Λένε πως ένα τραγούδι φαίνεται αν είναι «καλό», αν το παίξεις με μια κιθάρα και αρέσει. Απλό, ξεγυμνωμένο απο την ενορχηστρωτική τέχνη και από τα περίτεχνα μουσικά τερτίπια βιρτουόζων. Έτσι και έγινε στο «Κύτταρο» την Παρασκευή 16 του Νοέμβρη και έτσι θα γίνεται μέχρι και την 1η Δεκέμβρη, οπότε προλαβαίνετε! Πάρτε το πιο αγαπημένο σας πρόσωπο και πάτε να αγκαλιαστείτε στο «Θα ‘μαι κοντά σου όταν με θες», να θυμώσετε με το «Έχω μια λέξη», να χαρείτε τους πόνους στη μέση και στα γόνατα με το «Ήταν ανάγκη».
Είχα μεγάλη προσμονή γι’αυτή την βραδιά και στο δρομο προς το «Κύτταρο» θυμηθήκαμε με την παρέα μου τα λαιβ που είχε κάνει το 2011, πάλι μόνος του στη σκηνή, κάνοντας live- looping. Βέβαια, αυτή τη φορά δεν θα ηχογραφούσε τίποτα, δεν θα είχε κανένα άλλο όργανο, μόνο την κιθάρα του και πότε πότε το λαούτο του. Πραγματική έκθεση και παράδοση, λοιπόν. Όσο περίμενα ν’ ανέβει στη σκηνή ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, παρατήρησα τον κόσμο γύρω μου και εντυπωσιάστηκα από την πολυμορφία του κοινού που τον ακολουθεί. Φοιτητές, άλλοι με ράστα άλλοι πιο ατσαλάκωτοι, άνθρωποι όλων των ηλικιών, καλοστεκούμενες κυρίες, εναλλακτικές αλλέγκρες τύπισσες, κύριοι με κοστούμια, με σκισμένα τζιν, όλοι αυτοί μαζί έχουν ένα κοινό. Κάποια στιγμή μοιράστηκαν στιγμές τους ακούγοντας τον ίδιο στίχο, την ίδια μελωδία.
Ανέβηκε στη σκηνή λίγο μετά τις δέκα, με το γνωστό κόμπιασμα, λίγο πριν μας καλησπερίσει και μας βάλει στον κόσμο του. Μας ανέφερε πως, πότε πότε έχει την ανάγκη να μοιράζεται τα τραγούδια του στις συνθήκες που γεννήθηκαν, απλά με μια κιθάρα. Παράλληλα, εξέφρασε τον αμέριστο θαυμασμό και την εκτίμηση του προς τους συνεργάτες του και μας μίλησε για το τραγούδι που ουσιαστικά είναι οι ανάσες όλων των ανθρώπων στην πορεία του κόσμου.
Το πρώτο τραγούδι που τραγουδήσαμε όλοι μαζί ήταν η «Παράκληση», φάνηκε από την αρχή πως θα ήταν μια πολύ ιδιαίτερη βραδιά, ένα ουσιαστικό μοίρασμα. Αξίζει να σημειωθεί η ιστορία που κρύβεται πίσω απο τον «Καθρέφτη», όπου μας αποκάλυψε πως το έγραψε με αφορμή κάποιο διήγημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Το τραγούδι κάπως έφτασε στα αυτιά του συγγραφέα και του χάρισε ένα βιβλίο του με αφιέρωση, το οποίο όμως ξέχασε στα καμαρίνια κάποιας συναυλίας που είχε στην Αμερική. Κάποια στιγμή αναφέρεται σ΄ενα τραγούδι που δεν το έχει παίξει ποτέ σε λαιβ εμφάνιση του αλλά το αγαπά πολύ και δεν ήταν άλλο από το «Στο τέλος του Μάη». Άλλοτε αισθαντικός μας σιγοτραγουδούσε πως «όνειρο ήτανε», άλλοτε συνειδητά οργισμένος γινότανε «αγκάθι στο λαιμό και σκόνη στο μάτι», δίνοντας την υπόσχεση πως θα τραγουδά το «Πάντα θα ξημερώνει» ώσπου να ολοκληρωθεί η δίκη της Χρυσής Αυγής, φοβούμενος πως θα το τραγουδά πάντα.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πω, πως μέσα στο κατάμεστο «Κύτταρο» ένιωσα σαν να είμαστε πέντε-δέκα άτομα σε ένα σπίτι που κάποιος έπαιζε μουσική μεταξύ ωραίων συζητήσεων και πλάκας. Το κλίμα της οικειότητας, του γνώριμου και της πραγματικής συναλλαγής συναισθημάτων ήταν τρομερά έντονο. Δεν ήταν καν σαν να μας είχε προσκαλέσει στο σπίτι του, ήταν σαν να ήμασταν όλοι σπίτι μας. Κατά την διάρκεια της βραδιάς, συχνά άνοιγε διάλογο με όποιον του έπιανε την κουβέντα, αυτοσαρκαζόταν, απορούσε γιατί ερχόμαστε στα live του, μοιραζόταν προσωπικές ιστορίες του.
