Συνέντευξη με τη νεαρή σκηνοθέτη και σεναριογράφο Ελεάννα Σαντοριναίου

Με αφορμή την ανοιχτή προβολή της ταινίας της «Parson and Son» στο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους του Ομπερχάουζεν
Διαβάστηκε φορες
Η Ελεάννα Σαντοριναίου είναι μια νεαρή σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Στην Αθήνα έχει γράψει και σκηνοθετήσει τρεις παραστάσεις για μικρά παιδιά στο θέατρο Φούρνος, καθώς και την πρώτη της ταινία μικρού μήκους. Πλέον ζει στο το Λονδίνο, όπου σκηνοθέτησε τις επόμενες δύο ταινίες της, κατά τη διάρκεια της φοίτησης στο London Film Academy, και ήδη ετοιμάζει την τέταρτη. Η ανοιχτή προβολή της περσινής της δημιουργίας με τίτλο «Parson and Son» στο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους του Ομπερχάουζεν (Internationale Kurzfilmtage Oberhausen) την Κυριακή 4 Μαΐου αποτέλεσε την ιδανική ευκαιρία για να κάνουμε μια δημόσια συζήτηση και να γνωριστούμε καλύτερα.



Ας ξεκινήσουμε σε χρονολογική σειρά. «Μήλα, ζάχαρη, κανέλα». Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σου με το θέατρο;

Είχα την τύχη –ή την ατυχία, όπως το πάρει κανείς– να γεννηθώ σε μία καλλιτεχνική οικογένεια. Μεγάλωσα μέσα σε πλατό τηλεόρασης, κάμερες και ηθοποιούς. Όταν ήμουν 15 χρονών, είχα πλέον παραδεχτεί στον εαυτό μου ότι ήθελα να γίνω σκηνοθέτης. Το θέατρο Φούρνος ανήκει στην οικογένειά μου, συνεπώς από τότε που πρωτοάνοιξε μέχρι και σήμερα περνάω άπειρες ώρες στο χώρο. Πάντα αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα και εγώ κάποια μέρα να κάνω μία παράσταση, όπως «οι πραγματικοί σκηνοθέτες». Τα Χριστούγεννα του 2008 μου δόθηκε η ευκαιρία να το δοκιμάσω και έτσι και έκανα.

Φέτος ανέβηκαν τρεις παιδικές θεατρικές παραστάσεις στο Φούρνο στις οποίες “έχεις βάλει το χεράκι σου”. Πώς είναι η συνεργασία σου με τους ανθρώπους του θεάτρου και τους συντελεστές των παραστάσεων;

Θα έλεγα ότι είμαστε μία ομάδα και λειτουργούμε σαν τέτοια. Όλοι ενδιαφερόμαστε για τη συνεχή βελτίωση των παραστάσεων. Ακόμα και στα διαλείμματα μεταξύ των παραστάσεων, συζητάμε για το τι πήγε καλά και τι θέλει δουλειά, τι θα μπορούσε να προστεθεί στην συνολική εμπειρία τον παιδιών «πάω θέατρο» κτλ. Σαν σκηνοθέτης έχω ένα συγκεκριμένο όραμα, αλλά θέλω να είμαι ανοιχτή σε κάθε είδους πρόταση που μπορεί να βελτιώσει την παράσταση. Άλλωστε οι παραστάσεις δεν θα ήταν ίδιες χωρίς την πολύτιμη βοήθεια και στήριξη κυρίως των δύο ηθοποιών, Ευγενίας Μαραγκού και Ματίνας Δημητροπούλου, και βεβαίως της ομάδας του Φούρνου.



Από το θέατρο στον κινηματογράφο. Πώς έγινε η μετάβαση; Θεωρείς ότι ήταν νομοτελειακό;

Το θέατρο μού άρεσε και το είχα πάντα σαν δεδομένο, εφόσον είχα μεγαλώσει μέσα στο Φούρνο. Ο κινηματογράφος ήταν για μένα κάτι περισσότερο μαγικό και συνάμα πολύ ρεαλιστικό, με την έννοια του τι πραγματεύεται. Αν και ξεκίνησα από το θέατρο, ήξερα ότι ο τελικός σκοπός είναι ο κινηματογράφος. Μόλις τελείωσα τις σπουδές μου στην Αθήνα (σπούδασα Φιλοσοφία και Θεωρία των Επιστημών στο Μ.Ι.Θ.Ε. στο Καποδιστριακό), ήρθα στην Αγγλία για να σπουδάσω κινηματογράφο. Τον περασμένο Σεπτέμβριο τελείωσα τις σπουδές μου και βλέποντας το κλίμα και το πώς δουλεύουν στο Λονδίνο αποφάσισα να μείνω εδώ.

