όταν στη διάρκεια του ταξιδιού της στην Αλεξάνδρεια τη βλέπουμε για πρώτη φορά να λυγίζει μπροστά στην πρωτόγνωρη εικόνα του πόνου, της φτώχειας και του θανάτου και θα προσπαθήσει να βοηθήσει εκείνους τους ανήμπορους ανθρώπους.
Στο μεταξύ, η Μπέλα έχει αρχίσει όλο και πιο πολύ να ξεφεύγει από τον έλεγχο και την επιρροή του συνοδού της, Ντάνκαν. Δεν τον βρίσκει πια ούτε καν επιθυμητό και προτιμά να διαβάσει ένα βιβλίο στο κατάστρωμα του πλοίου παρά να περάσει χρόνο μαζί του. Εκείνος μοιάζει να συρρικνώνεται διαρκώς μπροστά της, να αυτογελοιοποιείται και να χάνει την αυτοπεποίθησή του. Αυτό που ξεκίνησε σαν περιπέτεια θα καταλήξει σιγά-σιγά ένας εφιάλτης για τον ίδιο. Το φουσκωμένο του εγώ θα δεχτεί ανεπανόρθωτο πλήγμα.
Στο Παρίσι, η Μπέλα θα γνωρίσει, εκτός από τις ηδονές, και τις διαστροφές. Θα εισέλθει στα άδυτα του πληρωμένου έρωτα. Θα βιώσει ακόμα μια έντονη βαθιά σωματική εμπειρία, μόνο που αυτή τη φορά δε θα διαλέξει εκείνη τους παρτενέρ της, αλλά θα γίνει το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου των πελατών ενός εκκεντρικού μπορντέλου.
Προχωρώντας προς το φινάλε, θα μας αποκαλυφθεί η πραγματική ταυτότητα της ηρωίδας. Η προηγούμενη ζωή της, η «κανονική», και συμβατική την οδήγησε στην επιλογή της αυτοκτονίας.
Η δεύτερη ευκαιρία της, η αναγέννησή της, θα την οδηγήσει πάλι πίσω στο σπίτι-εργαστήριο και στην αναζήτηση της πατρικής φιγούρας.
Στο τέλος, θα καταλήξει με εκείνον που δεν προσπαθεί να την αλλάξει ή να τη φέρει στα μέτρα του αλλά την αποδέχεται για αυτό που είναι.
Poor Things: Ένα κερδισμένο στοίχημα
Ο Γιώργος Λάνθιμος έχει βρεί την ιδανική του μούσα στο πρόσωπο της Έμα Στόουν. Αλληλοσυμπληρώνονται εξαιρετικά, έχουν κοινούς κώδικες, είναι ολοφάνερο πως η Στόουν τον εμπιστεύεται με κλειστά μάτια και για κανέναν άλλο δε θα τολμούσε να εκθέσει τόσο πολύ τον ευατό της. Ξεγυμνώνει το σώμα της και την ψυχή της και δίνει μια μεγαλειώδη ερμηνεία που σίγουρα δεν θα περάσει απαρατήρητη από τα Βραβεία Όσκαρ.
Το σκηνικό του "Poor Things" είναι βγαλμένο, θαρρείς, από πίνακες ζωγραφικής, σαν να βούτηξε το πινέλο του ο Σαλβαντόρ Νταλί και χρωμάτισε τον ουρανό, έκρυψε καλά τα σύμβολά του σε δωμάτια και κτίρια, παραμορφωτικούς φακούς και δάνεισε την αχαλίνωτη φαντασία του στα σουρρεαλιστικά κομμάτια της ταινίας. Επιρροές, ακόμα, διακρίνουμε και από το έργο του Ιερώνυμου Μπος και ιδιαίτερα από τον κήπο των επίγειων απολαύσεων.
Ο Γιώργος Λάνθιμος μάς έχει συνηθίσει σε τολμηρές δημιουργίες. Έχει το δικό του προσωπικό ύφος, και κάθε νέα του ταινία μονοπωλεί τις συζητήσεις. Η τελευταία του ταινία φαίνεται πως κέρδισε το στοίχημα με το κοινό, οι προβολές πραγματοποιούνται σε γεμάτες αίθουσες, ουρές σχηματίζονται έξω από τα σινεμά ενώ οι κριτικές είναι κάτι παραπάνω από ενθουσιώδεις.
Μεγάλος νικητής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, και με την τιμητική διάκριση του Χρυσού Λέοντα στις αποσκευές του. Ένας ταλαντούχος κινηματογραφιστής που έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται στο εξωτερικό, συνεργάζεται άψογα με τους ηθοποιούς του και έχει χτίσει ένα ισχυρό όνομα μέσα από σκληρή δουλειά.
Το "Poor Things" είναι μια πολύ έξυπνη κωμωδία με στοιχεία σάτιρας και φάρσας, μια άρτια καλλιτεχνική δημιουργία που σε προβληματίζει και είναι αδύνατον να την ξεχάσεις. Σε βάζει μέσα στο πολύχρωμο ονειρικό της κάδρο, σε ταρακουνάει, σαν να πηδάς πάνω σε ένα τραμπολίνο, σαν να σε παίρνει από το χέρι η πρωταγωνίστρια και να σου λέει: «Ξέχασε τα όλα. Δεν υπάρχει μνήμη, μόνο η φύση που σε καλεί. Η ζωή είναι μια άγνωστη σειρήνα. Μη φοβηθείς να ακούσεις το τραγούδι της».