«Ναι μεν αλλά». Αυτή η φράση «έπαιζε» διαρκώς στο μυαλό μας ετοιμάζοντας τη συνέντευξη με το Θεσσαλονικιό μουσικό και παραγωγό Mononome. Ακούγοντας κανείς τα κομμάτια του Mononome, έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με αυτήν. Και πώς αλλιώς; Easy listening, «τροπικές» μουσικές εναλλάσσονται με ατμοσφαιρικές, moody συνθέσεις. Οι χαρακιές του βινυλίου δίνουν τη θέση τους στα clicks του Spotify και του YouTube. Τα αναλογικά μουσικά όργανα παίρνουν (για λίγο;) τη θέση των προσεχτικά διαλεγμένων samples. Διόλου επικριτική ή παράταιρη η φράση, λοιπόν. Το αντίθετο, μάλλον προσπαθεί να συνοψίσει το σύμπαν ενός καλλιτέχνη που από το 2011 «αγκάλιασε» όλο το εύρος των διαθέσιμων πνευματικών και τεχνικών του πόρων, δίνοντας ένα αποτέλεσμα που ακούγεται γνώριμο αλλά και ιδιαίτερο μαζί.
Όμως, ας μας τα πει καλύτερα ο ίδιος.
MixGrill: Καλησπέρα, Mononome! Σε ευχαριστούμε προκαταβολικά για το χρόνο και τις απαντήσεις σου! Ξεκινώντας από τα βασικά, θα ήθελες να μας πεις πού σε πετυχαίνουμε αυτόν τον καιρό;
Mononome: Καλησπέρα και σας ευχαριστώ από καρδιάς για την πρόσκληση. Ύστερα από μία φθινοπωρινή περιοδεία, τους τελευταίους μήνες βρίσκομαι στο studio ανανεώνοντας τον χώρο και τις γνώσεις μου, μελετώντας, γράφοντας νέες ιδέες και δουλεύοντας προς την ολοκλήρωση αυτών σε τελειοποιημένα κομμάτια.
M.G.: Μετά την κυκλοφορία του τελευταίου σου
LP, "The Boy That Fell From The Sky",
τον περασμένο Μάιο, έχεις κυκλοφορήσει ψηφιακά πάνω από δεκαπέντε singles!
Βασικό στοιχείο σε όλα είναι οι επιρροές από τα στοιχεία της φύσης και την
εναλλαγή των εποχών, τόσο ηχητικά όσο και οπτικά, στα artwork. Μήπως αυτή θα
είναι μία βασική καλλιτεχνική κατεύθυνση και για την επόμενη ολοκληρωμένη σου
δουλειά;
M.: Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια βρίσκω τον εαυτό μου να αποζητά όλο και περισσότερο την άμεση επαφή με τη φύση, τη «γείωση» και την ηρεμία που αυτή προσφέρει. Αυτό είναι κάτι που, τουλάχιστον το τελευταίο χρονικό διάστημα, αποτυπώνεται και στη μουσική μου.
Όσον άφορα το εάν αυτό θα
είναι και η βασική προσέγγιση πάνω στην οποία θα βασιστεί η επομένη
ολοκληρωμένη μου δουλειά, δεν είναι κάτι για το οποίο μπορώ να είμαι σίγουρος.
Δεν είναι κάτι το οποίο έχω σκεφτεί ακόμη, είναι η αλήθεια. Προς το παρόν
αφήνομαι να οδηγηθώ από τον αυθορμητισμό των εμπειριών, έως ότου αποφασίσω να
ακολουθήσω κάποια περισσότερο συγκεκριμένη γραμμή επ' αυτού.
M.G.: Εσύ τι χαρακτηρισμούς θα έδινες σε αυτά τα singles;
M.: Θα τα απέδιδα επί το πλείστoν ως απόρροια όμορφων συνεργασιών, μάθησης και εξερεύνησης προσωπικών δυνατοτήτων μέσω αυτών, καθώς και μικρών εκρήξεων έμπνευσης και άμεσης αποτύπωσης αυτής εντός τους.
M.G.: Σε μια άλλη σου συνέντευξη δήλωνες ότι οι οικογενειακές σου επιρροές στη Τέχνη περιελάμβαναν τόσο την ηλεκτρονική μουσική όσο και πιο κλασικές καλλιτεχνικές αναφορές. Πρόκειται για ένα «πάντρεμα» που μάλλον είναι εμφανές και στη μουσική σου, όπου τα ηλεκτρονικά beats εναλλάσσονται με jazz-soul αναφορές και vintage αισθητική. Έχεις αναλογιστεί ποτέ πώς θα ήταν η μουσική σου αν δεν υπήρχαν αυτές οι επιρροές της παιδικής σου ηλικίας;
M.: Σίγουρα οι επιρροές της παιδικής και προεφηβικής μου ηλικίας έχουν διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τον ήχο και το στυλ αυτού που κάνω σήμερα. Αν δεν υπήρχαν αυτές, πιθανόν να εξελισσόμουν σε μια πολύ διαφορετική κατεύθυνση όσον αφορά τη μουσική, ή ακόμα και να μην ανέπτυσσα το «μικρόβιο» της ενασχόλησης με αυτήν.
