Δέκα χρόνια πριν, οι Roots κατακτούσαν τα ερτζιανά με το “The Seed (2.0)”, συστήνοντας ταυτόχρονα στο ευρύ κοινό τον Cody ChesnuTT, έναν πολλά υποσχόμενο singer - songwriter από την Ατλάντα της Τζώρτζια. Ο μουσικός τύπος, είχε σπεύσει να προσθέσει βαρύ φορτίο στους ώμους του 34χρονου (τότε) καλλιτέχνη, αποκαλώντας τον νέο Stevie Wonder, νέο Hendrix… κ.ο.κ
Βλέπετε η σύμπραξη του Cody με τους Roots, δεν περιοριζόταν σε ένα απλό φωνητικό πέρασμα στο ρεφρέν, όπως είθισται να συμβαίνει με τους καλεσμένους ερμηνευτές σε επιτυχημένους hip hop δίσκους. Το εν λόγω κομμάτι αποτελούσε δικό του παιδί, δική του σύνθεση και μάλιστα, μια αρκετά διαφορετική, πιο αισθησιακή εκδοχή (η…1.0) είχε συμπεριληφθεί στο, διπλό παρακαλώ, φιλόδοξο ντεμπούτο του, της ίδιας χρονιάς (2002).
Εκείνη την εποχή, το “Headphone Masterpiece”, φάνταζε ως ο υποδειγματικός indie soul δίσκος. Ηχογραφημένος κυριολεκτικά στην κρεβατοκάμαρα, με πενιχρά μέσα και ελάχιστα όργανα, μαρτυρούσε το πληθωρικό ταλέντο και τους ανοιχτούς ορίζοντες του δημιουργού του. Ο οποίος έκανε τα πάντα…παραγωγή, ενορχήστρωση, σύνθεση, τραγούδι και εκτέλεση όλων των οργάνων. Άνθρωπος ορχήστρα ο ChesnuTT, σε έναν γοητευτικό lo-fi δίσκο, όπου τα θραύσματα ελκυστικών ιδεών, συνήθως λειτουργούσαν εσκεμμένα, σε βάρος των ολοκληρωμένων και έτοιμων για άμεση κατανάλωση προτάσεων. Φανέρωναν μάλιστα μια ασυνήθιστη γκάμα επιρροών. Από τη μωβ ψυχεδέλεια του Prince, στο σύγχρονο r’n’b, από τη folk, στο old school hip hop και από τη γλυκιά soul, στις κιθαριστικές rock εκτονώσεις.
Θα έλεγε κανείς ότι πεδίο δόξης λαμπρό απλωνόταν στα πόδια του δαιμόνιου Cody ChesnuTT. Και όμως…δέκα ολόκληρα χρόνια μεσολάβησαν μέχρι το επόμενο μακράς διάρκειας δισκογραφικό του εγχείρημα. Σχεδόν ξεχάστηκε, εξαφανίστηκε. Τι μεσολάβησε; Καταρχήν ένα ep διάρκειας μόλις 11 λεπτών (“Black Skin No Value” το 2010) που σαφέστατα δεν αρκεί για να δικαιολογήσει το κενό. Όπως ο ίδιος δηλώνει στο βρετανικό περιοδικό Uncut (τεύχος 186, Νοέμβριος 2012): «…κάποιους ανθρώπους, η φήμη γρήγορα τους αποπροσανατολίζει. Κάτι τέτοιο συνέβη και σε μένα…». Στην πορεία ωστόσο, μπήκε στον «ενάρετο» δρόμο. Παντρεύτηκε, έγινε πατέρας και με το “Landing On A Hundred” (Vibration Vineyard / One Little Indian) που κυκλοφόρησε το περασμένο Φθινόπωρο, επιθυμεί να μας μεταλαμπαδεύσει το απόσταγμα των εμπειριών – την κοσμοθεωρία του.
Το αποτέλεσμα δικαιώνει τον ίδιο, αλλά και όσους ανέμεναν κάτι εξαιρετικό από αυτόν. Βασικοί πυλώνες έμπνευσης; Δύο δίσκοι – ορόσημα της σύγχρονης soul. Το “What’s Going On” του Marvin Gaye και το “Songs In The Key Of Life” του Stevie Wonder. Το πνεύμα του Marvin ειδικότερα, είναι πανταχού παρόν. Όχι μόνο στον τρόπο που ο ChesnuTT υφαίνει τις μελωδικές του γραμμές, αλλά στη συνολική αύρα του δίσκου, καθώς επίσης και στη στιχουργική του θεματολογία. Ένας ώριμος πλέον «κήρυκας», που χρησιμοποιεί τα εκφραστικά του μέσα, για να στείλει κύματα θετικής ενέργειας και να υπογραμμίσει την ανάγκη για πνευματικότητα. Τα ζητούμενα της λύτρωσης, της πίστης, της ειρήνης, της συμφιλίωσης, της κοινωνικής συνείδησης και των παραδοσιακών, διαχρονικών, εν γένει, αξιών, διατρέχουν με πάθος, τις δώδεκα απολαυστικές, original συνθέσεις του “Landing On A Hundred”.
Σημειώνεται ότι, τούτη τη φορά, ο 44χρονος πλέον καλλιτέχνης δεν είναι μόνος. Συνοδεύεται από μια πολυμελή ομάδα μουσικών, ικανών να δώσουν στο ηχητικό όραμα του, σάρκα και οστά. Μέρος των ηχογραφήσεων, πραγματοποιήθηκε στα θρυλικά Royal Studios του Μέμφις. Πραγματική εγγύηση ποιότητας! Εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, με μια σειρά ιστορικών δίσκων, ο Αιδεσιμότατος Al Green γέμιζε πολλές χρυσές σελίδες του βιβλίου της soul, συνεπικουρούμενος από τον αείμνηστο παραγωγό Willie Mitchell.
Έγχορδα, πνευστά, κιθάρες μπλέκονται σε πλούσιες, περιπετειώδεις ενορχηστρώσεις και συνεισφέρουν στην δημιουργία ενός χορταστικού συνόλου. Εντούτοις, το “Landing On A Hundred” παρά τις εμφανείς καταβολές και τα «δάνεια» από το παρελθόν, δεν εγκλωβίζεται σε μια vintage αισθητική. Αυτό που τελικά επιτυγχάνει, είναι να αναδείξει το πηγαίο, αδαμάντινο ταλέντο του ChesnuTT. Οι συνθέσεις του είναι απαιτητικές, δουλεμένες μέχρι λεπτομέρειας και ανά πάσα στιγμή, αιφνιδιάζουν ευχάριστα, επιφυλάσσοντας απρόσμενες εκπλήξεις και αποκαλύπτοντας την υψηλού επιπέδου δυναμική τους. Στοιχεία που γοήτευσαν και τον Jarvis Cocker των Pulp, ο οποίος ξεχώρισε το συγκεκριμένο album, ως ένα από τα πλέον αγαπημένα του για το 2012, απαντώντας σε σχετική ερώτηση που του έγινε εκ μέρους του περιοδικού MOJO (τεύχος 230, Ιανουάριος 2013).
Επιλογές: “I’ve Been Life”, “That’s Still Mama”, “What Kind of Cool (Will We Think Of Next)”, “Stroll Call”.
Links
o Cody ChesnuTT επίσημο site
http://cchesnutt.com
o Cody ChesnuTT – That’s Still Mama