Θα συνεχίσεις να ασχολείσαι με το θέατρο; Ποιες διαφορές στη δυνατότητα έκφρασης διακρίνεις ανάμεσα στο θέατρο και τον κινηματογράφο;

Όταν ήμουν μικρότερη πίστευα ότι μόλις αρχίσω να ασχολούμαι με τον κινηματογράφο θα σταματήσω το θέατρο. Το έβλεπα σαν ένα ενδιάμεσο στάδιο. Ανακάλυψα ότι έκανα λάθος. Θέλω πολύ συνειδητά να σκηνοθετώ και στα δύο μέσα. Στον κινηματογράφο, ως σκηνοθέτης, δημιουργείς κόσμους, καταστάσεις, και βάζεις τους ήρωές σου μέσα στον κόσμο που δημιούργησες. Πάντα όμως έχεις τη δυνατότητα να ελέγξεις ποιο κομμάτι αυτού του κόσμου θα δουν οι θεατές.

Αντίθετα στο θέατρο φτιάχνεις χαρακτήρες που κινούν τον κόσμο. Οι ήρωες-ηθοποιοί πρέπει να συνδεθούν με τους θεατές και να τους τραβήξουν σε έναν πιο διανοούμενο θα έλεγα κόσμο, περισσότερο αφαιρετικό. Πιστεύω ότι στο θέατρο μπορείς να εκφράσεις βαθύτερες σκέψεις, ίσως και με μεγαλύτερη ευκολία, για παράδειγμα με τους μονόλογους. Βέβαια αυτά δεν είναι απόλυτα. Πολλοί σκηνοθέτες του κινηματογράφου χρησιμοποιούν την κάμερα σχεδόν σαν ένα φιλοσοφικό υπόστρωμα (π.χ. Μπέργκμαν) και επίσης πολλά θεατρικά έργα αγγίζουν τα όρια της κινηματογραφικής εμπειρίας με φαντασμαγορικά σκηνικά και ομάδες πολλών ατόμων (π.χ. μιούζικαλ).

Πώς εμπνεύστηκες την πρώτη σου ταινία μικρού μήκους («Do You Remember when we used to go to the sea?»);

Ήταν μία αρκετά συνειρμική διαδικασία. Είχα για αρκετό καιρό στο μυαλό μου το τραγούδι της Τάνιας Τσανακλίδου «Μαμά Γερνάω». Επίσης είχα στο μυαλό μου το παιδικό βιβλίο «Τα μωρά της Ρόζας» που αναφέρεται στη σχέση της μαμάς με τη μικρή της κόρης. Είχε πεθάνει και η γιαγιά μου πριν κάποια χρόνια, που επίσης είχα στο μυαλό μου. Μία μέρα που μιλούσα με μία φίλη μου της είπα «Σκέψου πόσο φοβερό θα είναι να μεγαλώνεις και να έχει πεθάνει η μητέρα σου και να μην ξέρει πώς εξελίσσεσαι». Έπειτα σκέφτηκα ότι θα ήταν ακόμα χειρότερο αν η μητέρα ζούσε, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να παρακολουθήσει την εξέλιξη του παιδιού της. Έτσι μου ήρθε η ιδέα για το Αλτσχάιμερ. Πολλοί με είχαν ρωτήσει αν έχω κάποιο συγγενή που είχε αυτή την ασθένεια, αλλά για να πω την αλήθεια δεν γνωρίζω κανένα που να έχει Αλτσχάιμερ. Έχω όμως ακούσει ιστορίες για φίλους φίλων και έχω δει ταινίες για το συγκεκριμένο θέμα. Αυτή ήταν λοιπόν η αρχή. Η τελική μορφή του σεναρίου ήρθε έπειτα από συζήτηση με συνεργάτες και έμπιστους φίλους.