Θεωρώ όμως πως είναι ένας συνεχής δημιουργικός διάλογος ο οποίος αναπτύσσεται τροφοδοτούμενος από νέες επιρροές και κατευθύνσεις. Σε προσωπικό επίπεδο, η ανακάλυψη νέων ήχων και επιρροών και η απελευθερωμένη, ανοιχτή προσέγγιση επί αυτών είναι κάτι πολύ σημαντικό. Είναι κάτι που με βοηθά να αναπτυχθώ ως μουσικός και, κατά συνέπεια, ως άνθρωπος.
M.G.: Ολοκληρωμένα albums VS διαδοχικά singles. Δύο τάσεις που στη σημερινή μουσική βιομηχανία αναμετρώνται συχνά μεταξύ τους, με τις απόψεις των καλλιτεχνών να διίστανται. Εσύ, πάλι, υιοθετείς και τις δύο. Πόσο εύκολο είναι για έναν καλλιτέχνη να παραμένει τόσο παραγωγικός, χωρίς το αποτέλεσμα να γίνεται επαναλαμβανόμενο ή «διεκπεραιωτικό»;
Η δημιουργία ενός album κρύβει μέσα της μια περισσότερο υπολογισμένη σκέψη ως προς το δέσιμο των κομματιών μεταξύ τους ώστε να προκύψει η αφήγηση μιας αυτοτελούς ιστορίας αποτελούμενη από μικρότερα αποσπάσματα. Αυτό από μονό του και μόνο είναι κάτι το «μαγικό». Από την άλλη, η δημιουργία ενός single track κρύβει μέσα της μία ανυπολόγιστη ελευθερία έκφρασης της δεδομένης στιγμής, εικόνας, σκέψης.
Όσον αφορά το πώς ένας καλλιτέχνης μπορεί να παραμένει παραγωγικός, σε προσωπικό επίπεδο έχω παρατηρήσει πως βοηθάει αρκετά η σταθερή προγραμματισμένη ενασχόληση, η συνεχείς μελέτη, η ανάλυση ιδεών και συναισθημάτων και η αποτύπωση τους σε μελωδία και ρυθμό.
M.G.: Μία ακόμα «κόντρα» αφορά το ψηφιακό με το αναλογικό. Το βλέπουμε στις παραγωγές, στη διανομή, στους τρόπους προώθησης. Εσύ τι κρατάς από το ένα και τι από το άλλο;
M.G.: Ζούμε στην εποχή όπου τα μέσα παραγωγής και προώθησης μουσικής είναι (θεωρητικά) πιο προσιτά από ποτέ, ιδίως σε είδη όπως αυτά που υπηρετείς. Πιστεύεις ότι αυτή η ευκολία μπορεί να γίνει και παγίδα, δημιουργώντας έναν «θόρυβο» από χιλιάδες κυκλοφορίας, χαμηλής στάθμης ποιοτικά;
Όταν κάτι αρχίσει και
βγαίνει από τα πλαίσια μιας "underground" κουλτούρας και εισέρχεται σε
mainstream μονοπάτια, όπως έχει αποδείξει και η ιστορία άλλωστε, αρχίζει να
βάλλεται από τέτοιου είδους φαινόμενα. Δεν παύει όμως κάτι το ποιοτικό, όμορφο
και το οποίο εσωκλείει αληθινό συναίσθημα και σκληρή δουλειά να μην μπορεί να
λάμψει και να εκτιμηθεί.
M.G.: Και μιας και μιλάμε για sampling, πόσο «μακριά» έφτασες για χάρη τους; Ποια ήταν η πιο ιδιαίτερη πηγή που σε τροφοδότησε με samples και πώς την ανακάλυψες;
M.:Υπάρχουν αρκετές εικόνες οι οποίες έχω κρατήσει στην μνήμη μου ως πολύ αγαπητές. Μια από αυτές, για παράδειγμα, αφορούσε μία ιδιωτική συλλογή από σπάνια πακιστανικά 7ιντσα, που μετά από ώρα συζήτησης προτάθηκε να μου δείξει και να με αφήσει να «ξεψαχνίσω» ο ιδιοκτήτης ενός δισκοπωλείου στο Παρίσι μερικές ώρες πριν το live εκείνης της βραδιάς.
M.G.: Σε πολλές από τις δουλειές που αναφέραμε συνεργάστηκες με ταλαντούχους μουσικούς και παραγωγούς, ανάμεσα σε αυτούς οι εγχώριοι Transparent Man, Drips Zacheer, Moderator και Billa Qause, καθώς και η Γαλλίδα τσελίστρια Isabelle Bouché, ο Γερμανός Lovers Hifi και ο Ελβετός Funky Notes. Πώς προκύπτουν οι συνεργασίες σου με άλλους μουσικούς και πώς πιστεύεις ότι συνεισφέρουν στο καλλιτεχνικό σου όραμα;
M.: Οι συνεργασίες αυτές συνήθως προκύπτουν είτε μέσω άμεσης φιλίας, είτε γνωριμίας σε κάποιο live ή festival που έχουμε παίξει είτε κάποιας περιοδείας που έχουμε κάνει μαζί. Ίσως το ομορφότερο σε αυτήν την περίσταση είναι η πρόκληση του να εντρυφήσεις στο όραμα του άλλου κι αυτός στο δικό σου, και η δημιουργία ενός κομματιού από κοινού το οποίο να αποτελείται από σημεία τα οποία είτε σε κάνουν καλύτερο μαθαίνοντας από αυτά, είτε ανοίγοντας σου νέους ορίζοντες ιδεών και πρακτικών που μέχρι πρότινος δεν είχες φανταστεί ή ανακαλύψει.
M.G.: Ερχόμενοι στις ζωντανές σου εμφανίσεις, η τελευταία σου live εμφάνιση πριν την πανδημία ήταν το Φλεβάρη του 2020 στο The Host στη Θεσσαλονίκη. Τον Οκτώβρη του 2022 εμφανίστηκες στο ίδιο venue. Στο μεταξύ, είχαν μεσολαβήσει απανωτές κρίσεις. Τι άλλαξε μέσα σου σαν καλλιτέχνη-άνθρωπο και τι διαφορές θα εντόπιζες στη μία σου εμφάνιση από την άλλη;
M.: Καλώς ή κακώς, η φύση αυτού που κάνω, όχι όσον αφορά τον τομέα των συναυλιών αλλά τον τομέα της δημιουργίας, εμπεριέχει μέσα της σε μεγάλο βαθμό την απομόνωση. Οπότε, κατά την έξαρση της πανδημίας δεν μπορώ να πω ότι παρατήρησα μεγάλες αλλαγές. Εκτίμησα τον χωρίς αντιπερισπασμούς χρόνο τον οποίο είχα και απομονώθηκα μελετώντας και γράφοντας μουσική. Σε συναυλιακό επίπεδο, αυτό που παρατήρησα ήταν η αμοιβαία «δίψα» που βίωσα από δικής μου πλευράς καθώς και από πλευράς του κοινού μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Κάτι πραγματικά πρωτόγνωρο.
M.G.: Έχεις βρεθεί στο πλάι καλλιτεχνών όπως οι Chinese Man, Thievery Corporation, Nightmares On Wax, DJ Krush, Gramatik, Wax Tailor, Guts και Nostalgia 77. Το να «ανοίγεις» τη συναυλία για γνωστούς καλλιτέχνες έχει μήπως και μία επιπλέον ευθύνη πέρα από χαρά;
M.: Πιστεύω πως το παν είναι η απόλαυση αυτού που κάνεις όταν ανεβαίνεις στο stage. Το να απορροφάς το κάθε δευτερόλεπτο αυτής της εμπειρίας σαν να είναι κάθε φορά η πρώτη και η τελευταία. Από εκεί και πέρα, όταν καλείσαι να «ανοίξεις»τη συναυλία κάποιου άλλου καλλιτέχνη, θεωρώ πως σίγουρα υπάρχει μια «άλφα» ευθύνη ως προς το ύφος και την κλιμάκωση του συνόλου της βραδιάς.
Προσωπικά, φροντίζω να έχω μια γνώση ως προς το τι θα ακολουθήσει πρίν και μετά από εμένα, ώστε να διασφαλίσω πως θα προσφέρω μέσω του set μου το καλύτερο που μπορώ και ώστε η κλιμάκωση αυτή να είναι ομαλή και για τους υπόλοιπους καλλιτέχνες που συμμετέχουν καθώς και για το κοινό.
M.G.: Με τι συναισθήματα (θα ήθελες να) φεύγει το κοινό από τις ζωντανές σου εμφανίσεις;
M.: Μπορεί και να ακουστεί λίγο κλισέ, αλλά αν θα ήθελα να συνοψίσω την απάντηση μου σε μια λέξη, αυτή θα ήταν «αγάπη». Η αμοιβαία αγάπη, ο σεβασμός, η ενότητα, η αλληλοεκτίμηση είναι κάποια από τα συναισθήματα που βλέπω, και θα ήθελα να συνεχίσω να βλέπω, στα μάτια του κοινού μετά το πέρας κάθε συναυλίας. Και όλα αυτά όχι τόσο απέναντι στο δικό μου πρόσωπο μα περισσότερο μεταξύ του κοινού. Κάτι που κάνει την κάθε εμπειρία μου μέσω αυτού ακόμα πιο ξεχωριστή.
M.G.: Το ευχόμαστε! Σε ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο σου.
....
Ο Mononome θα εμφανιστεί για ακόμα μία φορά, μαζί με τον Kill Emil, στο πλευρό των Chinese Man, στις 6 Απριλίου (Θεσσαλονίκη, Block33) και στις 7-8 Απριλίου 2023 (Αθήνα, ARCH Club-Live Stage). Περισσότερες πληροφορίες εδώ και εδώ.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook page του Mononome.