Μπορεί η ταινία να έχει κυκλοφορήσει εδώ και κάμποσους μήνες, όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι πάντα επίκαιρο να γραφτεί κάτι γι’ αυτήν. Ειδικά όταν πρόκειται να συζητηθεί εκτενώς κατά τη διάρκεια των ημερών λόγω των Oscars.
Ο George Miller επιστρέφει το 2015, μετά από περίπου 30 χρόνια, όταν είχε σκηνοθετήσει το τρίτο και, όπως φαινόταν, τελευταίο φιλμ της ιστορίας του Max, ενός πρώην αστυνομικού και νυν περιπλανώμενου εκδικητή. Νοηματικά το Mad Max: Fury Road (2015) δεν συνδέεται με την προηγούμενη τριλογία, η οποία καταξίωσε τόσο τον Miller όσο και τον πρωταγωνιστή Mel Gibson, όμως μέσω κάποιων τεχνικών, όπως είναι τα flashbacks, βλέπουμε αρκετές αναφορές στο βασανισμένο παρελθόν του Max.
Το Mad Max: Fury Road είναι η πεμπτουσία της περιπέτειας. Όπως όταν τη δεκαετία του ’70, ο George Miller δημιουργεί ένα φιλμ γεμάτο σύγκρουση, καταδίωξη και, γενικά, περιπέτεια, έτσι και τώρα επανέρχεται για να επαναπροσδιορίσει το είδος. Τόσοι και τόσοι προσπάθησαν μετά απ’ αυτόν, λίγοι το άγγιξαν, ακόμα πιο λίγοι το κατόρθωσαν με επιτυχία. Και μεταξύ αυτών, ο Miller επιστρέφει ξανά μετά από τόσα χρόνια για να «μας δείξει πώς γίνεται» και, ουσιαστικά, να τοποθετήσει μία ιδέα που είχε σκαρφιστεί κάποτε στο παρόν και να την εμπλουτίσει με τεχνολογικά τεχνάσματα και κινηματογραφικές δυνατότητες που μόνο να φανταζόταν μπορούσε κανείς όταν ξεκίνησε. Με άλλα λόγια, μέσω του τελευταίου του φιλμ δείχνει στους επίδοξους επιγόνους πώς είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ένα αριστουργηματικό φιλμ γεμάτο περιπέτεια. Μία ταινία κυκεώνας, η οποία, άπαξ και αφεθείς, θα σε πάει πέρα-δώθε σαν εκκρεμές· και το «χειρότερο»; Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Το φιλμ είναι τόσο ζωντανό, που νομίζεις ότι ανά πάσα στιγμή θα σε παρασύρει είτε ο ανεμοστρόβιλος που εμφανίζεται καταμεσής της ερήμου, είτε ο .. «ανεμοστρόβιλος» Tom Hardy.
Για όσους δεν έχετε δει την ταινία θα σας πω συλλήβδην την πλοκή:
Η ταινία τοποθετείται σε ένα δυστοπικό μέλλον, στο οποίο ο άνθρωπος έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες της Γης, που έχει μετατραπεί σε μια αχανή έρημο, το νερό έχει αναδειχθεί σε πολύτιμο και δυσεύρετο αγαθό, ενώ οι κοινωνίες που έχουν συσταθεί είναι αμιγώς πολεμικές και μόνο τους σκοπό έχουν την επιβίωση και την εξάπλωση των δυνάμεων τους. Σε μια τέτοια κοινωνία, λοιπόν, μπαίνει ο κεντρικός μας ήρωας, ο Max (Tom Hardy), ως αιχμάλωτος. Συλλαμβάνεται στην πρώτη σκηνή, λίγα δευτερόλεπτα αφού έχει τελειώσει την αφήγηση του για όλα τα παραπάνω που έχουν συμβεί στον πλανήτη Γη. Θα επανέλθουμε όμως σε αυτό το σημείο αργότερα. Έτσι, λοιπόν, ο Max, ως ένας άντρας τρομερής φυσικής κατάστασης, χρησιμοποιείται ως δότης αίματος για τους λεγόμενους War Boys (ή αλλιώς «βραχύβιοι»), τους χλωμούς και αδύναμους στρατιώτες του Immortan Joe, μονάρχη αυτής της κοινωνίας. Λίγα λεπτά μετά, ο Max βρίσκεται στο δρόμο πάνω στο αυτοκίνητο ενός «παιδιού του πολέμου» για να το τροφοδοτεί με αίμα καθώς καταδιώκει τη Furiosa (Charlize Theron), μία δυνατή Στρατηγό του Immortan Joe, που όμως αποφάσισε να τον προδώσει και να το σκάσει, ελευθερώνοντας τις πολύτιμες γυναίκες του Joe, τις οποίες κρατούσε στη ζωή αιχμάλωτες μόνο και μόνο για την αναπαραγωγή.
