Προετοιμασμένος αυτή τη φορά για την εμφάνιση – και όχι συναυλία – του Λεωνίδα Μπαλάφα στο Fix, μπορώ να πω πως πέρασα καλύτερα απ’ την προηγούμενη φορά. Αν και, διαβάζοντας όσα είχα γράψει πριν από περίπου ένα χρόνο για εκείνη τη βραδιά και φέρνοντας διάφορα γεγονότα και πάλι στο μυαλό μου, διαπιστώνω πως οι διαφορές είναι πραγματικά λίγες. Πάλι ήταν ακούραστος και τον χορτάσαμε για παραπάνω από τέσσερις ώρες επί σκηνής, πάλι ακούσαμε παλιά και νέα τραγούδια μαζί με λίγες διασκευές και πάλι ο κόσμος θα μπορούσε να είναι περισσότερος.
Το σχήμα που τον συνοδεύει άλλαξε ελαφρώς, και τα τραγούδια προσαρμόστηκαν αναλόγως, καθώς πλέον απουσιάζουν τρομπέτα και πλήκτρα, ενώ το βιολί είναι σε πρώτο ρόλο. Ικανότατοι μουσικοί όλοι τους, το απέδειξαν και προς το τέλος της βραδιάς, όταν έπαιζε ο καθένας ό,τι όργανο έβρισκε μπροστά του. Αυτό δεν ισχύει για τον Μπαλάφα στα τύμπανα, αλλά συγχωρείται μετά από όσα είχε κάνει σε φωνή, κλαρίνο και λίγο μπαγλαμαδάκι.
Η βραδιά χωρίστηκε σε δύο μέρη από ένα εικοσάλεπτο διάλειμμα στα μεσάνυχτα, αλλά ουσιαστικά το «δεύτερο μέρος» ξεκίνησε λίγο αργότερα, όταν μέρος του κοινού που είχε γεμίσει τον κάτω όροφο του Fix εκτονώθηκε και έφυγε και επί σκηνής ήταν όλοι αρκετά πιο χαλαροί. Ο τραγουδιστής ήταν σαν τελείως διαφορετικός άνθρωπος, κυρίως στην επικοινωνία με τον κόσμο από κάτω και αυτό, σε συνδυασμό φυσικά με τα ωραία τραγούδια και το καλό χιούμορ (εμπλουτισμένο και λίγο αλκοόλ), βοήθησαν στο να κυλήσει ευχάριστα η βραδιά ως το τέλος, περίπου στις 3:30.
Ο Λεωνίδας Μπαλάφας δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από άλλους τραγουδιστές/τραγουδοποιούς της γενιάς του. Έχει γράψει μερικά από τα πιο αξιόλογα τραγούδια των τελευταίων ετών και έχει εδώ και καιρό το βάθος να υποστηρίξει πολύωρη παράσταση με δικό του υλικό. Γιατί, όμως, επιμένει να εμφανίζεται κυρίως με αυτό τον τρόπο; Όσοι τον έχουν δει ή έστω όσοι ξέρουν πέντε-δέκα τραγούδια του – και είναι αρκετοί αυτοί – κατανοούν πως είναι σε θέση να δώσει μια συναυλία, έστω της μισής διάρκειας από των παραστάσεών του, πιθανότατα με καλύτερα αποτελέσματα, τόσο για το κοινό του, όσο, πιθανώς, και για τον ίδιο. Μουσικά. Οικονομικές λεπτομέρειες σχετικά με το ποτό στο πρώτο-σταντάκι-πίστα δε με απασχολούν, και αν το κριτήριο επιλογής αυτού του είδους εμφανίσεων σχετίζεται με κάτι τέτοιο, δε μπορώ παρά να πάω πάσο.
