When you are born into trouble, you learn the blues...
Φεβρουάριος του 2009. Βρίσκομαι καθισμένος στον ειδικά διαμορφωμένο κάτω χώρο του Gagarin, περιμένοντας να ξεκινήσει η ακουστική εμφάνιση του Mark Lanegan, παρέα με τον Greg Dulli, τραγουδιστή των αγαπημένων μου Afghan Whigs. Και αν είναι ο Dulli που έχει αναλάβει να σηκώσει το επικοινωνιακό κομμάτι της εμφάνισής τους, είναι η φιγούρα και πολύ περισσότερο η φωνή του Mark που μαγνητίζει όλα τα βλέμματα εκείνο το βράδυ.
Ασφυκτιώντας στην καρέκλα του, με τα χέρια να αγκαλιάζουν τα γόνατα του και τα μάτια κλειστά, συμπληρώνει ιδανικά τον φίλο και μουσικό συνοδοιπόρο του. Ερμηνεύουν τραγούδια δικά τους και ρεπερτόριο καλλιτεχνών όπως οι Everly Brothers, Frank Sinatra, Johnny Cash, μακριά από το ηλεκτρικό στυλ παιξίματός τους, αλλά με απόλυτο ταιριαστό για τις φωνές τους τρόπο.
Φεβρουάριος του 2022. Η είδηση του θανάτου του Mark Lanegan μάς πιάνει απροετοίμαστους. Η συνειδητοποίηση πως δεν θα ξανακούσουμε την αγγελικά δαιμονική φωνή του να μας τραγουδάει για όλα τα λάθη που έκανε (και κάναμε) στη ζωή δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη. Στο νου έρχεται ο ιδιαίτερος τρόπος που είχε να ερμηνεύει τα τραγούδια, ακίνητος πίσω από το μικρόφωνο, ρίχνοντάς όλο το βάρος στο ένα πόδι (αν και αυτό ήταν κυρίως για να μην καταπονεί το πόδι που το είχε πατήσει τρακτέρ σε ένα εργατικό ατύχημα όταν ήταν είκοσι χρονών), τα γεμάτα τατουάζ δάχτυλα των χεριών του και το σκοτάδι που έμοιαζε να τον ακολουθεί παντού.
Γεννημένος πριν από 58 χρόνια στη μικρή πόλη Ellensburg, περίπου 150 χιλιόμετρα από το Seattle, o Lanegan μεγάλωσε σε ένα προβληματικό περιβάλλον, που τον έκανε να αναζητήσει καταφύγιο στο ποτό και τα ναρκωτικά από πολύ νεαρή ηλικία. Όπως είχε πει σε μια συνέντευξή του το 2009, η καχυποψία του απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή οργανωμένης θρησκείας οφείλεται στα διάφορα δόγματα που ακολουθούσαν οι δάσκαλοι γονείς και συγγενείς του, είτε αφορούσε τον Χριστιανισμό, είτε τους μάρτυρες του Ιεχωβά, και παραπλήσιες σέχτες. Η μουσική λοιπόν έπαιζε τον ρόλο στηρίγματος για τον Mark μεγαλώνοντας.
Ξεκίνησε με τη δισκοθήκη που υπήρχε στο σπίτι του και καλλιτέχνες όπως ο Willie Nelson, ο Andy Williams και ο Johnny Cash, για να περάσει στο αγγλικό punk και new wave. Στο λύκειο θα γνωρίσει τον Van Conner που θα τον προσκαλέσει να παίξει drums στο συγκρότημα που είχε φτιάξει με τον αδερφό του, Gary Lee. Μεταξύ 1984 και 1996 οι Screaming Trees θα κυκλοφορήσουν μερικούς από τους καλύτερους ροκ δίσκους που βγήκαν από το Seattle και τα περίχωρα, με τα “Sweet Oblivion” και “Dust” να ξεχωρίζουν.