Είναι εμφανές ότι το σενάριο είναι σχετικά απλό. Έχουμε το παραδοσιακό post-apocalyptic σκηνικό, μια αχανή έρημο, πεινασμένους και υποβαθμισμένους ανθρώπους να ζουν υπό το ζυγό των μοναρχών, οι οποίοι ζουν με αίγλη. Αυτό το σκηνικό ενισχύεται από το γεγονός ότι οι «αυθεντικοί» άνθρωποι (δηλαδή οι άνθρωποι που προέρχονται από την εποχή που η Γη ήταν ακόμα υγιής) αποτελούν είδος υπό εξαφάνιση και το αίμα τους είναι σπάνιο καύσιμο για τις μηχανές. Ακόμα καλύτερο και από το εκλειπόμενο πετρέλαιο. Ο ορισμός του δυστοπικού σύμπαντος.
Αυτό που κάνει εξαιρετική την ταινία είναι ότι δε διαλέγει καθόλου μπανάλ μέσα για να παρουσιάσει θέματα διαχρονικά, όπως είναι η καταστροφή του περιβάλλοντος, οι κοινωνικές διακρίσεις/αδικίες, ο σεξισμός, ο άνισος καταμερισμός, η εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού κ.α., τα οποία κινδυνεύουν να καταντήσουν γραφικά ή να μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον του θεατή. Ο George Miller γνωρίζει πολύ καλά ότι μία ταινία, ειδικά αυτό που λέμε χολιγουντιανή, οφείλει να προσφέρει τέρψη και διασκέδαση στο κοινό.
Πώς καταφέρνει τα παραπάνω; Με φοβερό μοντάζ, τόσο στον ήχο όσο και στην εικόνα. Στα πρώτα λίγα λεπτά της ταινίας μάς εισαγάγει στο θέμα μέσω των ηχητικών flashbacks (εδώ ως δελτία ειδήσεων), τα οποία επανέρχονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας ως εσωτερικές φωνές στο μυαλό του Max. Ο ήχος θεωρώ ότι παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην εν λόγω ταινία. Γενικότερα, ο ήχος είναι βαθιά στυλιζαρισμένος για να βοηθήσει την αισθητική της εικόνας: δυνατές μάχες, συγκρούσεις με αυτοκίνητα, πυροβολισμοί κ.α. Επομένως, πρέπει να είναι ανάλογος. Εκρηκτικές μηχανές, άνθρωποι που ακούγονται στα πέρατα της Γης είναι μόνο λίγα παραδείγματα. Και ποιος μπορεί να ξεχάσει τον φοβερό κιθαρίστα που εν μέσω μάχης αυτός ροκάρει; Και πόσο απροσδόκητο είναι όταν σε όλη την ταινία ο κιθαρίστας είναι αμέτοχος με την υπόλοιπη δράση, πολεμάει με τον Max και τότε γίνεται και αυτός οργανικό κομμάτι της πλοκής και των εχθρών των ηρώων μας.
Όπως τις περισσότερες ταινίες, έτσι κι δω η μουσική εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς. Θα ήταν άδικο να ξεχωρίσουμε έναν σκοπό, όμως τι είναι αυτό που κάνει πραγματικά ξεχωριστό τον ήχο του Mad Max; Οποιαδήποτε ταινία δράσης με δραματική μουσική θα μπορούσε να λειτουργήσει μια χαρά. Όμως εδώ συμβαίνει κάτι περισσότερο, κατά τη γνώμη μου. Γνωρίζουν πως η ταινία είναι ένα οπτικοακουστικό έργο και την αξία του ήχου και του soundtrack και το εκμεταλλεύονται με κάθε τρόπο. Σίγουρα μπορεί κανείς να αποκαλέσει την ταινία καθηλωτική, καθώς η δράση είναι ανελέητη. Όμως γιατί δεν μας κουράζει; Γιατί ο ήχος από πίσω την καθιστά θελκτική, με τα σκαμπανεβάσματα του και το ρυθμό του είναι σαν να δίνει το ρυθμό σε μια τεράστια χορογραφία.