Οι εβδομαδιαίες εμφανίσεις του στην Αθήνα εντάσσονται περίπου στην ίδια κατηγορία και, χωρίς να έχω εμπειρία από πρώτο χέρι, τις θεωρώ κάτι το εξαιρετικό. Ποιον άλλον καλλιτέχνη τέτοιου βεληνεκούς έχει τη δυνατότητα το μουσικόφιλο κοινό της Αθήνας να βλέπει τόσο συχνά; Οι συχνές εμφανίσεις, όσο δύσκολες κι αν είναι οικονομικά, μόνο καλό κάνουν στους μουσικούς και, κυρίως, στους φίλους τους. Κι η υπόλοιπη χώρα; Μία καλοκαιρινή εμφάνιση στη Θεσσαλονίκη θα συνέβαλε στο να δημιουργηθεί κι εδώ μέρος του κλίματος στην πρωτεύουσα με τις εμφανίσεις αυτές.
Ίσως και να κάνω λάθος, ίσως να μη γνωρίζω λεπτομέρειες που καθιστούν όσα σκέφτομαι και έγραψα αβάσιμα, αλλά με αυτά τα λίγα και όμορφα που μας προσφέρει ο Λεωνίδας Μπαλάφας, βλέπω έναν εξαιρετικό τραγουδοποιό και ερμηνευτή να παίρνει λιγότερα απ’ όσα αξίζει. Είναι χαρούμενος, όμως. Αναμφίβολα. Ίσως ο ίδιος να μη θέλει κάτι παραπάνω από το να περνάει καλά με την παρέα του, παίζοντας ελεύθερος τις μουσικές του μπροστά σε κόσμο που τον εκτιμά. Τη σκέψη αυτή για την «αδιαφορία» προς κάτι «μεγαλύτερο» την έκανα μετά το ‘Να Σταθώ Στα Πόδια Μου’, ένα τραγούδι που, πέρα από τις διαδικτυακές διαμάχες που προκάλεσε το βίντεο, προσέλκυσε από μόνο του μερικούς στη βραδιά, αλλά ερμηνεύτηκε φτωχά, απουσία λύρας, και χωρίς ίσως το βάρος που θα του ταίριαζε.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μένει είναι πως ο Λεωνίδας Μπαλάφας είναι μια σημαντική μορφή της εγχώριας μουσικής σκηνής και τα τραγούδια του, που αποκαλύπτουν και εκφράζουν εκ βαθέων την ελληνική κοινωνία, είναι ζωτικής σημασίας για την ίδια.
* Η φωτογραφία προέρχεται από την περσινή εμφάνιση του Λεωνίδα Μπαλάφα στο Fix Factory.
Το σχήμα που τον συνοδεύει άλλαξε ελαφρώς, και τα τραγούδια προσαρμόστηκαν αναλόγως, καθώς πλέον απουσιάζουν τρομπέτα και πλήκτρα, ενώ το βιολί είναι σε πρώτο ρόλο. Ικανότατοι μουσικοί όλοι τους, το απέδειξαν και προς το τέλος της βραδιάς, όταν έπαιζε ο καθένας ό,τι όργανο έβρισκε μπροστά του. Αυτό δεν ισχύει για τον Μπαλάφα στα τύμπανα, αλλά συγχωρείται μετά από όσα είχε κάνει σε φωνή, κλαρίνο και λίγο μπαγλαμαδάκι.
Η βραδιά χωρίστηκε σε δύο μέρη από ένα εικοσάλεπτο διάλειμμα στα μεσάνυχτα, αλλά ουσιαστικά το «δεύτερο μέρος» ξεκίνησε λίγο αργότερα, όταν μέρος του κοινού που είχε γεμίσει τον κάτω όροφο του Fix εκτονώθηκε και έφυγε και επί σκηνής ήταν όλοι αρκετά πιο χαλαροί. Ο τραγουδιστής ήταν σαν τελείως διαφορετικός άνθρωπος, κυρίως στην επικοινωνία με τον κόσμο από κάτω και αυτό, σε συνδυασμό φυσικά με τα ωραία τραγούδια και το καλό χιούμορ (εμπλουτισμένο και λίγο αλκοόλ), βοήθησαν στο να κυλήσει ευχάριστα η βραδιά ως το τέλος, περίπου στις 3:30.
