TheCure 018

The Cure: Οι αιώνιοι υμνητές του Teenage Angst

Με αφορμή την κυκλοφορία του καινούργιου δίσκου των The Cure, "Songs Of A Lost World", η σουπερ fan και φίλη του site Ευδοξία Μπινοπούλου μοιράζεται τις σκέψεις της ακούγοντάς τον

Διαβάστηκε φορες

Πώς να γράψεις για τους Cure; Για μας, που προλάβαμε την αγωνία αν το καινούργιο βινύλιο που θα βάλουμε να παίξει θα θυμίζει «κάτι από το "Pornography"» (για τους χάρντκορ φαν), έστω και αν δεδηλωμένα δεν θα επέστρεφαν σε αυτούς τους ήχους –ήταν πιθανόν καθαρά θέμα επιβίωσης η μη επιστροφή στη θανατίλα του "One Hundred Years"–, για μας, λοιπόν, που οι αρθρώσεις μας τρίζουν όποτε βάζουμε να παίξει ένα από τα βινύλια της συλλογής μας, το να μιλήσουμε για τους Cure περιλαμβάνει και προσωπικές εξομολογήσεις.

 

Και εξηγούμαι: Το "From The Edge Of The Deep Green Sea" είναι το πιο κιθαριστικό τους κομμάτι, σου λέει ο αμερικανόφιλος. Ίσως, αλλά είναι και ένα κομμάτι που εξηγεί σε δυο έφηβα κορίτσια τον πόνο πριν από τον αναπόφευκτο χωρισμό. Το "Killing An Arab"; Γνήσιο παιδί του πανκ, σύντομο, περιεκτικό, σε πυροβολεί με το γρήγορο ρυθμό του (see what I did there). Όχι μόνο· είναι και το διαβατήριό σου για την πιο ψαγμένη παρέα, που έχει (προλάβει να) διαβάσει Καμύ και μπορεί να συζητήσει μαζί σου τη διακειμενική αναφορά. Το ίδιο ισχύει και για το "How Beautiful You are…" –από το δίσκο "Kiss Me Kiss Me Kiss Me", για τους δισκοκριτικούς μια στροφή των Cure σε πιο ψαγμένα ποπ μονοπάτια–, που για λίγους έκρυβε Μπωντλαίρ στους στίχους του. Το "Doing The Unstuck" είναι μια φωτεινή, ρυθμική στιγμή στο "Wish", που έχει σχεδόν αλφαδιασμένα μοιράσει τα υποτονικά, μελωδικά κομμάτια σε εναλλαγή με τα πιο δυνατά και «σκληρά» στις τέσσερις πλευρές του, αλλά είναι και το τραγούδι με το οποίο ξορκίζεται η εφηβική κατάθλιψη ενός παιδιού ποτισμένου από το σύμπαν των Cure με έναν ξέφρενο χορό σε ένα έρημο σαλόνι.

Οι Cure έχουν υπάρξει πολλά πράγματα. Ήταν η επιτομή του teenage angst –που, όπως έχει πει κάποτε ο Robert Smith σε μια συνέντευξή του, «αν τα τραγούδια μου εκφράζουν το teenage angst, τότε είμαι χαρούμενος που το έχω»–, είναι και η τόλμη να πηδάς από το ένα μουσικό είδος στο άλλο, αφήνοντας ίσως ορισμένους ορκισμένους οπαδούς σου πίσω, κατά τι πληγωμένους (νιώθει «κανείς δεν με καταλαβαίνει» στην τοποθεσία «δωμάτιο με τοίχους βαμμένους σκούρους», για να κάνουμε ένα χρονικό άλμα και να μιλήσουμε με τους μελλοντικούς όρους της γενιάς Χ). Κερδίζοντας, ωστόσο, έτσι μια θέση στη μέινστριμ μουσική σκηνή, βαδίζοντας από δεκαετία σε δεκαετία με το μαλλί πάντα σηκωμένο και το κραγιόν κατακόκκινο – κι ας λένε οι κακές γλώσσες ό,τι θέλουν, ο Robert Smith δεν θα κατεβεί ποτέ από το βάθρο του, ακόμα και ντυμένος μια εμφάνιση σαν αποκριάτικη στολή στα πενήντα του και στα εξήντα του. Εδώ δεν μάσησε όταν τον πήραν με τις πέτρες που τόλμησε να ρεμιξάρει τραγούδια της ίδιας του της μπάντας –για να τον μιμηθούν όλοι στη συνέχεια…

Ο δίσκος τους, τώρα, ο φρέσκος, που στάθηκε αφορμή γι’ αυτό το όχι-και-τόσο-μουσικό κείμενο, είναι ένας δίσκος για όσους τους άγγιξε το "Burn". Για όσους γέμισαν μουσικά με το "Bloodflowers", με μια μεστή, τίμια, μια –γιατί όχι;– κινηματογραφική ποπ-ροκ μουσική, από επαγγελματίες του είδους.

Εμείς, που περνούσαμε βραδιές μελαγχολίας με το "Seventeen Seconds", που ξορκίζαμε τη νεανική απομόνωση με βήματα μπρος πίσω στις "Rebound" όλου του κόσμου, που αφιερώσαμε ένα "Friday I’m In Love" –ενίοτε στα κρυφά–, όσο κι αν παραήταν ποπαρία για τα γούστα μας τα εκλεκτά, τα σνομπ, θα υποκλιθούμε με σεβασμό στον αειθαλή Robert Smith και στην εξίσου αειθαλή φωνή του, το συνεκτικό δεσμό όλων των παραπάνω, και θα πούμε: Οι Cure άνοιξαν δρόμους. Τους αξίζει να αναπαυθούν σε γνωστά, σίγουρα μονοπάτια. Τους ευχαριστούμε που κρατάνε τη φλόγα ζωντανή.

Tags
Διαβάστε ακόμα