Όλες οι σκηνές μάχης είναι χορογραφημένες στο ρυθμό της μουσικής. Και όταν δεν υπάρχει μια τέτοια σκηνή μάχης, πάλι ο ρυθμός της πλοκής είναι ανάλογος της μουσικής ή του ήχου, είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει. Για παράδειγμα, μετά την πρώτη μεγάλη σεκάνς καταδίωξης που καταλήγει σε μια καταιγίδα, βλέπουμε τον Max να σηκώνεται απ’ την άμμο – ταυτόχρονα βλέπουμε και ένα σύντομο flashback απ’ το παρελθόν του – και η μουσική είναι σχεδόν ανύπαρκτη και το μόνο που ακούγεται είναι οι μακρινές μηχανές των εχθρών του. Όταν αρχίζει να βαδίζει, αρχίζει σιγά σιγά και η μουσική να κλιμακώνεται. Βλέπουμε – και ακούμε - τότε την Furiosa να χτυπάει με ένα σφυρί το φορτηγό για να φύγει η σκόνη και ο χτύπος του σφυριού ξαφνικά μεταμορφώνεται σε χτύπημα ντραμς και γίνεται πάλι μουσική.
Τρομερά εφέ, καταπληκτικές καταδιώξεις και stunts, πανέξυπνα ευρήματα, έντονα χρώματα που σχεδόν τρυπάνε τα μάτια σου και ένα ιδανικό soundtrack, το οποίο έχει επιμεληθεί ο Junkie XL (300, Deadpool, Amazing Spiderman κ.α.), συνθέτουν ένα υπέροχο ψηφιδωτό που ονομάζεται Mad Max: Fury Road. Να και κάτι καλό που προσφέρουν τα Oscars: μας δίνουν την ευκαιρία να συζητάμε για τέτοια διαμάντια.
Trailer:
"Mad Max: Fury Road" (ελληνικός τίτλος: "Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής")
Διάρκεια: 120'
Σκηνοθεσία: George Miller
Σενάριο: George Miller και Brendan McCarthy
Πρωταγωνιστούν: Tom Hardy, Charlize Theron, Nicholas Hoult
Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 14 Μαΐου 2015.
Ο George Miller επιστρέφει το 2015, μετά από περίπου 30 χρόνια, όταν είχε σκηνοθετήσει το τρίτο και, όπως φαινόταν, τελευταίο φιλμ της ιστορίας του Max, ενός πρώην αστυνομικού και νυν περιπλανώμενου εκδικητή. Νοηματικά το Mad Max: Fury Road (2015) δεν συνδέεται με την προηγούμενη τριλογία, η οποία καταξίωσε τόσο τον Miller όσο και τον πρωταγωνιστή Mel Gibson, όμως μέσω κάποιων τεχνικών, όπως είναι τα flashbacks, βλέπουμε αρκετές αναφορές στο βασανισμένο παρελθόν του Max.
Το Mad Max: Fury Road είναι η πεμπτουσία της περιπέτειας. Όπως όταν τη δεκαετία του ’70, ο George Miller δημιουργεί ένα φιλμ γεμάτο σύγκρουση, καταδίωξη και, γενικά, περιπέτεια, έτσι και τώρα επανέρχεται για να επαναπροσδιορίσει το είδος. Τόσοι και τόσοι προσπάθησαν μετά απ’ αυτόν, λίγοι το άγγιξαν, ακόμα πιο λίγοι το κατόρθωσαν με επιτυχία. Και μεταξύ αυτών, ο Miller επιστρέφει ξανά μετά από τόσα χρόνια για να «μας δείξει πώς γίνεται» και, ουσιαστικά, να τοποθετήσει μία ιδέα που είχε σκαρφιστεί κάποτε στο παρόν και να την εμπλουτίσει με τεχνολογικά τεχνάσματα και κινηματογραφικές δυνατότητες που μόνο να φανταζόταν μπορούσε κανείς όταν ξεκίνησε. Με άλλα λόγια, μέσω του τελευταίου του φιλμ δείχνει στους επίδοξους επιγόνους πώς είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ένα αριστουργηματικό φιλμ γεμάτο περιπέτεια. Μία ταινία κυκεώνας, η οποία, άπαξ και αφεθείς, θα σε πάει πέρα-δώθε σαν εκκρεμές· και το «χειρότερο»; Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Το φιλμ είναι τόσο ζωντανό, που νομίζεις ότι ανά πάσα στιγμή θα σε παρασύρει είτε ο ανεμοστρόβιλος που εμφανίζεται καταμεσής της ερήμου, είτε ο .. «ανεμοστρόβιλος» Tom Hardy.
