Δελτίο Τύπου
Μόνος στο Βερολίνο
Alone in Berlin
Μια απίστευτη αληθινή ιστορία μετατρέπεται σε μια συγκλονιστική ταινία για τη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος και την αξία του κουράγιου, με πρωταγωνιστές τους πάντα υπέροχους Έμμα Τόμσον και Μπρένταν Γκλίσον.
Βερολίνο, 1940. Η πόλη έχει παραλύσει από το φόβο. Ο Όττο και η Άννα Κουάνγκελ είναι ένα ζευγάρι που ζει σε ένα φτωχικό διαμέρισμα και προσπαθεί, όπως όλοι οι άλλοι, να αποφύγει τους κινδύνους της ζωής υπό την καταπιεστική ναζιστική κυβέρνηση. Όταν, όμως, ο μοναχογιός τους σκοτώνεται στο μέτωπο, η απώλεια τούς οδηγεί σε μια απίστευτη πράξη αντίστασης. Αρχίζουν να αφήνουν καρτ ποστάλ παντού στην πόλη, στις οποίες γράφουν μηνύματα ενάντια στον Χίτλερ και τους Ναζί. Αν τους πιάσουν, η εκτέλεση είναι σίγουρη.
Σύντομα, η καμπάνια τους πέφτει στην προσοχή ενός ερευνητή της Γκεστάπο και ένα φονικό παιχνίδι ξεκινά. Όμως, το παιχνίδι αυτό μόνο ενδυναμώνει την αποφασιστικότητα του Όττο και της Άννα, αλλά και την μεταξύ τους αγάπη, που φουντώνει καθώς ενώνονται στην χαμηλών τόνων αλλά βαθιά τους επανάσταση.
Λίγα λόγια για την ταινία
Εξήντα χρόνια μετά από την δημοσίευσή του, το μυθιστόρημα του Χανς Φαλάντα «Alone in Berlin/ Every Man Dies Alone», που γράφτηκε ακριβώς μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν ένα από τα πρώτα αντιναζιστικά βιβλία, έγινε παγκόσμιο μπεστ-σέλερ και κέρδισε τον χαρακτηρισμό του «σπουδαιότερου βιβλίου που γράφτηκε ποτέ για την γερμανική αντίσταση απέναντι στους Ναζί» από τον συγγραφέα και ποιητή Πρίμο Λέβι, επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος. Ο Φαλάντα βάσισε την ιστορία του σε πραγματικά αρχεία της Γκεστάπο που έπεσαν στα χέρια του μετά τον πόλεμο, για να μιλήσει για τη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος και του ανθρώπινου κουράγιου. «Το σημαντικότερο σχετικά με τους ήρωες είναι το πόσο συνηθισμένοι είναι», λέει ο Μπρένταν Γκλίσον, που πρωταγωνιστεί στην ταινία ως Όττο. «Είναι απόλυτα συνηθισμένοι. Τους ενθαρρύνει η ιδέα ότι αποσύροντας την δική σου υποστήριξη, την δική σου άδεια, ουσιαστικά απελευθερώνεσαι, ακόμη και αν δεν κάνει καμία απολύτως διαφορά στον κόσμο. Είναι μέρος της αποστολής του ανθρώπου». «Όλοι μας έχουμε διαβάσει βιβλία που έγραψαν οι βαθιά μορφωμένοι άνθρωποι την περίοδο εκείνη», συμπληρώνει η Έμμα Τόμσον, που συμπρωταγωνιστεί μαζί του. «Το ενδιαφέρον με αυτούς τους ήρωες είναι ότι δεν είναι μέρος της ιντελιγκέντσια. Ήταν σημαντικό για τον Φαλάντα να εκφράσει την αποστροφή του μέσου ανθρώπου για αυτό που συνέβαινε, την άνοδο του αντισημιτισμού, τα κίτρινα αστέρια. Πολλοί αηδίαζαν με όλα αυτά αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν για αυτό. Και αυτοί οι δύο, που δεν είναι μέλη κάποιας οργάνωσης, αποφασίζουν να αρχίσουν μια προπαγανδιστική καμπάνια-προδοσία. Είναι μια ιστορία που μας θυμίζει ότι δεν χρειάζεται να είσαι απόφοιτος πανεπιστημίου για να διαισθανθείς ότι τα πράγματα πάνε λάθος».