Παιδικότητα και ασθένειες μπλέκονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο στις ως τώρα δουλειές σου. Είναι η μεν το ενδεδειγμένο αντίβαρο στις δε;

Ομολογώ ότι δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Ο πατέρας μου μου έλεγε ότι τα παιδικά μου χρόνια είναι οι μπαταρίες μου για την ενήλικη ζωή μου και όσο μεγαλώνω όλο και περισσότερο καταλαβαίνω τι εννοούσε. Οπότε ναι, η παιδική ηλικία και μία παιδικότητα, όχι με την έννοια του πισωγυρίσματος, αλλά της ανεμελιάς και της φρεσκάδας, της ελπίδας και της αισιοδοξίας που βλέπεις σε ένα παιδί, πιστεύω ότι σίγουρα είναι ένα αντίβαρο των αρνητικών συμβάντων της ενήλικης ζωής.

Ο κινηματογράφος που ονειρεύεσαι να κάνεις προορίζεται περισσότερο για ρεαλιστές ή για ονειροπόλους;

Δύσκολη ερώτηση. Αυτή τη στιγμή αυτό που με ενδιαφέρει να μελετήσω είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Πώς οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους. Πώς οι διαπροσωπικές σχέσεις μάς επηρεάζουν. Πώς η ζωή μας καθορίζεται από αυτές και πώς στις μέρες μας περνάμε σε έναν επαναπροσδιορισμό των σχέσεων. Ένα αρκετά ρεαλιστικό θέμα, που όμως μπορεί να αποδοθεί και με μία πολύ θετική και αισιόδοξη οπτική ματιά, τέτοια που να ικανοποιεί τους ονειροπόλους.

Αλλά ειλικρινά, δεν ξέρω αν μπορώ να πω ότι ο τρόπος που κάνω ταινίες είναι για ρεαλιστές μόνο ή για ονειροπόλους. Ίσως το γεγονός ότι μερικές φορές είμαι ρεαλίστρια σε αυστηρό βαθμό και άλλες ονειροπόλα σα μικρό παιδί με κάνει να μην μπορώ να επιλέξω. Ο κινηματογράφος που ονειρεύομαι να κάνω θα είναι τέτοιος ώστε να μπορεί να αγγίζει τους ανθρώπους. Να τους βάζει σε σκέψεις και ίσως το έργο μου να μπορεί να τους πει κάτι προσωπικά. Όπως ταινίες είχαν αυτή την επιρροή σε μένα, κυρίως όταν ήμουν έφηβη. Ονειροπόλοι και ρεαλιστές είναι όλοι ευπρόσδεκτοι.

Αφορμή για αυτή την κουβέντα αποτελεί η συμμετοχή σου στο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους του Ομπερχάουζεν όπου θα προβληθεί η ταινία σου «Parson and Son». Περηφάνια, επιβράβευση, αγωνία; Τι είδους συναισθήματα βιώνεις;

Περηφάνια σίγουρα. Χαρά! Οι ταινίες γίνονται για να τις δει ο κόσμος, είναι πολύ σπουδαίο ότι έχω τη δυνατότητα να παρουσιάσω την ταινία μου και να τη δείξω στο κοινό. Αγωνία δεν έχω. Τουλάχιστον, όχι ακόμα. Είμαι σίγουρη ότι όταν θα πρέπει να ανέβω στη σκηνή και να μιλήσω, η καρδιά μου θα χτυπάει δυνατά.

Κι αν για να δει κάποιος το «Parson and Son» χρειάζεται να ταξιδέψει ως τη Γερμανία, η πρώτη σου ταινία βρίσκεται ολόκληρη τόσο στο youtube όσο και στο vimeo. Πόσο βοηθάει τους νέους δημιουργούς η χρήση του διαδικτύου;

Κάθε ταινία έχει μία διάρκεια "φεστιβαλικής ζωής". Όσο αυτή υπάρχει, δεν είναι καλό ο δημιουργός να τη βάλει στο διαδίκτυο, διότι μπορεί να αποκλειστεί από διάφορα φεστιβάλ. Αυτός είναι ο λόγος που δεν την έχω πουθενά, παρά μόνο το trailer. Παρόλα αυτά, εάν κάποιος ενδιαφέρεται να τη δει, πριν προσπαθήσει να ταξιδέψει στη Γερμανία, ας επικοινωνήσει πρώτα μαζί μου. Όλο και κάτι θα μπορώ να κάνω!

