Για να μην ξοδευόμαστε σε εισαγωγές, τα δεδομένα μιλούν από μόνα τους. Δεν υπάρχει πρόγραμμα, μα σε μουσική σκηνή, μα σε «πίστα», μα σε «σκυλάδικο», μα σε «ρεμπετάδικο» που να μην περιλαμβάνει την Πριγκιπέσσα. Δεν υπάρχει εκπομπή τύπου «Στην υγειά μας» στην οποία να μην ακουστεί το τραγούδι αυτό. Δεν υπάρχει γλέντι (γάμου, γενεθλίων κλπ) που να μην νταλκαδιαστούν οι καλεσμένοι με το εν λόγω άσμα (οι ίδιοι που πριν λίγα χρόνια άκουγαν το όνομα Μάλαμας και στράβωναν τη μούρη…). Γενικώς παίζει παντού!
Θες κι άλλα πειστήρια; Μάλλον όχι γιατί τα’χεις ζήσει κι εσύ, αν ακούς έστω και λίγη ελληνική μουσική. Αλλά αν θες κι άλλα, σου συνιστώ μία αναζήτηση στο youtube για τις πιθανές (και απίθανες!) εκτελέσεις - κυριολεκτικώς και μεταφορικώς - της κοσμαγάπητης και ταλαιπωρημένης πια Πριγκιπέσσας. Σε προϊδεάζω ότι, πλην του Β. Καρρά, θα δεις από «παρατράγουδα» εκπομπών του Alter και του Extra3 μέχρι αμέτρητους τραγουδιστές από κάθε «κατηγορία» της ελληνικής μουσικής (Ρόκος, Στόκας, Β.Παπακωνσταντίνου, Πίτσα Παπαδοπούλου, Γλυκερία κ.ά.). Πάμπολλες - και συνεχώς αυξανόμενες - επίσης και οι επανεκτελέσεις του κομματιού στην ελληνική δισκογραφία (Βιτάλη, Τσέρτος, Ασλανίδου κ.ά.).
Τα ερωτήματα εξίσου απλά με τα δεδομένα. Ποιοι οι λόγοι που ένα τραγούδι από το χώρο του «έντεχνου» γίνεται πανεθνική επιτυχία, υποσκελίζοντας την αρμόδια… εγχώρια βιομηχανία παραγωγής σουξέ (λέγε με και λαϊκοπόπ σκηνή); Γιατί αυτό έγινε περίπου 6-7 χρόνια μετά τη χρονιά που το κομμάτι είδε για πρώτη φορά το φως της δισκογραφίας (το 2000, στο δίσκο «Ο Φύλακας κι ο Βασιλιάς»); Το 2000 ή το 2002 η Πριγκιπέσσα ήταν «έντεχνο, μελαγχολικό τραγουδάκι» και το 2007 έγινε «τραγουδάρα», ικανή να ανεβάσει κόσμο στα τραπέζια…; Πώς ο σταμπαρισμένος ως «μελαγχολικός», «κοψοφλέβιος» και «κουλτουριάρης» Μάλαμας έγινε ξαφνικά αποδεκτός από ένα ευρύτερο κοινό με όχημα ΚΑΙ την Πριγκιπέσσα, έστω και ετεροχρονισμένα;
Το θέμα έχει αναλυθεί επαρκώς στο άρθρο του Αλέξη Βάκη στο Δίφωνο, που αποτέλεσε και την αφορμή για την σημερινή αναφορά της στήλης. Φυσικά και δεν είναι η πρώτη φορά που ένα τραγούδι από το χώρο του «έντεχνου» γίνεται γκραν σουξέ και… χαλάει τον κόσμο. Πρόχειρα σου έρχονται σίγουρα στο μυαλό τα Πότε Βούδας, πότε Κούδας του Ν.Παπάζογλου, Δυνατά και Το κόκκινο φουστάνι της Αρβανιτάκη κ.ά. πολλά. Φυσικά και ευσταθεί το επιχείρημα περί λαϊκού μαγνητισμού στο επιτυχημένο δέσιμο στίχου-μουσικης-ερμηνείας πάνω στον ανατολίτικο ρυθμό του τσιφτετελιού. Πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε γι’ αυτό το περίεργο, αργό και εντελώς προσωπικό τσιφτετέλι-ζεϊμπέκικο που ακούει στο όνομα Πριγκιπέσσα…. Όλα αυτά ολόσωστα. Αλλά…
Δύο στοιχεία θέλει η στήλη να προσθέσει κυρίως. Πρώτο, το ερώτημα «γιατί 7 χρόνια φαγούρας για την Πρικιπέσσα;», δηλαδή γιατί βγαίνει το 2000 και γίνεται «σουξέ» από το 2007 και μετά. Η απάντηση βρίσκεται στο δίσκο «LIve στο Λυκαβηττό» (2007) των Αλεξίου-Μάλαμα-Ιωαννίδη. Εκεί, καλώς ή κακώς, μέσα από ένα εξαιρετικό live ηχογράφημα, ο Σωκράτης Μάλαμας γίνεται γνωστός και αποδεκτός από ένα ευρύτερο του πυρήνα των οπαδών του κοινό. Για να μην το πολυκουράζουμε, με όχημα αυτό το δίσκο, ο τραγουδοποιός ξανακούστηκε με άλλο… αυτί και αγαπήθηκε απ’ την αρχή, από ένα μεγάλο κομμάτι ακροατών. Η Πριγκιπέσσα σαφώς ξεχώριζε σε αυτόν τον εξαιρετικό ζωντανό δίσκο, οπότε να η απάντηση στο χάσμα μεταξύ 2000 και 2007…
Δεύτερο - και σημαντικότερο κατά τον γράφοντα – το εξής απλό: το τραγούδι ξεκινά με το στίχο «Άλλα θέλω κι άλλα κάνω»… και το ρεφρέν κλείνει με το «Απίστευτος ο κόσμος κι ο χαραχτήρας μας»... Θα μπορούσε να είναι και ο... εθνικός μας ύμνος την τελευταία 15ετία… Τι εννοώ; Όλοι μας λίγο-πολύ θεωρούμε ότι «γι’ άλλού ξεκινήσαμε, μ’ αλλού η ζωή μας πήγε»… Όλοι μας νιώθουμε λίγο αδικημένοι, ξεστρατισμένοι, εγκλωβισμένοι. Διόλου άσχετος με αυτές τις έννοιες ο ατομισμός και η μοναχικότητα (κόντρα στις συλλογικότητες των καθ’ ημάς 60s, 70s, ακόμη και 80s) που χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια την κοινωνία μας… Να λοιπόν η απάντηση! Αλλά ας μην το βαθύνουμε άλλο…
Όσο για την πολυσυζητημένη πια επανεκτέλεση από τον Βασίλη Καρρά; Τι να πειράξει; Άκρως θετικό και ελπιδοφόρο κατ’ εμέ, το γεγονός ότι στις τελευταίες συναυλίες του Σωκράτη Μάλαμα, είδα κόσμο να έχει έρθει μόνο για την Πριγκιπέσσα και το Τσιγάρο ατέλειωτο, αλλά να προβληματίζεται (από) και να παραδίνεται στη δυναμική των Καληνύχτα, Θίασος, Διάφανος και των υπόλοιπων σπουδαίων τραγουδιών του τραγουδοποιού… Αυτή είναι η δύναμη του τραγουδιού και αναλύσεις όπως η παραπάνω για τα «πώς» και τα «γιατί» των κατά καιρούς σουξέ ίσως και να μοιάζουν περιττές…