Ο Kotzen είναι μία ιδιόμορφη περίπτωση εξαιρετικά ταλαντούχου μουσικού με μία σημαντική μουσική διαδρομή και μία καριέρα που μοιάζει με rollercoaster. Από sold out στάδια και παγκόσμιες περιοδείες σε μικρά club πενήντα θαμώνων και πάλι πίσω.
Στα μάτια του ρομαντικού ιδεαλιστή είναι το πρότυπο του καλλιτέχνη που αρνείται πεισματικά να συμβιβαστεί. Στα μάτια του ρεαλιστή καριερίστα είναι η περίπτωση του ταλαντούχου μουσικού που είναι ανίκανος να αρπάξει ευκαιρίες και να αναρριχηθεί στο star system εξαργυρώνοντας το ταλέντο του. Ανεξάρτητα από την ερμηνεία των συχνά αυτοκαταστροφικών επιλογών του που προτιμάει κανείς, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Richie Kotzen είναι ένας χαρισματικός μουσικός που δύσκολα αγνοεί κάποιος.
Ξεκίνησε την καριέρα του στα δεκαοκτώ του όταν τον ανακάλυψε ο Mike Varney και του προσέφερε συμβόλαιο στη Shrapnel Records. Πρωτοστάτησε μαζί με τις υπόλοιπες ανακαλύψεις του Varney (Vinnie Moore, Jason Becker, Yngwie Malmsteen, Marty Friedman και πολλούς ακόμα) στη shred κιθαριστική φρενίτιδα που ξέσπασε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, καθηλώνοντας αμέτρητους πιτσιρικάδες της εποχής στο δωμάτιο με την κιθάρα αγκαλιά και το μετρονόμο να μετρά όνειρα και φιλοδοξίες. Ήταν η εποχή όπου για να θεωρηθείς μουσικός δεν αρκούσε το attitude και τα trendy ρούχα. Έπρεπε να μπορείς να παίξεις κιόλας.
Μετά από μία solo διαδρομή που του προσέφερε αναγνωρισιμότητα και τεράστια εκτίμηση στο παγκόσμιο κιθαριστικό στερέωμα ήρθε η mainstream καταξίωση με τους Poison για να ακολουθήσει η επιστροφή στα Club και τις προσωπικές του δουλειές με έντονες soul, R&B, funk επιρροές. Όταν αντικατέστησε τον Paul Gilbert στους Mr. Big βρέθηκε ξανά να περιοδεύει την υφήλιο μπροστά σε δεκάδες χιλιάδες οπαδούς κάθε βράδυ, αλλά ο Kotzen μοιάζει να έχει αλλεργία στις κορυφές των charts, τα πλήθη των σταδίων και όσα όλα αυτά συνεπάγονται. Τα παρατάει ξανά όλα για να φτιάξει το δικό του studio, να ιδρύσει τη δική του δισκογραφική εταιρία και να πάρει την καριέρα στα χέρια του. Επανεφηύρε τον εαυτό του και αλλάζοντας ριζικά το παίξιμο του έκανε στροφή σε έναν λιγότερο επιτηδευμένο, πιο οργανικό και άμεσο ήχο. Πιο εντυπωσιακό όλων αυτών είναι ότι όποιος ακούσει τις ύστερες προσωπικές του δουλειές, πέρα από το εκπληκτικό του παίξιμο στη κιθάρα θα ανακαλύψει και μία εντυπωσιακή φωνή με έντονο soul και Blues ύφος που συχνά παραπέμπει στον τεράστιο Glen Hughes, ενώ η ιδιαίτερη χροιά του κάποιες στιγμές, στα αυτιά μου τουλάχιστον, θυμίζει Chris Cornell.
Έχοντας μπροστά μας επί σκηνής ένα τόσο μεγάλο μουσικό μέγεθος, είναι λογικό οι προσδοκίες να είναι υψηλές. Είναι αναμενόμενο οι περίπου τριακόσιοι πιστοί (στην πλειοψηφία μας μουσικοί) που βρεθήκαμε κοντά στο αντικείμενο του θαυμασμού μας να στεκόμαστε στις μύτες των ποδιών μας σε κάθε solo προσπαθώντας να δούμε τα δάχτυλα να τρέχουν πάνω στην ταστιέρα.