Ως προς το αν βοηθάει τους νέους δημιουργούς η χρήση του διαδικτύου πιστεύω πως σίγουρα δεν ήταν το ίδιο όταν δεν υπήρχε. Άτομα που δεν θα μπορούσαν ποτέ να δείξουν τη δουλειά τους έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν. Έτσι βρίσκουν ανθρώπους που τους υποστηρίζουν. Άλλωστε ο τρόπος που βλέπουμε πλέον βίντεο, ταινίες, τηλεόραση αλλάζει και τείνει προς το διαδίκτυο. Στην Ελλάδα είμαστε λίγο πιο πίσω, αλλά στην Αγγλία ήδη συμβαίνει.


Πώς βλέπεις την πορεία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου;

Ανεβαίνει και υπάρχει, και αυτό είναι καλό. Έχουμε μία αρκετά νέα εταιρεία παραγωγής, τη Faliro House, που συνεργάζεται και για παραγωγές εκτός Ελλάδας και συνεχώς κλείνει νέες δουλειές. Ένα ακόμα πολύ θετικό στοιχείο. Συνεπώς βλέπω ένα πολύ θετικό κλίμα γύρω από τον κινηματογράφο. Αλλά προσωπικά θα ήθελα να δω και ταινίες περισσότερο αισιόδοξες και ρεαλιστικές. Δεν πιστεύω ότι όλες οι οικογένειες που υπάρχουν στην Ελλάδα πνίγουν και καταπιέζουν τα παιδιά τους, και φτάνουν να τα κακοποιούν σε βαθμό να είναι συναισθηματικά ανάπηρα. Δε μου αρέσει το γεγονός ότι όσες ταινίες έχω δει παρουσιάζουν μόνο αυτό το πρόσωπο της Ελλάδας. Παρόλα αυτά, νομίζω ότι σιγά σιγά η Ελλάδα αποκτά ένα όνομα στον κινηματογραφικό χώρο.

Ζεις και εργάζεσαι στο Λονδίνο. Ήταν επιλογή σου; Πώς βλέπεις το σύγχρονο μεταναστευτικό κίνημα και πώς το βιώνεις η ίδια;

Ήταν επιλογή μου να έρθω αλλά παράλληλα δεν ήταν. Ναι μεν ο κινηματογράφος στην Ελλάδα ανεβαίνει, αλλά δεν πιστεύω ακόμα ότι υπάρχει η δυνατότητα να μπορώ να ζω σαν σκηνοθέτης εκεί. Δεν έχουμε βιομηχανία κινηματογράφου. Είναι δύσκολο, ιδιαιτέρως στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα μας τώρα, να βρω δουλειά στο επάγγελμα που θέλω. Συνεπώς, ναι μεν ήθελα να έρθω στο Λονδίνο, αλλά δεν ξέρω αν θα ήθελα να φύγω από την Ελλάδα, αν είχε βιομηχανία κινηματογράφου. Επίσης πιστεύω ότι αν πετύχω στο Λονδίνο, θα μπορέσω πιο εύκολα να βοηθήσω τη χώρα μου.

Δεν ξέρω αν είναι σύγχρονο το μεταναστευτικό κίνημα. Ξέρω ότι Έλληνες είχαν πάει στην Αυστραλία, τη Γερμανία και την Αμερική στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Βέβαια τότε πήγαιναν για να γίνουν εργάτες. Τώρα είμαστε η γενιά με τις σπουδές που φεύγουμε από τη χώρα μας για να ασκήσουμε το επάγγελμα που σπουδάσαμε. Είμαστε η γενιά που ναι μεν αναγκάζεται να φύγει αλλά φεύγει με τις καλύτερες συνθήκες. Πιστεύω ότι το μεγαλύτερο λάθος ίσως είναι ότι πολλά παιδιά κάνουν μεταπτυχιακό στο εξωτερικό χωρίς να σκεφτούν εάν έχει εφαρμογή στην Ελλάδα αυτό που σπούδασαν. Έτσι καταλήγουν να παραμένουν στο εξωτερικό.

Εγώ είμαι ευχαριστημένη, σίγουρα υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών. Μερικές φορές, εάν όχι αρκετές, είναι δύσκολο να μένεις έξω. Πιο ακριβή ζωή, άλλα ήθη και έθιμα... Επίσης είσαι μακριά από την οικογένεια σου. Το θέμα είναι πόσο μακριά θες να πας για αυτό που θες να κάνεις και πόσο σημαντικό είναι στη ζωή σου το επάγγελμά σου. Εμένα ο στόχος μου είναι να μπορώ να ζω σαν σκηνοθέτης και να έχω τη δυνατότητα να πηγαίνω συχνά στην Ελλάδα.



Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα