Το βράδυ του Σαββάτου που μόλις πέρασε, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο 72χρονος τροβαδούρος, βρέθηκε στη σκηνή του gazARTE για να μας παρουσιάσει το «Φορτηγό». Έχουν περάσει 50 χρόνια από την κυκλοφορία του άλμπουμ σταθμού στην ελληνική τραγουδοποιία, ενός δίσκου που «πάτησε» στους ξένους αντίστοιχους τροβαδούρους και μέσω του οποίου ανδρώθηκαν γενιές Ελλήνων καλλιτεχνών.
Μαζί του σε αυτές τις παραστάσεις βρίσκονται οι δεξιοτέχνες Γιώτης Κιουρτσόγλου και Δημήτρης Λάππας καθώς και τρεις νέοι δημιουργοί οι Κατερίνα Πολέμη, Εύη Μάζη και Θέμος Σκανδάμης.
Χωρίς φιοριτούρες και λοιπά τεχνάσματα, η μπάντα ανέβηκε στις δέκα ακριβώς στη σκηνή και μέχρι τις δώδεκα και τέταρτο, με ένα δεκαπεντάλεπτο διάλειμμα στη μέση, ακούσαμε ολόκληρο το «Φορτηγό» χωρίς να λείπουν τα λογοκριμένα.
Ας ξεκινήσουμε από τους «μικρούς»: Ο Θέμος Σκανδάμης, εκφραστικός και πλήρως ταιριαστός με όσα συμβαίνουν στη σκηνή, φέρνει αρκετή από την τρέλα του κι εκτός από τις ερμηνείες του στα τραγούδια του «Φορτηγού», μας πρόσφερε και το «Ταραντέλα ντι Ρούκουνα», το απόλυτα κατάλληλο τραγούδι για εκείνους που δυσκολεύονται στις παραλίες με τους «καβατζολόγους» free campers. Η Εύη Μάζη, το ξωτικό με το φλάουτο αλλά και στο πιάνο, η νεότερη καλλιτεχνικά των τριών, ένωσε το παρόν με το παρελθόν με τις ανεπιτήδευτες ερμηνείες της. Η έκπληξη όμως ήταν η Κατερίνα Πολέμη, που κατάφερε και ξεχώρισε με το "Like mother, like son". Η σύμπραξη της με το Διονύση Σαββόπουλο, ο οποίος απήγγειλε στα ελληνικά τους στίχους του τραγουδιού της, ήταν η καλύτερη και πιο ζωντανή στιγμή της βραδιάς. Ήταν τότε που ο στόχος, η Γιορτή, επετεύχθη για μερικά λεπτά. Για τους Γιώτη Κιουρτσόγλου και Δημήτρη Λάππα, τα σχόλια περιττεύουν. Τυχεροί όσοι συνεργάζονται μαζί τους, τυχεροί κι εμείς που έχουμε τη χαρά να τους ακούμε.
Στο κέντρο της σκηνής, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ήρεμος και χωρίς ιδιαίτερες τυμπανοκρουσίες, μας τραγούδησε για το Βιετνάμ, για τα κορίτσια, τους παλιούς φίλους, τον Αλέξη Ασλάνη και τη Ζωζώ, τη μαϊμού και τον αρχηγό τον Ήλιο, που δεν είναι τελικά ούτε πράσινος, ούτε κόκκινος. Μα κυρίως μας μίλησε για αυτά. Ένα χρονικό, μέσα στο κι από το μυαλό του καλλιτέχνη, ο τρόπος που τα γεγονότα κι οι εικόνες έγιναν στίχοι, μουσικές, τραγούδια. Μας έκανε συνοδοιπόρους της ζωής του, γίναμε μέλη της οικογένειας του, των φίλων του, των συνεργατών του. Σε κάποιες αφηγήσεις του ένιωθε χαμένος, στο τέλος κατάφερνε όμως να μαζέψει τις σκέψεις του και να πιάνει το νήμα από εκεί που έπρεπε. Δεν έλειψαν βέβαια κι οι αστοχίες, όπως κάποια επιφανειακά σχόλια και αστεία για πολιτικά πρόσωπα και καταστάσεις. Έχουμε την αίσθηση όμως πως μιλούσε περισσότερο από όσο χρειαζόταν, όσο κι αν οι ιστορίες του είναι σημαντικές κι ευαίσθητες, όση νοσταλγία κι αν κρύβουν μέσα τους. Το γεγονός αυτό αφαιρούσε πόντους από τη ροή του μουσικού προγράμματος. Ίσως πάλι να ήθελε ο ίδιος να προσθέσει πόντους, γιατί όπως ανέφερε, το μόνο που άξιζε από την πρώτη του δουλειά, ήταν το εξώφυλλο, του αγαπημένου του συνεργάτη και φίλου Αλέξη Κυριτσόπουλου.