Για όσους δεν έχετε δει την ταινία θα σας πω συλλήβδην την πλοκή:
Η ταινία τοποθετείται σε ένα δυστοπικό μέλλον, στο οποίο ο άνθρωπος έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες της Γης, που έχει μετατραπεί σε μια αχανή έρημο, το νερό έχει αναδειχθεί σε πολύτιμο και δυσεύρετο αγαθό, ενώ οι κοινωνίες που έχουν συσταθεί είναι αμιγώς πολεμικές και μόνο τους σκοπό έχουν την επιβίωση και την εξάπλωση των δυνάμεων τους. Σε μια τέτοια κοινωνία, λοιπόν, μπαίνει ο κεντρικός μας ήρωας, ο Max (Tom Hardy), ως αιχμάλωτος. Συλλαμβάνεται στην πρώτη σκηνή, λίγα δευτερόλεπτα αφού έχει τελειώσει την αφήγηση του για όλα τα παραπάνω που έχουν συμβεί στον πλανήτη Γη. Θα επανέλθουμε όμως σε αυτό το σημείο αργότερα. Έτσι, λοιπόν, ο Max, ως ένας άντρας τρομερής φυσικής κατάστασης, χρησιμοποιείται ως δότης αίματος για τους λεγόμενους War Boys (ή αλλιώς «βραχύβιοι»), τους χλωμούς και αδύναμους στρατιώτες του Immortan Joe, μονάρχη αυτής της κοινωνίας. Λίγα λεπτά μετά, ο Max βρίσκεται στο δρόμο πάνω στο αυτοκίνητο ενός «παιδιού του πολέμου» για να το τροφοδοτεί με αίμα καθώς καταδιώκει τη Furiosa (Charlize Theron), μία δυνατή Στρατηγό του Immortan Joe, που όμως αποφάσισε να τον προδώσει και να το σκάσει, ελευθερώνοντας τις πολύτιμες γυναίκες του Joe, τις οποίες κρατούσε στη ζωή αιχμάλωτες μόνο και μόνο για την αναπαραγωγή.
Είναι εμφανές ότι το σενάριο είναι σχετικά απλό. Έχουμε το παραδοσιακό post-apocalyptic σκηνικό, μια αχανή έρημο, πεινασμένους και υποβαθμισμένους ανθρώπους να ζουν υπό το ζυγό των μοναρχών, οι οποίοι ζουν με αίγλη. Αυτό το σκηνικό ενισχύεται από το γεγονός ότι οι «αυθεντικοί» άνθρωποι (δηλαδή οι άνθρωποι που προέρχονται από την εποχή που η Γη ήταν ακόμα υγιής) αποτελούν είδος υπό εξαφάνιση και το αίμα τους είναι σπάνιο καύσιμο για τις μηχανές. Ακόμα καλύτερο και από το εκλειπόμενο πετρέλαιο. Ο ορισμός του δυστοπικού σύμπαντος.
Αυτό που κάνει εξαιρετική την ταινία είναι ότι δε διαλέγει καθόλου μπανάλ μέσα για να παρουσιάσει θέματα διαχρονικά, όπως είναι η καταστροφή του περιβάλλοντος, οι κοινωνικές διακρίσεις/αδικίες, ο σεξισμός, ο άνισος καταμερισμός, η εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού κ.α., τα οποία κινδυνεύουν να καταντήσουν γραφικά ή να μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον του θεατή. Ο George Miller γνωρίζει πολύ καλά ότι μία ταινία, ειδικά αυτό που λέμε χολιγουντιανή, οφείλει να προσφέρει τέρψη και διασκέδαση στο κοινό.