Η μουσική του Kotzen, κυρίως στις πρόσφατες δουλειές του, δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε μουσικούς. Υπάρχει μία ισορροπία ανάμεσα σε εύπεπτες μελωδίες και εύκολα ακούσματα και σε συνθέσεις που ενίοτε απαιτούν περισσότερη προσοχή. Αυτή την ισορροπία μετέφερε και επί σκηνής. Τους εντυπωσιακούς αυτοσχεδιασμούς διαδέχτηκαν μπαλάντες (ίσως περισσότερες από όσες ο γραφών θα ήθελε να ακούσει εκείνο το βράδυ) και την υπερβατική δεξιοτεχνία διαδέχτηκε η απλότητα και το συναίσθημα.
Και αυτό ακριβώς το συναίσθημα, κατά τη γνώμη μου, ήταν και το στοιχείο που έκανε την εμφάνιση του Richie Kotzen στη Θεσσαλονίκη να είναι κάτι παραπάνω από μία ακόμη καλή συναυλία. Μετά από ένα λίγο μουδιασμένο ξεκίνημα με καθυστέρηση περίπου μίας ώρας από την προγραμματισμένη έναρξη της συναυλίας, o Kotzen φάνηκε να λύνεται και να βρίσκει τα πατήματα του πάνω στη σκηνή εστιάζοντας στο feeling της μουσικής του σε βαθμό που η εντυπωσιακή φωνή του, η δεξιοτεχνία του στην κιθάρα και η χαρισματική του άνεση στο πιάνο έπαψαν πλέον να είναι το σημείο προσοχής αποτελώντας απλά το μέσο επικοινωνίας μεταξύ του δημιουργού / ερμηνευτή και του κοινού του.
Τον Richie Kotzen πλαισίωσαν οι Dylan Wilson στο μπάσο και Mike Bennett στα τύμπανα. Και οι δύο πολύ καλοί μουσικοί στους οποίους δόθηκε χώρος και χρόνος επί σκηνής με αποτέλεσμα να υπάρχει η αίσθηση συνοχής μιας μπάντας που παίζει χρόνια μαζί και όχι η εντύπωση session μουσικών που απλά διεκπεραιώνουν.
Συνειρμικά, παρακολουθώντας το τρίο Kotzen, Wilson, Bennett, το μυαλό μου έτρεξε σε μυθικά τρίο του παρελθόντος όπως Cream, The Jimi Hendrix Experience και μερικούς ακόμη. Μπορεί σε κάποιες συζητήσεις το ταλέντο του Kotzen να αποτελέσει συγκρίσιμο μέγεθος δίπλα σε αυτό του Clapton ή του Hendrix, δυστυχώς όμως λείπουν τα υπόλοιπα συστατικά. Αν κάτι μπορούσε να σταθεί κοντά σε αυτά τα ύψη, ίσως αυτό ήταν το προηγούμενο εγχείρημα του Kotzen με τους Portnoy και Seehan, οι Winery Dogs. Δυστυχώς όμως μετά από δύο πολύ καλές κυκλοφορίες και ενώ τα «σκυλιά του οινοποιείου» βρίσκονταν σε τροχιά απογείωσης, για άλλη μια φορά ο Kotzen πάτησε φρένο βάζοντας την σύμπραξη των τριών μουσικών επ’ αόριστον στην κατάψυξη.
Ο ήχος της συναυλίας ήταν καλός ως αναμενόταν, καθώς το Principal Club είναι από τους συναυλιακούς χώρους της συμπρωτεύουσας με αξιοπρεπή ακουστικό σχεδιασμό.
Μοναδικό μεμπτό της βραδιάς η μικρή διάρκεια της συναυλίας. Τα περίπου ογδόντα λεπτά που διήρκησε το live μου φάνηκαν λίγα για έναν μουσικό με τόσο πλούσιο παρελθόν και δισκογραφία που δεν τον έχουν πάρει και τα χρόνια ώστε να παλεύει με τις φυσικές αντοχές του επί σκηνής. Από την άλλη, ίσως έχω καλομάθει με τα τετράωρα live του Springsteen και τα τρίωρα του Neil Young, των Rush, των Marillion, του Vai και πολλών ακόμη.
Ευχή όλων μας είναι να έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε κάτι αντίστοιχο σύντομα. Όσοι διοργανωτές έχουν τη δυνατότητα ας τολμούν να ξεφεύγουν αραιά και πού από τις δοκιμασμένες άνευ ρίσκου επιλογές που μονοπωλούν τα συναυλιακά εν Ελλάδι δρώμενα τα πρόσφατα χρόνια. Αξίζει τον κόπο και το ρίσκο νομίζω.
