Στο σύγχρονο θέατρο, η έννοια της φαρσοκωμωδίας έχει εξισωθεί μόνο με το πρώτο συνθετικό της λέξη. Μέχρις ότου να εμφανιστεί κάποια παράσταση άξια να εκπροσωπήσει αυτό το είδος θεάτρου που εμφανίζεται συνεχώς στο ρου της ιστορίας του θεάτρου, επαναπροσδιορίζοντας το ρόλο της φαρσοκωμωδίας εν έτει 2020. Ο Αντώνης Γαλέος, αναλαμβάνοντας να σκηνοθετήσει το έργο του 19ου αιώνα «Ο τρίτος είναι πιο γλυκός», καταφέρνει να αναδείξει τα βασικά χαρακτηριστικά της φαρσοκωμωδίας, να διεγείρει το κοινό του με τον εξοντωτικό ρυθμό της παράστασης και ταυτόχρονα να αποτυπώσει μια καθαρή καλλιτεχνική, εικαστική και φιλοσοφική άποψη περί της ζωής και της τέχνης επί σκηνής.
Στο θέατρο Μεταξουργείο, λοιπόν, ένας κυκεώνας συμβάντων ταυτόχρονα με το χαοτικό στήσιμο της παράστασης και τους τρεις πολύμορφους ηθοποιούς, μαριονέτες ενός εξωτερικού παρατηρητή/χειριστή τους, δημιουργούν ένα περιβάλλον που θυμίζει ακόμη και καρτούν. Οι Γιώργος Καφετζόπουλος, Γιώργης Παρταλίδης και Βλάσσης Χρυσικόπουλος υποδύονται τους 9 χαρακτήρες του έργου, ο καθένας από τρεις. Η πλοκή φαινομενικά είναι γραμμική και θυμίζει όλα εκείνα τα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας όπου τα ερωτικά τρίγωνα τοποθετούνται στο μικροσκόπιο της θεατρικής πράξης. Σε αντίθεση, όμως, με έργα όπως ο Ράφτης Κυριών του Ζωρζ Φεντώ, οι συγγραφείς Ευγένιος Λαμπίς και Εντμόντ Γκοντινέ δημιούργησαν και παρουσίασαν στη Γαλλία του 1870 ένα έργο γεμάτο παραδοξότητες που αναιρεί τις συμβατικές ιστορίες, προάγγελους των σύγχρονων σαπουνόπερων. Με τους πλούσιους να παντρεύονται τους φτωχούς, τους εραστές να περπατούν στο σπίτι με λούκια υδρορροών, με κάκτους αντί μπουκέτων λουλουδιών και μια κεφαλή αγριοκάτσικου ν’ αποτελεί την κρυψώνα των γραμμάτων των κρυφών εραστών, κανείς δύναται να αισθανθεί δείγματα σουρεαλισμού πριν ακόμη εφευρεθεί η έννοιά του ως καλλιτεχνικό ρεύμα.
Οι τρεις νεαροί ηθοποιοί κάνουν αξιοθαύμαστη δουλειά επί σκηνής, κρατώντας αμείωτο το ρυθμό του έργου ακόμη και μέσα σ’ αυτή την ατέρμονη εναλλαγή ρόλων που λαμβάνει χώρα. Αξιοποιώντας πολύ καθαρές χειρονομίες, σηματοδοτούσαν τη μεταμόρφωσή τους απ’ τον έναν ρόλο στον άλλο. Η καθαρότητα των επιλογών τους ως προς τις συγκεκριμένες χειρονομίες, τους επέτρεπε να εκτελούν ολόκληρες στιχομυθίες προσώπων μόνοι τους, απλά και μόνο αλλάζοντας τα σώματά τους. Υπήρχαν σημεία που οι ηθοποιοί «απογειώνονταν» εν μέσω αυτού του χωροχρονικού χάους και της συνεχώς εναλλασσόμενης ταυτότητάς τους. Όμως, η ακρίβεια δεν έλειψε πότε. Όπως ακριβώς δεν έλειψε πότε και η σκηνική τους ενεργότητα. Αυτή η τόσο διακριτή αποτύπωση του Γκροτέσκ στοιχείου και των αναφορών στην Comedia del Arte, ειδικά απ’ το στήσιμο και οι σκηνικές επιλογές του Βλάσση Χρυσικόπουλου, γνωστοποιεί στους θεατές τη βάση και τους κανόνες του κόσμου στον οποίο στήνεται το έργο.
