Η μέρα ήταν επίφοβη, γκρίζος ουρανός, πού και πού σταγόνες να πέφτουν, εν τέλει δεν μας την χάλασε τη βραδιά. Η παραγωγή, άμεσα και ταχύτατα επανέφερε την τάξη στον χώρο του Ωδείου Ηρώδου Αττικού με μια λογική καθυστέρηση, έτσι ώστε να διεξαχθεί η συναυλία κανονικά.
Το θέατρο ήταν γεμάτο, όσοι λείπανε πιθανότατα φύγανε την τελευταία στιγμή λόγω καιρού. Η συναυλία ξεκίνησε με ένα εντυπωσιακό ορχηστρικό medley (το πρώτο μέρος από τα τέσσερα της συμφωνικής σουίτας «Manos Loizos Recomposed») που αποτελούνταν από τα τραγούδια «Το ακορντεόν», «Ο μέρμηγκας», «Ο δρόμος», «Η κουτσή κιθάρα», «Παποράκι», «Χρυσό πουλί» και «Σ’ ακολουθώ».
Η μετάβαση από το ένα στο άλλο, αποδείκνυε την υψηλή τεχνική των ενορχηστρωτών Αντώνη Σουσάμογλου και Λάζαρου Τσαβδαρίδη. Το ύφος ήταν νοσταλγικό. Ήταν ο καλύτερος τρόπος να ξεκινήσει ένα αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο, καθώς μας ξεκλείδωσε κάθε ανάμνηση πίσω από κάθε μελωδία και έγινε ήδη πολύ προσωπική η υπόθεση - παρόλο που ήταν κατάμεστο το θέατρο και η σκηνή φιλοξενούσε τουλάχιστον εβδομήντα άτομα.
Το πρώτο τραγούδι που κίνησε τα χείλη μας ήταν το «Αχ χελιδόνι μου» από την Δήμητρα Γαλάνη στο οποίο έπαιζαν μόνο τα έγχορδα και η άρπα. Έπειτα ο «Μέρμηγκας» από τον Φοίβο Δεληβοριά με μια πιο παιχνιδιάρικη ενορχήστρωση που ζέστανε το κοινό. Το τρίτο κομμάτι ήρθε για να επισφραγίσει συναισθηματικά την σχέση κοινού – συντελεστών. Η Γιώτα Νέγκα τραγούδησε το «Όλα σε θυμίζουν» σε μια μυσταγωγική εκτέλεση, παρασύροντας μαζί της όλο το θέατρο.
Ένα ακόμα medley ακολούθησε (δεύτερο μέρος σουίτας) με ωραίες δυναμικές και εφάνταστες ενορχηστρωτικές πινελιές αποτελούμενο μεταξύ άλλων από το «Τέλι τέλι», το οποία είχε εξαιρετικά μέρη πνευστών και ωραία κρατήματα από τα κοντραμπάσα σε ένωση με το «Σ’ ακολουθώ», «Ο φαντάρος», «Έχω έναν καφενέ», «Σεβάχ ο Θαλασσινός», «Αρχηγός» και έκλεισε με το «Νανούρισμα», με τη φωνή της Γιώτας Νέγκα όπου έδωσε μια ομαλή συνέχεια στο ορχηστρικό μέρος που προηγήθηκε. Αυτή ήταν και η καλύτερη στιγμή της ερμηνεύτριας.
Ακολούθησε η καλύτερη στιγμή του Φοίβου Δεληβοριά, καθώς ερμήνευσε εξαιρετικά τον «Τρίτο Παγκόσμιο». Η ενορχήστρωση στο τραγούδι αυτό έκανε ιδιαίτερη αίσθηση, με εναλλαγές εντάσεων, άδειασμα εκεί που χρειαζόταν, κορυφώσεις, όλα πρόδιδαν την εξαιρετική μαεστρία των ενορχηστρωτών που έδεσαν άρρηκτα κάθε ήχο της ορχήστρας με τους στίχους του τραγουδιού.