Στα μάτια του ρομαντικού ιδεαλιστή είναι το πρότυπο του καλλιτέχνη που αρνείται πεισματικά να συμβιβαστεί. Στα μάτια του ρεαλιστή καριερίστα είναι η περίπτωση του ταλαντούχου μουσικού που είναι ανίκανος να αρπάξει ευκαιρίες και να αναρριχηθεί στο star system εξαργυρώνοντας το ταλέντο του. Ανεξάρτητα από την ερμηνεία των συχνά αυτοκαταστροφικών επιλογών του που προτιμάει κανείς, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Richie Kotzen είναι ένας χαρισματικός μουσικός που δύσκολα αγνοεί κάποιος.
Ξεκίνησε την καριέρα του στα δεκαοκτώ του όταν τον ανακάλυψε ο Mike Varney και του προσέφερε συμβόλαιο στη Shrapnel Records. Πρωτοστάτησε μαζί με τις υπόλοιπες ανακαλύψεις του Varney (Vinnie Moore, Jason Becker, Yngwie Malmsteen, Marty Friedman και πολλούς ακόμα) στη shred κιθαριστική φρενίτιδα που ξέσπασε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, καθηλώνοντας αμέτρητους πιτσιρικάδες της εποχής στο δωμάτιο με την κιθάρα αγκαλιά και το μετρονόμο να μετρά όνειρα και φιλοδοξίες. Ήταν η εποχή όπου για να θεωρηθείς μουσικός δεν αρκούσε το attitude και τα trendy ρούχα. Έπρεπε να μπορείς να παίξεις κιόλας.
Μετά από μία solo διαδρομή που του προσέφερε αναγνωρισιμότητα και τεράστια εκτίμηση στο παγκόσμιο κιθαριστικό στερέωμα ήρθε η mainstream καταξίωση με τους Poison για να ακολουθήσει η επιστροφή στα Club και τις προσωπικές του δουλειές με έντονες soul, R&B, funk επιρροές. Όταν αντικατέστησε τον Paul Gilbert στους Mr. Big βρέθηκε ξανά να περιοδεύει την υφήλιο μπροστά σε δεκάδες χιλιάδες οπαδούς κάθε βράδυ, αλλά ο Kotzen μοιάζει να έχει αλλεργία στις κορυφές των charts, τα πλήθη των σταδίων και όσα όλα αυτά συνεπάγονται. Τα παρατάει ξανά όλα για να φτιάξει το δικό του studio, να ιδρύσει τη δική του δισκογραφική εταιρία και να πάρει την καριέρα στα χέρια του. Επανεφηύρε τον εαυτό του και αλλάζοντας ριζικά το παίξιμο του έκανε στροφή σε έναν λιγότερο επιτηδευμένο, πιο οργανικό και άμεσο ήχο. Πιο εντυπωσιακό όλων αυτών είναι ότι όποιος ακούσει τις ύστερες προσωπικές του δουλειές, πέρα από το εκπληκτικό του παίξιμο στη κιθάρα θα ανακαλύψει και μία εντυπωσιακή φωνή με έντονο soul και Blues ύφος που συχνά παραπέμπει στον τεράστιο Glen Hughes, ενώ η ιδιαίτερη χροιά του κάποιες στιγμές, στα αυτιά μου τουλάχιστον, θυμίζει Chris Cornell.
Έχοντας μπροστά μας επί σκηνής ένα τόσο μεγάλο μουσικό μέγεθος, είναι λογικό οι προσδοκίες να είναι υψηλές. Είναι αναμενόμενο οι περίπου τριακόσιοι πιστοί (στην πλειοψηφία μας μουσικοί) που βρεθήκαμε κοντά στο αντικείμενο του θαυμασμού μας να στεκόμαστε στις μύτες των ποδιών μας σε κάθε solo προσπαθώντας να δούμε τα δάχτυλα να τρέχουν πάνω στην ταστιέρα.