Μια από αυτές ήταν με αφορμή του παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι «τ’ Αη Γιωρκου». Ήτανε λέει, στην Αντίπαρο για κάποια συναυλία ένα καλοκαίρι και γινόταν ένα πανηγύρι, ωστόσο αποφάσισαν να πάνε ήσυχα κάπου στην άλλη άκρη του νησιού σε μια ταβέρνα. Στον δρόμο λοιπόν βλέπουν κάποιους ρομά μουσικούς, οι οποίοι θα παίζανε στο πανηγύρι, δεν είχαν όμως πως να πάνε και τους παρακάλεσαν να τους μεταφέρουν με το βαν ως εκεί, έτσι και έγινε. Μέσα στο βαν του ζήτησαν να παίξει κάτι και αποφάσισε όλος χαρά να παίξει το παραδοσιακό «Τ’ Αη Γιωρκού». Όταν τελείωσε και περίμενε αντιδράσεις, το σχόλιο που άκουσε ήταν ότι είναι «πολύ μεγάλο» και τους απαντά «ναι, είναι μεγάλο τραγούδι», βέβαια οι ρομά μουσικοί αναφέρονταν στην διάρκεια του τραγουδιού. Παραταύτα, κατέληξαν όλοι μαζι στο ταβερνάκι! Μοιράστηκε μαζί μας τις αναμνήσεις του απο την συνεργασία του με τον Ορφέα Περίδη το 1997 και τραγουδήσαμε όλοι μαζί το «Φεύγω», αναφέρθηκε στον Σωκράτη Μάλαμα στην περιοδεία που είχαν δέκα χρόνια αργότερα και τραγουδήσαμε μαζί του την «Αράχνη». Σε κάθε τραγούδι μας άνοιγε μια χαραμάδα και μας άφηνε να κοιτάξουμε κάτι απο τον κόσμο του. Αυθόρμητος και ειλικρινής δεν άφησε κανέναν ασυγκίνητο. Κάποια στιγμή μας μίλησε για ένα τραγούδι που μισούσε και το αγάπησε σ’ένα μποτιλιάρισμα στην Αλεξάνδρας που επίσης μισεί, ενώ πήγαινε στο σπίτι της Λένας Πλάτωνος που ερωτεύτηκε, δεν ήταν άλλο απο το «Μέχρι να γίνουμε άγγελοι».
Προς στο τέλος της συναυλίας, πλησιάζει την σκηνή ένα νέο παιδί και του ζητά να ανέβει πάνω να παίξουν μαζί προς τιμήν του Θάνου Ανεστόπουλου το «Βάλ’τε να πιούμε», χωρίς δεύτερη σκέψη τον καλοδέχεται και σύσσωμο όλο το «Κύτταρο» τραγούδησε εις μνήμην του. Φυσικά, δεν έλειψε ούτε ο Τζίμης Πανούσης και ενώ το πρόγραμμα τυπικά είχε τελειώσει τραγουδήσαμε όλοι μαζί τα «Κάγκελα». Στα encore έκανε ουσιαστικά ένα τρίτο μέρος προγράμματος, καθώς δεν θα υπερβάλλω αν πω πως έπαιξε όσα κομμάτια ζητήθηκαν, όμως αυτό που ξεχώρισε ήταν ένα πολυαγαπημένο μου τραγούδι του Παύλου Σιδηρόπουλου «τα Μπλούζ του αποχωρισμού».
Λίγο μετά τις δύο, μας άφησε με τη «Μικρή βαλίτσα» να ηχεί στα αυτιά μας και με μια πνευματική ανάταση, μια κάθαρση και μια γλυκιά ηρεμία να συνεχίσουμε τις ζωές μας.
Ομολογουμένως ήταν μια συναυλία – απόδειξη της δυναμικής των τραγουδιών του, της αγάπης που τρέφει το κοινό που τον ακολουθεί στο πρόσωπο του και σε ό,τι πρεσβεύει.
Να ευχηθούμε ό,τι καλύτερο και να δίνεται έτσι ταπεινά και σπουδαία σε κάθε έκφανση της ζωής του.
Βαγγέλης Λάππας,: Ηχοληψία
Κωνσταντίνος Μαργκάς: Φώτα
Διοργάνωση: Αθύρ
*Η φωτογραφία προέρχεται από το Δελτίο Τύπου.
*Η φωτογραφία προέρχεται από το Δελτίο Τύπου.