Σάνη Χαλκιδικής, απόγευμα 20 Ιουλίου. Στο πολυτελές, ομώνυμο θέρετρο τα μαγαζιά της μαρίνας βουίζουν από κόσμο, όπως βουίζουν και τα ηλεκτροκίνητα αμαξάκια που μεταφέρουν χαρωπούς τουρίστες από κτίριο σε κτίριο. Κάποιοι κατευθύνονται εκεί που πάω κι εγώ: στο λόφο της Σάνης, όπου διοργανώνεται το Sani Festival, όπου θα εμφανιστεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο Tom Jones.
Πάνω στο λόφο, σειρές από καρέκλες μάς περιμένουν. Η θάλασσα και το πορτοκαλί του ουρανού τριγυρίζουν το λόφο. Στο χώρο ακούς διάσπαρτες ξένες γλώσσες, βεντάλιες να φουρφουρίζουν και ενθουσιασμένα τηλεφωνήματα: «Ξες ποιον θα δούμε σε λίγο;!». Αντίθετα, ο ηχολήπτης του Jones δοκιμάζει μάλλον άνευρα τα φώτα της σκηνής, με το μεσαιωνικό πύργο Σταυρονικήτα να φωτίζεται σε διάφορα χρώματα καθώς πέφτει η νύχτα.
Δέκα παρά η αδημονία μας έλαβε τέλος, αφού ο Ουαλός «Τίγρης» της μουσικής ανέβηκε στη σκηνή, πλαισιωμένος από τους μουσικούς του: Scott McKeon στην lead κιθάρα, Gary Wallis στα ντραμς, Dave Bronze στο μπάσο, Paddy Milner στα πλήκτρα.
Ένα χαμόγελο, μια ελαφρά υπόκλιση και ξεκίνημα κατευθείαν με τη διασκευή του “I’m Growing Old” του Bobby Cole. Το κομμάτι συμπεριλαμβάνεται στον τελευταίο δίσκο του Jones “Surrounded By Time”, στον οποίο αποτίει φόρο τιμής διασκευάζοντας αγαπημένους του καλλιτέχνες, ενώ παράλληλα αντιμάχεται τη φθορά του χρόνου και το πένθος στο οποίο τον βύθισε η απώλεια της συζύγου του, Linda Trenchard, το 2016.
Too little, too late, θα μπορούσε να πει κανείς, σκεπτόμενος το πόσο τοξικός υπήρξε ο γάμος τους για την ίδια, όμως η απώλεια της Linda φάνηκε πράγματι να έφερε τον Jones σε ένα σοκ καλλιτεχνικό και υπαρξιακό. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι δεν θα άντεχε να συνεχίσει το τραγούδι αν πέθαινε η γυναίκα του, αλλά τελικά άντεξε και επέστρεψε, φανερά πιο ευαίσθητος, πιο ευάλωτος, ίσως μετανοημένος. Αυτή του την πλευρά είχαμε την ευκαιρία να δούμε κι εμείς από κοντά, ειδικά σε κομμάτια σαν το “I Won’t Crumble If You Fall”, με αρχική εκτέλεση αυτήν της Bernice Johnson Reagon, που έφυγε από τη ζωή την περασμένη βδομάδα.
Το μεγαλύτερο μέρος της συναυλίας, λοιπόν, κάλυψαν οι διασκευές που απολαύσαμε στο “Surrounded By Time”. Ανάμεσά τους δύο από τον αγαπημένο του Bob Dylan: το “Not Dark Yet”, ένα ακόμα κομμάτι για το πλησίασμα του θανάτου, αλλά και το “One More Cup Of Coffee”.
Στο “Across The Borderline”, που «δανείστηκε» από τον Willie Nelson, θυμήθηκε πόσο εντύπωση του είχε κάνει το ότι ο Nelson τραγουδά σε τόσο μεγάλη ηλικία. “He’s 91, I’m only… 84!”, δήλωσε και ξεφύσηξε έκπληκτος για το πόσο μακριά έχει φτάσει.
Όμως, δεν ήταν όλη η συναυλία —και ευτυχώς— αφιερωμένη στις υπαρξιακές αγωνίες του Tom Jones. Στο “Talking Reality Television Blues” (αρχική εκτέλεση: Todd Snider) απολαύσαμε μια πειραματική εκτέλεση με αριστοτεχνικό στακάτο παίξιμο και τον Jones να απαγγέλει τους στίχους, σχολιάζοντας εμμέσως το επίκαιρο φαινόμενο Donald Trump. Στο “Popstar” (αρχική εκτέλεση: Cat Stevens) θυμήθηκε με μια δόση χιούμορ το πέρασμά του από την τηλεοπτική εκπομπή του Ed Sullivan.