Η μουσική του Kotzen, κυρίως στις πρόσφατες δουλειές του, δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε μουσικούς. Υπάρχει μία ισορροπία ανάμεσα σε εύπεπτες μελωδίες και εύκολα ακούσματα και σε συνθέσεις που ενίοτε απαιτούν περισσότερη προσοχή. Αυτή την ισορροπία μετέφερε και επί σκηνής. Τους εντυπωσιακούς αυτοσχεδιασμούς διαδέχτηκαν μπαλάντες (ίσως περισσότερες από όσες ο γραφών θα ήθελε να ακούσει εκείνο το βράδυ) και την υπερβατική δεξιοτεχνία διαδέχτηκε η απλότητα και το συναίσθημα.
Και αυτό ακριβώς το συναίσθημα, κατά τη γνώμη μου, ήταν και το στοιχείο που έκανε την εμφάνιση του Richie Kotzen στη Θεσσαλονίκη να είναι κάτι παραπάνω από μία ακόμη καλή συναυλία. Μετά από ένα λίγο μουδιασμένο ξεκίνημα με καθυστέρηση περίπου μίας ώρας από την προγραμματισμένη έναρξη της συναυλίας, o Kotzen φάνηκε να λύνεται και να βρίσκει τα πατήματα του πάνω στη σκηνή εστιάζοντας στο feeling της μουσικής του σε βαθμό που η εντυπωσιακή φωνή του, η δεξιοτεχνία του στην κιθάρα και η χαρισματική του άνεση στο πιάνο έπαψαν πλέον να είναι το σημείο προσοχής αποτελώντας απλά το μέσο επικοινωνίας μεταξύ του δημιουργού / ερμηνευτή και του κοινού του.
Τον Richie Kotzen πλαισίωσαν οι Dylan Wilson στο μπάσο και Mike Bennett στα τύμπανα. Και οι δύο πολύ καλοί μουσικοί στους οποίους δόθηκε χώρος και χρόνος επί σκηνής με αποτέλεσμα να υπάρχει η αίσθηση συνοχής μιας μπάντας που παίζει χρόνια μαζί και όχι η εντύπωση session μουσικών που απλά διεκπεραιώνουν.
Συνειρμικά, παρακολουθώντας το τρίο Kotzen, Wilson, Bennett, το μυαλό μου έτρεξε σε μυθικά τρίο του παρελθόντος όπως Cream, The Jimi Hendrix Experience και μερικούς ακόμη. Μπορεί σε κάποιες συζητήσεις το ταλέντο του Kotzen να αποτελέσει συγκρίσιμο μέγεθος δίπλα σε αυτό του Clapton ή του Hendrix, δυστυχώς όμως λείπουν τα υπόλοιπα συστατικά. Αν κάτι μπορούσε να σταθεί κοντά σε αυτά τα ύψη, ίσως αυτό ήταν το προηγούμενο εγχείρημα του Kotzen με τους Portnoy και Seehan, οι Winery Dogs. Δυστυχώς όμως μετά από δύο πολύ καλές κυκλοφορίες και ενώ τα «σκυλιά του οινοποιείου» βρίσκονταν σε τροχιά απογείωσης, για άλλη μια φορά ο Kotzen πάτησε φρένο βάζοντας την σύμπραξη των τριών μουσικών επ’ αόριστον στην κατάψυξη.
Ο ήχος της συναυλίας ήταν καλός ως αναμενόταν, καθώς το Principal Club είναι από τους συναυλιακούς χώρους της συμπρωτεύουσας με αξιοπρεπή ακουστικό σχεδιασμό.
Μοναδικό μεμπτό της βραδιάς η μικρή διάρκεια της συναυλίας. Τα περίπου ογδόντα λεπτά που διήρκησε το live μου φάνηκαν λίγα για έναν μουσικό με τόσο πλούσιο παρελθόν και δισκογραφία που δεν τον έχουν πάρει και τα χρόνια ώστε να παλεύει με τις φυσικές αντοχές του επί σκηνής. Από την άλλη, ίσως έχω καλομάθει με τα τετράωρα live του Springsteen και τα τρίωρα του Neil Young, των Rush, των Marillion, του Vai και πολλών ακόμη.
Ευχή όλων μας είναι να έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε κάτι αντίστοιχο σύντομα. Όσοι διοργανωτές έχουν τη δυνατότητα ας τολμούν να ξεφεύγουν αραιά και πού από τις δοκιμασμένες άνευ ρίσκου επιλογές που μονοπωλούν τα συναυλιακά εν Ελλάδι δρώμενα τα πρόσφατα χρόνια. Αξίζει τον κόπο και το ρίσκο νομίζω.