Ο Λεωνίδας Μπαλάφας δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από άλλους τραγουδιστές/τραγουδοποιούς της γενιάς του. Έχει γράψει μερικά από τα πιο αξιόλογα τραγούδια των τελευταίων ετών και έχει εδώ και καιρό το βάθος να υποστηρίξει πολύωρη παράσταση με δικό του υλικό. Γιατί, όμως, επιμένει να εμφανίζεται κυρίως με αυτό τον τρόπο; Όσοι τον έχουν δει ή έστω όσοι ξέρουν πέντε-δέκα τραγούδια του – και είναι αρκετοί αυτοί – κατανοούν πως είναι σε θέση να δώσει μια συναυλία, έστω της μισής διάρκειας από των παραστάσεών του, πιθανότατα με καλύτερα αποτελέσματα, τόσο για το κοινό του, όσο, πιθανώς, και για τον ίδιο. Μουσικά. Οικονομικές λεπτομέρειες σχετικά με το ποτό στο πρώτο-σταντάκι-πίστα δε με απασχολούν, και αν το κριτήριο επιλογής αυτού του είδους εμφανίσεων σχετίζεται με κάτι τέτοιο, δε μπορώ παρά να πάω πάσο.
Οι εβδομαδιαίες εμφανίσεις του στην Αθήνα εντάσσονται περίπου στην ίδια κατηγορία και, χωρίς να έχω εμπειρία από πρώτο χέρι, τις θεωρώ κάτι το εξαιρετικό. Ποιον άλλον καλλιτέχνη τέτοιου βεληνεκούς έχει τη δυνατότητα το μουσικόφιλο κοινό της Αθήνας να βλέπει τόσο συχνά; Οι συχνές εμφανίσεις, όσο δύσκολες κι αν είναι οικονομικά, μόνο καλό κάνουν στους μουσικούς και, κυρίως, στους φίλους τους. Κι η υπόλοιπη χώρα; Μία καλοκαιρινή εμφάνιση στη Θεσσαλονίκη θα συνέβαλε στο να δημιουργηθεί κι εδώ μέρος του κλίματος στην πρωτεύουσα με τις εμφανίσεις αυτές.
Ίσως και να κάνω λάθος, ίσως να μη γνωρίζω λεπτομέρειες που καθιστούν όσα σκέφτομαι και έγραψα αβάσιμα, αλλά με αυτά τα λίγα και όμορφα που μας προσφέρει ο Λεωνίδας Μπαλάφας, βλέπω έναν εξαιρετικό τραγουδοποιό και ερμηνευτή να παίρνει λιγότερα απ’ όσα αξίζει. Είναι χαρούμενος, όμως. Αναμφίβολα. Ίσως ο ίδιος να μη θέλει κάτι παραπάνω από το να περνάει καλά με την παρέα του, παίζοντας ελεύθερος τις μουσικές του μπροστά σε κόσμο που τον εκτιμά. Τη σκέψη αυτή για την «αδιαφορία» προς κάτι «μεγαλύτερο» την έκανα μετά το ‘Να Σταθώ Στα Πόδια Μου’, ένα τραγούδι που, πέρα από τις διαδικτυακές διαμάχες που προκάλεσε το βίντεο, προσέλκυσε από μόνο του μερικούς στη βραδιά, αλλά ερμηνεύτηκε φτωχά, απουσία λύρας, και χωρίς ίσως το βάρος που θα του ταίριαζε.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μένει είναι πως ο Λεωνίδας Μπαλάφας είναι μια σημαντική μορφή της εγχώριας μουσικής σκηνής και τα τραγούδια του, που αποκαλύπτουν και εκφράζουν εκ βαθέων την ελληνική κοινωνία, είναι ζωτικής σημασίας για την ίδια.
* Η φωτογραφία προέρχεται από την περσινή εμφάνιση του Λεωνίδα Μπαλάφα στο Fix Factory.
Σχετικό θέμα