Με την επιβλητική σκηνική παρουσία του ως frontman, αφού μια τέτοια φωνή δεν γινόταν να χαραμιστεί προς χάριν των drums, δικαίως μνημονεύονται ως ένα από τα καλύτερα σχήματα της περιόδου. Οι οξύθυμοι χαρακτήρες και των τριών βασικών μελών και οι συχνοί καβγάδες τους, ακόμα και κατά τη διάρκεια των ζωντανών τους εμφανίσεων, έκαναν αδύνατη την μακροημέρευση του συγκροτήματος. Ο Lanegan είχε ήδη κυκλοφορήσει τα πρώτα προσωπικά του άλμπουμ (“The Winding Sheet” και “Whiskey For The Holy Ghost”, τα καλύτερα εξ αυτών) τα τελευταία χρόνια της ύπαρξης των Screaming Trees.
Μετά τη διάλυσή τους συνέχισε να κυκλοφορεί αξιόλογες δουλειές, είτε πιο κοντά στο μουσικό στυλ που είχε καθιερώσει (“Bubblegum”, 2004), είτε με πιο έντονες ηλεκτρονικές πινελιές (“Blues Funeral”, 2012). Παράλληλα, άρχισε να συμμετέχει και στις ηχογραφήσεις πολλών και διαφορετικών ονομάτων. Από τους Queens of the Stone Age, στους οποίους έφτασε να θεωρείται ανεπίσημα μέλος μια εποχή, μέχρι την Isobel Campbell των Belle and Sebastien, με την οποία μάλιστα προτάθηκε για Grammy για τον δίσκο “Ballad Of The Broken Seas”.
Όσο απόμακρος και αν φαινόταν πάνω στη σκηνή, δεν αρνιόταν κάποια πρόταση, αρκεί να τον ενέπνεε το καλλιτεχνικό όραμα αυτού που του πρότεινε συνεργασία, κάτι που μπορούν να επιβεβαιώσουν οι Unkle, οι Soulsavers και ο Moby μεταξύ άλλων. Συχνά έλεγε πως το σκοτάδι που πολλοί διέκριναν στα τραγούδια του δεν ήταν τίποτε άλλο από τις ματαιωμένες ελπίδες και τα ανεκπλήρωτα όνειρά του. Πως ο λυγμός έβγαινε γνωρίζοντας πως τα πράγματα δεν θα έμεναν καλά για πολύ.
Το 2020 ο Mark Lanegan εξέδωσε το αυτοβιογραφικό “Sing Backwards And Weep”, μια αποκαλυπτική καταγραφή της ζωής του, όπου κυρίαρχη θέση κατέχει η περιγραφή της οδύσσειας που πέρασε όλα τα χρόνια της εξάρτησης του από τα ναρκωτικά. Το βιβλίο έτυχε θερμής υποδοχής τόσο από το κοινό, όσο και από τους κριτικούς, που καλωσόρισαν τον Mark ως μια καινούργια λογοτεχνική φωνή. Ακολούθησε το 2022 το “Devil In A Coma”, λίγους μήνες πριν πεθάνει. Σε αυτό η γραφή είναι πιο παραληρηματική, μιας και γράφτηκε κατά την περίοδο που νοσηλευόταν σε σοβαρή κατάσταση λόγω κορωνοϊού σε νοσοκομείο της Ιρλανδίας που κατοικούσε τα τελευταία χρόνια μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του, Shelley Brien.
Ο Jeff Fielder ήταν ο πιο σταθερός μουσικός συνεργάτης του την τελευταία δεκαετία. Σε μια συνέντευξή του είπε πως θεωρούσε τον Lanegan άτρωτο, ειδικά αφού φαινόταν πως θα βγει νικητής και από την μάχη με τον κορωνοϊό. Σε μια συζήτηση που είχαν τον χαρακτήρισε ως «survivor», έχοντας κατά νου και όλους όσους τον συναναστράφηκαν και έφυγαν νωρίς, από τον Kurt Cobain και τον Chris Cornell, μέχρι τον καλό του φίλο και celebrity chef Anthony Bourdain. Ο Fielder θυμάται τον Lanegan να τον κοιτάει με το διαπεραστικό του βλέμμα και να του απαντάει «Έρχεται και η σειρά μου».
... see you on the other side, Mark.