Ο Βίνσεντ Περέζ, ηθοποιός που έγινε γνωστός χάρη σε ταινίες όπως τα «Cyrano de Bergerac» και «La Reine Margot», και έπειτα τα «The Crow: City of Angels» και «Queen of the Damned», πριν μετακινηθεί πίσω από την κάμερα, είχε διαβάσει το βιβλίο του Φαλάντα στα γαλλικά το 2007 και για αυτόν, όπως και για τόσους άλλους, το θέμα ήταν μια αποκάλυψη. «Ήταν σαν μια διαφορετική γωνία λήψης», λέει ο Περέζ. «Αυτή ήταν η καθημερινή ζωή των Γερμανών κατοίκων στην δεκαετία του ’40. Αυτό που είναι μοναδικό σε αυτήν είναι ότι αποκαλύπτει πώς έμοιαζε η ζωή στο Βερολίνο σε ένα απολυταρχικό καθεστώς. Η χώρα δεν τελούσε υπό κατοχή αλλά για όσους δεν συμφωνούσαν με το καθεστώς, ήταν μια μορφή κατοχής. Και για μένα ήταν μια ιστορία την οποία ένιωθα προσωπική. Η οικογένεια της μητέρας μου δραπετεύσει από τη Γερμανία – όταν έχεις γερμανικό αίμα, έχεις τόσα ερωτήματα. Ήθελα να τα απαντήσω αυτά τα ερωτήματα. Το βιβλίο του Φαλάντα με ανάγκασε να ψάξω την οικογενειακή μου ιστορία. Είχα εγκαταλείψει την σκηνοθεσία γιατί πίστευα ότι δεν είχα άλλες ιστορίες να πω αλλά όταν διάβασα το βιβλίο, όλα άλλαξαν».
Έχοντας περάσει αρκετά χρόνια προσπαθώντας να βρουν χρηματοδότηση για μια γαλλόφωνη ή και γερμανόφωνη εκδοχή της ταινίας, οι συντελεστές βρέθηκαν κοντά στην ακύρωση του πρότζεκτ, ώσπου το βιβλίο μεταφράστηκε στα αγγλικά και έγινε μπεστ σέλερ, κάνοντας αυτονόητη την απόπειρα για αγγλόφωνη εκδοχή. «Θέλαμε έτσι κι αλλιώς μια παγκόσμια ιστορία», λέει ο Περέζ. «Δεν θέλαμε να πούμε αυτήν την ιστορία μόνο για τη Γερμανία ή τη Γαλλία. Θέλαμε αυτή η ιστορία να ταξιδέψει οπουδήποτε τα άκρα έχουν την ευκαιρία να ξεπεταχτούν και να κυριαρχήσουν. Είναι σημαντικό να δείξουμε ότι όλοι μπορούν να αντισταθούν, να πολεμήσουν, να ορθώσουν το ύψος τους. Είναι μια ιστορία που όλοι πρέπει να ξέρουν».
«Όταν μεγάλωνα, νόμιζα ότι όλοι οι Γερμανοί είναι Ναζί», παραδέχεται η Έμμα Τόμσον, «και μόνο πολύ αργότερα κατάλαβα τι συνέβαινε πραγματικά, διαβάζοντας πολύ σχετικά με το θέμα. Όταν διάβασα το βιβλίο, αμέσως είπα το ναι». Η αφοσίωση της Τόμσον στο πρότζεκτ μπορεί να συγκριθεί με την πολυετή αφοσίωση του ίδιου του Περέζ, που είδε την πρωταγωνίστριά του να μένει πιστή στη συμφωνία της παρά το μεγάλο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε να βρει την απαραίτητη χρηματοδότηση. «Στην αρχή της ταινίας, η Άννα έχει δεχθεί ένα τεράστιο πλήγμα», λέει η Τόμσον για τον χαρακτήρα που υποδύεται. «Ο γάμος της ήταν διαλυμένος ακόμη και πριν τον θάνατο του γιου τους. Όλη της η χαρά ήταν ο γιος της κι όμως βρίσκει τον τρόπο να συνεχίσει μετά τον χαμό του – υπάρχει κάτι το πραγματικά ευγενές σε αυτό. Η ιστορία είναι ένα πορτρέτο αυτής της σπασμένης σχέσης, το πώς βρίσκουν ο ένας τον άλλον μέσα από αυτές τις πράξεις ανταρσίας».