Η παραδοξότητα αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό της παράστασης, το οποίο εξελίχθηκε ακόμη και μέσω των επιλεγμένων φωτισμών και ήχων της. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι ηθοποιοί κυνηγούσαν τους προβολείς για να μπορέσουν να συνεχίσουν να μιλάνε ή άλλες στιγμές που τα ηχητικά εφέ και η μουσική ακούγονταν σε εντελώς μη αναμενόμενα σημεία, δημιουργώντας έτσι το αίσθημα πως κάτι πάει λάθος. Όλα, όμως, πλήρως σχεδιασμένα και εναρμονισμένα στον πυρήνα της παράστασης, τόνιζαν ακόμη περισσότερο το ασύμπτωτο, το μη ρεαλιστικό, το Σύμπαν της παράστασης μέσα στο Σύμπαν των θεατών. Αυτή η τελευταία παρατήρηση ίσως ήταν η πιο ενδιαφέρουσα και δυσδιάκριτη της παράστασης. Ο Αντώνης Γαλέος είχε επιλέξει να τοποθετήσει στην πάνω αριστερή γωνία της σκηνής ένα μικρό γλαστράκι με το δικό του φως καθ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Ταυτόχρονα, μικρά παιχνιδάκια στο έδαφος καθώς και ίδια αντικείμενα σε διαφορετικές κλίμακες, σε πρώτο επίπεδο διαμόρφωναν μία προοπτική στο σκηνικό χώρο. Σε δεύτερο επίπεδο, όμως, με τα κέρατα του αγριοκάτσικου να θυμίζουν έντονα κεραίες παλιάς τηλεόρασης, το τι μπορεί, τελικά, να παρακολουθούσαμε απ’ την Αθήνα του 2020, επιδεχόταν αρκετών υποθέσεων και ερμηνειών περί του χωρόχρονου που δημιουργήθηκε στη σκηνή του Θεάτρου Μεταξουργείο.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, η παράσταση «Ο τρίτος είναι πιο γλυκός» προσφέρεται για γέλιο μέχρι τελικής πτώσεως, αξιοποιώντας με έξυπνο τρόπο κάθε κλισέ παίξιμο του σύγχρονου θεάτρου, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει τον πυρήνα της φαρσοκωμωδίας, όπως αναδείχθηκε κυρίως στο αγγλικό θέατρο του περασμένου αιώνα. Ένα, φαινομενικά, ελαφρύ έργο με τρεις φαινομενικά κωμικούς ηθοποιούς και μια φαινομενικά αδιάφορη πλοκή, καταφέρνει να σχολιάσει τις σύγχρονες ερωτικές σχέσεις, τη φιλία, την αδιαφορία, τον καταναλωτισμό και ταυτόχρονα να προσφέρει έξυπνο χιούμορ ώστε να παρασυρθείς στο χάος αυτής της σύγχρονης κλοουνερί με τα απαραίτητα «σκοτεινά» στοιχεία, σαν από ταινία του Ντέιβιντ Λιντς, να ενυπάρχουν κρυμμένα μέσα στο φως της σκηνοθεσίας του Αντώνη Γαλέου.
Συγγραφείς: Ευγένιος Λαμπίς, Εντμόντ Γκοντινέ
Διασκευή έργου-σκηνοθεσία: Αντώνης Γαλέος
Χορογραφία: Χρήστος Ξυραφάκης
Μουσική σύνθεση–ηχητικό περιβάλλον: Κωστής Ξενόπουλος
Trailer– μουσική: Κωστής Ξενόπουλος
Σκηνογραφία: Στεφανία Ηλέκτρα Πανταβού
Ενδυματολόγος: Χαράλαμπος Νικολάου
Φωτιστής: Δημήτρης Λογοθέτης
Βοηθός σκηνοθέτη: Νίκος Σιγάλας
Φωτογραφία: Ελένη Φράγκου
Γραφιστική επιμέλεια: Δημήτρης Παναγιωτακόπουλος
Καλλιτεχνική διεύθυνση vision art: Παναγιώτα Παρασκευοπούλου
Παίζουν: Γιώργος Καφετζόπουλος, Γιώργης Παρταλίδης, Βλάσσης Χρυσικόπουλος
Ημέρες και ώρα παραστάσεων: κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στις 21:00
Διάρκεια παράστασης: 80′
Τιμές εισιτηρίων: γενική είσοδος: 16€, φοιτητικό/ανέργων: 12€
Θέατρο Μεταξουργείο
Ακαδήμου 14, Αθήνα
Τηλέφωνο: 210 5234382