Από δικά του, πρωτότυπα κομμάτια μάς πρόσφερε μια ευχάριστη bossa nova εκδοχή του “It’s Not Unusual”, με το οποίο λανσαρίστηκε στον Ed Sullivan. Επίσης, ακούσαμε μια πιο αργόσυρτη, blues εκδοχή του “Sexbomb”, μία ακόμα bossa nova για χάρη του “Delilah”, καθώς και μια χαριτωμένη εκτέλεση του “What’s New Pussycat”.
Για το τεχνικό σκέλος αναμενόμενα δεν έχουμε να πούμε πολλά. Ίσως μόνο να εκφράσουμε την έκπληξή μας για το πόση αντοχή έδειξε στη φθορά του χρόνου η φωνή του Jones, για το βάθος και την ερμηνευτική του ικανότητα, που παντρεύει το συναίσθημα με την τεχνική αρτιότητα. Παρά τη μειωμένη του κινητικότητα λόγω ηλικίας, η ειλικρίνεια και το πάθος του πάνω στη σκηνή ήταν παραπάνω από φανερά μέσα από τη γλώσσα του σώματος, τις υποκλίσεις στο χειροκρότημα του κόσμου, το χαμόγελο.
Οι δε μουσικοί του απέδειξαν, τόσο ατομικά όσο και σαν ομάδα, το ταλέντο τους, περνώντας άνετα από το blues στην bossa nova και από εκεί στην funk. Μάλιστα, ο Jones έκανε ειδική μνεία στον Wallis, ο οποίος εκτός από εξαιρετικός ντράμερ έχει αναλάβει και χρέη μουσικού διευθυντή για τις τουρνέ, καθώς τους ενώνει πολύχρονη φιλία.
Για το τέλος ο «Τίγρης» μάς επεφύλλασσε μια σειρά από κομμάτια γεμάτα γκρούβες —με εξαίρεση το “One Hell Of A Life”. Έχουμε και λέμε: το “You Can Leave Your Hat On” (αρχική εκτέλεση: Randy Newman), το “Kiss” (αρχική εκτέλεση: Prince), το δικό του “If I Only Knew” και για το τέλος μια ξεσηκωτική διασκευή στο “Johnny B. Goode” του Chuck Berry. Κάπου εκεί παρατήσαμε όλοι τις καρέκλες μας και τρέξαμε προς το μπροστινό σκέλος της σκηνής, για να ακούσουμε τον Jones να θυμάται πώς ο φίλος του ο Elvis Presley (!) τον πήγε μια φορά να γνωρίσει από κοντά τον Berry. Η μουσική ιστορία μισού αιώνα μπροστά στα μάτια μας…
Τέσσερα λεπτά αργότερα, και αυτή η εμφάνιση είχε περάσει στην ιστορία, με τον Tom Jones και τους μουσικούς να υποκλίνονται μέσα σε χειροκροτήματα, να κατεβαίνουν από τη σκηνή και να εξαφανίζονται μέσα σε ένα αυτοκίνητο.
90 λεπτά περίπου. Αυτό ήταν, λοιπόν, το χρονικό παράθυρο που μας αναλογούσε για να δούμε από κοντά έναν πάντα αληθινό και αφοσιωμένο καλλιτέχνη, που με τη φωνή του και μόνο μας άφησε να μπούμε στον πλούσιο και αμφιλεγόμενο κόσμο του, γεμάτο ταλέντο, πάθη μα και λάθη.
Τα υπόλοιπα θα αναλύονταν με κάποιο χαλαρό κοκτέιλ στη μαρίνα ή στη μεταμεσονύκτια επιστροφή για Θεσσαλονίκη.
Setlist - Tom Jones
- I’m Growing Old
- Not Dark Yet
- It’s Not Unusual
- What’s New Pussycat
- Windmills Of Your Mind
- Sexbomb
- Popstar
- One More Cup Of Coffee
- Across The Borderline
- Talking Reality Television Blues
- I Won't Crumble With You If You Fall
- Tower Of song
- Delilah
- Lazarus Man
- You Can Leave Your Hat On
- If I Only knew
- Kiss
- One Hell Of A life
- Johnny B. Goode
Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από το Sani Festival.