Πώς καταφέρνει τα παραπάνω; Με φοβερό μοντάζ, τόσο στον ήχο όσο και στην εικόνα. Στα πρώτα λίγα λεπτά της ταινίας μάς εισαγάγει στο θέμα μέσω των ηχητικών flashbacks (εδώ ως δελτία ειδήσεων), τα οποία επανέρχονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας ως εσωτερικές φωνές στο μυαλό του Max. Ο ήχος θεωρώ ότι παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην εν λόγω ταινία. Γενικότερα, ο ήχος είναι βαθιά στυλιζαρισμένος για να βοηθήσει την αισθητική της εικόνας: δυνατές μάχες, συγκρούσεις με αυτοκίνητα, πυροβολισμοί κ.α. Επομένως, πρέπει να είναι ανάλογος. Εκρηκτικές μηχανές, άνθρωποι που ακούγονται στα πέρατα της Γης είναι μόνο λίγα παραδείγματα. Και ποιος μπορεί να ξεχάσει τον φοβερό κιθαρίστα που εν μέσω μάχης αυτός ροκάρει; Και πόσο απροσδόκητο είναι όταν σε όλη την ταινία ο κιθαρίστας είναι αμέτοχος με την υπόλοιπη δράση, πολεμάει με τον Max και τότε γίνεται και αυτός οργανικό κομμάτι της πλοκής και των εχθρών των ηρώων μας.
Όπως τις περισσότερες ταινίες, έτσι κι δω η μουσική εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς. Θα ήταν άδικο να ξεχωρίσουμε έναν σκοπό, όμως τι είναι αυτό που κάνει πραγματικά ξεχωριστό τον ήχο του Mad Max; Οποιαδήποτε ταινία δράσης με δραματική μουσική θα μπορούσε να λειτουργήσει μια χαρά. Όμως εδώ συμβαίνει κάτι περισσότερο, κατά τη γνώμη μου. Γνωρίζουν πως η ταινία είναι ένα οπτικοακουστικό έργο και την αξία του ήχου και του soundtrack και το εκμεταλλεύονται με κάθε τρόπο. Σίγουρα μπορεί κανείς να αποκαλέσει την ταινία καθηλωτική, καθώς η δράση είναι ανελέητη. Όμως γιατί δεν μας κουράζει; Γιατί ο ήχος από πίσω την καθιστά θελκτική, με τα σκαμπανεβάσματα του και το ρυθμό του είναι σαν να δίνει το ρυθμό σε μια τεράστια χορογραφία.
Όλες οι σκηνές μάχης είναι χορογραφημένες στο ρυθμό της μουσικής. Και όταν δεν υπάρχει μια τέτοια σκηνή μάχης, πάλι ο ρυθμός της πλοκής είναι ανάλογος της μουσικής ή του ήχου, είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει. Για παράδειγμα, μετά την πρώτη μεγάλη σεκάνς καταδίωξης που καταλήγει σε μια καταιγίδα, βλέπουμε τον Max να σηκώνεται απ’ την άμμο – ταυτόχρονα βλέπουμε και ένα σύντομο flashback απ’ το παρελθόν του – και η μουσική είναι σχεδόν ανύπαρκτη και το μόνο που ακούγεται είναι οι μακρινές μηχανές των εχθρών του. Όταν αρχίζει να βαδίζει, αρχίζει σιγά σιγά και η μουσική να κλιμακώνεται. Βλέπουμε – και ακούμε - τότε την Furiosa να χτυπάει με ένα σφυρί το φορτηγό για να φύγει η σκόνη και ο χτύπος του σφυριού ξαφνικά μεταμορφώνεται σε χτύπημα ντραμς και γίνεται πάλι μουσική.
Τρομερά εφέ, καταπληκτικές καταδιώξεις και stunts, πανέξυπνα ευρήματα, έντονα χρώματα που σχεδόν τρυπάνε τα μάτια σου και ένα ιδανικό soundtrack, το οποίο έχει επιμεληθεί ο Junkie XL (300, Deadpool, Amazing Spiderman κ.α.), συνθέτουν ένα υπέροχο ψηφιδωτό που ονομάζεται Mad Max: Fury Road. Να και κάτι καλό που προσφέρουν τα Oscars: μας δίνουν την ευκαιρία να συζητάμε για τέτοια διαμάντια.
Trailer:
"Mad Max: Fury Road" (ελληνικός τίτλος: "Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής")
Διάρκεια: 120'
Σκηνοθεσία: George Miller
Σενάριο: George Miller και Brendan McCarthy
Πρωταγωνιστούν: Tom Hardy, Charlize Theron, Nicholas Hoult
Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 14 Μαΐου 2015.