Ως συμπρωταγωνιστή της, ο Περέζ επέλεξε τον Ιρλανδό Μπρένταν Γκλίσον, έναν από τους καλύτερους και πιο παραγνωρισμένους ηθοποιούς της γενιάς του. «Είναι κλειστός σαν άνθρωπος», λέει ο Γκλίσον, «και ο γάμος του δεν πάει καλά. Για αυτόν το καθήκον και η δουλειά είναι τα πάντα, αλλά όταν πεθαίνει ο γιος του, δεν βρίσκει νόημα σε τίποτα. Δεν έχει λόγο να συνεχίσει. Ώσπου, οι κάρτες τούς φέρνουν κοντά σαν ζευγάρι και βλέπουν ότι η θλίψη τους μπορεί να τους ενώσει, και όχι να τους απομακρύνει».
Απέναντί τους έχουν τον επιθεωρητή Έσκερικ, τον οποίο υποδύεται ο Ντάνιελ Μπρουλ. Ο Έσκερικ είναι ένας παραδοσιακός αστυνομικός που προσπαθεί να κάνει την δουλειά του σωστά και να βρει τον υπεύθυνο για τις κάρτες με ενδελεχή έρευνα, και όχι χάρη στον εκφοβισμό ή τη χρήση βίας. «Ο Έσκερικ είναι ένας χαρακτήρας με τον οποίο μπορούν να ταυτιστούν οι περισσότεροι, γιατί περνά κάτι που βίωσαν πολλοί Γερμανοί», λέει ο Μπρουλ. «Δεν είναι μέλος του ναζιστικού κόμματος, αλλά έχει ενταχθεί στο σύστημα λόγω φόβου και ντροπής. Τελικά παραδίδεται και γίνεται μέρος του. Ο μόνος άνθρωπος που σέβεται είναι το ίδιο του το θύμα, γιατί συμβολίζει την παλιά Γερμανία και δεν είναι βάρβαρος σαν τους άλλους. Ο Έσκερικ βλέπει ότι η χώρα του πεθαίνει, δεν υπάρχει πια».
Ο Περέζ ελπίζει η ταινία να βοηθήσει στην επούλωση των πληγών στη Γερμανία, πληγές που επιμένουν από τον πόλεμο μέχρι σήμερα. «Δεν νομίζω ότι είναι εύκολο να είσαι Γερμανός», εξηγεί. «Αλλά ήθελα να κάνω την ταινία γιατί δεν μιλάμε αρκετά για τους μη-Ναζί Γερμανούς. Η πρώτη χώρα που καταλήφθηκε από τους Ναζί ήταν η Γερμανία, ας μην το ξεχνάμε. Οι πρώτοι κρατούμενοι στο Νταχάου ήταν μέλη της αντιπολίτευσης. Είναι σημαντικό για μένα να ξέρω ότι η ταινία θα προκαλέσει συζητήσεις για αυτή τη μερίδα του πληθυσμού. Αλλά μπορείς να μιλήσεις γενικότερα, πέρα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – μπορείς να μιλήσεις γενικά για την αντίσταση. Μπορείς να μιλήσεις για όλα αυτά που μπορούν να κάνουν απλοί άνθρωποι σε ιδιαίτερες καταστάσεις».
3 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους
Δείτε το trailer:
* Το ομώνυμο βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
Σκηνοθεσία: Βίνσεντ Περέζ
Σενάριο: Βίνσεντ Περέζ
Παραγωγή: Στέφαν Αρντ, Ούβε Στο, Μάρκο Πακιόνι, Τζέιμς Σέιμους, Πολ Τριμπιτς, , Κρίστιαν Γκρας
Ηθοποιοί: Έμμα Τόμσον, Μπρένταν Γκλίσον, Ντάνιελ Μπρουλ
Φωτογραφία: Κριστόφ Μποκάρν
Μοντάζ: Φρανσουά Ζεντιζιέ
Σχεδιασμός παραγωγής: Ζαν-Βενσάν Πουζό
Μουσική: Αλεξάντρ Ντεσπλά
Διάρκεια: 103’
Διανομή: Odeon