Μια ακόμη ξεχωριστή στιγμή της βραδιάς άνηκε στη Δήμητρα Γαλάνη και στη Γιώτα Νέγκα, όπου ως ντουέτο τραγούδησαν το «Παλιό ρολόϊ», το οποίο ξεκίνησε με μια μελωδία που κράτησε η τσελέστα** και είχε πολύ όμορφη ανάπτυξη.
Το δεύτερο μέρος του προγράμματος ξεκίνησε με το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας», τον «Τρίτο παγκόσμιο» και το «Καλημέρα ήλιε» στο τρίτο μέρος της σουίτας. Η πρώτη αίσθηση ήταν μια αμηχανία, καθώς η απουσία του μπουζουκιού στο πιο χαρακτηριστικό κομμάτι για το όργανο αυτό, ήταν έντονη. Ωστόσο, ήταν μια νέα πρόταση και οι ενορχηστρωτές φρόντισαν να το διαφοροποιήσουν σε τέτοιο βαθμό που να γίνεται αποδεκτό.
Έπειτα τραγούδησε η Δήμητρα Γαλάνη την «Κουτσή κιθάρα», παίζοντας μόνο η ίδια κιθάρα, τραγούδησε σύσσωμο μαζί της ολόκληρο το Ηρώδειο αποδεικνύοντας, έτσι, ότι ένα καλό τραγούδι δεν έχει την ανάγκη ενορχήστρωσης για να δημιουργήσει μαγεία.
Από τις πιο δυνατές στιγμές του δεύτερου μέρους, ήταν το τραγούδι «Ο Γέρο Νέγρο Τζιμ» με μια ερμηνεία που ξάφνιασε από την Γιώτα Νέγκα και μια πολύ δυνατή και εντυπωσιακή ενορχήστρωση. Άλλα τραγούδια που ακούστηκαν ήταν τα «Πρώτη Μαΐου» και «Σ’ ακολουθώ» από τον Φοίβο Δεληβοριά.
Αν και ήταν κάπως αδύναμα τραγουδιστικά, καθώς στα αυτιά μας αντηχεί η φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, δεν επηρέασε το κοινό που συμμετείχε καθόλη τη διάρκεια. Μια καλή ιδέα, ίσως, να ήταν να παιχτούν ορχηστρικά μόνο, αντί για τον «Δρόμο» και την «Τζαμαϊκα», τα οποία θα ξεδίπλωναν όλη την ερμηνευτική δεινότητα του Φοίβου Δεληβοριά. Το τελευταίο τραγούδι του προγράμματος ήταν το «Η μέρα εκείνη δεν θα αργήσει» ερμηνευμένο από τον Φοίβο Δεληβοριά μαζί με τη Δήμητρα Γαλάνη. Η συναυλία έκλεισε με το τέταρτο μέρος της σουίτας που αποτελούνταν από τα: «Δεν θα ξαναγαπήσω», «Τζαμάϊκα», «Πρώτη Μαΐου», «ο Στρατιώτης», «Μη με ρωτάς», «Το ζειμπέκικο της ευδοκίας» και τον «Δρόμο».
Κατά γενική ομολογία, η κρατική ορχήστρα Θεσσαλονίκης αποτελείται από υψηλού επιπέδου μουσικούς και ήταν καλοκουρδισμένη. Ο Μίλτος Λογιάδης, παρείχε τη σιγουριά και την ασφάλεια σε ερμηνευτές και η ορχήστρα και κατάφερε ένα αποτέλεσμα συνεκτικό και συμπαγές, που ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο την ενορχηστρωτική πρόταση των Αντώνη Σουσάμογλου και Λάζαρου Τσαβδαρίδη. Ήταν μια συναυλία που πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η ενορχήστρωση, η οποία καθρέφτιζε δύο καλλιτέχνες με υψηλή αισθητική που εντρύφησαν στο έργο του Μάνου Λοΐζου και κατά κάποιον τρόπο το σκηνοθέτησαν με απόλυτη επιτυχία.
*Η φωτογραφία ανήκει στον G. Chrisochoidis και στην επίσημη σελίδα της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης (ΚΟΘ).
** μικρό όρθιο πιάνο