Οι εκτελέσεις των τραγουδιών, ήταν φρέσκες κι ανανεωμένες όσο χρειαζόταν. Η συμβολή των νέων μουσικών της ορχήστρας έδωσε λίγη πνοή στις συνθέσεις, τόση που να μην τρομάξει τους παλιούς θαυμαστές του, όχι όμως και τόση που να δημιουργήσει ένα κλίμα που θα εμπνεύσει και να γοητεύσει τους νέους. Ίσως δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι ο μέσος ηλικιακός όρος του κοινού ήταν αρκετά υψηλός, βασισμένος, δηλαδή, σε ένα συντριπτικό ποσοστό στο «παλιό» fan base.
Η απόδοση του «Φορτηγού» στο σήμερα είναι ένα άβολο εγχείρημα, αφού η χρονική απόσταση, αλλά περισσότερο η απόσταση των γεγονότων και της ιστορικής πραγματικότητας, δε μπορούν να γεφυρωθούν εύκολα. Ο Διονύσης Σαββόπουλος όμως είναι ένας οξυδερκής άνθρωπος που έχει πλήρη συναίσθηση της ίδιας της ζωής και, όπως είπε κι ο ίδιος, όλο αυτό μοιάζει με ένα μνημόσυνο που στόχος είναι να μεταφερθεί στο σήμερα με ουσία και να γίνει μια Γιορτή. Δεν είμαστε σίγουροι όμως πως κάτι τέτοιο έγινε, τουλάχιστον το βράδυ του Σαββάτου.
[Η φωτογραφία προέρχεται από την επίσημη σελίδα της Κατερίνας Πολέμη στο Facebook]
Μαζί του σε αυτές τις παραστάσεις βρίσκονται οι δεξιοτέχνες Γιώτης Κιουρτσόγλου και Δημήτρης Λάππας καθώς και τρεις νέοι δημιουργοί οι Κατερίνα Πολέμη, Εύη Μάζη και Θέμος Σκανδάμης.
Χωρίς φιοριτούρες και λοιπά τεχνάσματα, η μπάντα ανέβηκε στις δέκα ακριβώς στη σκηνή και μέχρι τις δώδεκα και τέταρτο, με ένα δεκαπεντάλεπτο διάλειμμα στη μέση, ακούσαμε ολόκληρο το «Φορτηγό» χωρίς να λείπουν τα λογοκριμένα.
Ας ξεκινήσουμε από τους «μικρούς»: Ο Θέμος Σκανδάμης, εκφραστικός και πλήρως ταιριαστός με όσα συμβαίνουν στη σκηνή, φέρνει αρκετή από την τρέλα του κι εκτός από τις ερμηνείες του στα τραγούδια του «Φορτηγού», μας πρόσφερε και το «Ταραντέλα ντι Ρούκουνα», το απόλυτα κατάλληλο τραγούδι για εκείνους που δυσκολεύονται στις παραλίες με τους «καβατζολόγους» free campers. Η Εύη Μάζη, το ξωτικό με το φλάουτο αλλά και στο πιάνο, η νεότερη καλλιτεχνικά των τριών, ένωσε το παρόν με το παρελθόν με τις ανεπιτήδευτες ερμηνείες της. Η έκπληξη όμως ήταν η Κατερίνα Πολέμη, που κατάφερε και ξεχώρισε με το "Like mother, like son". Η σύμπραξη της με το Διονύση Σαββόπουλο, ο οποίος απήγγειλε στα ελληνικά τους στίχους του τραγουδιού της, ήταν η καλύτερη και πιο ζωντανή στιγμή της βραδιάς. Ήταν τότε που ο στόχος, η Γιορτή, επετεύχθη για μερικά λεπτά. Για τους Γιώτη Κιουρτσόγλου και Δημήτρη Λάππα, τα σχόλια περιττεύουν. Τυχεροί όσοι συνεργάζονται μαζί τους, τυχεροί κι εμείς που έχουμε τη χαρά να τους ακούμε.
Στο κέντρο της σκηνής, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ήρεμος και χωρίς ιδιαίτερες τυμπανοκρουσίες, μας τραγούδησε για το Βιετνάμ, για τα κορίτσια, τους παλιούς φίλους, τον Αλέξη Ασλάνη και τη Ζωζώ, τη μαϊμού και τον αρχηγό τον Ήλιο, που δεν είναι τελικά ούτε πράσινος, ούτε κόκκινος. Μα κυρίως μας μίλησε για αυτά. Ένα χρονικό, μέσα στο κι από το μυαλό του καλλιτέχνη, ο τρόπος που τα γεγονότα κι οι εικόνες έγιναν στίχοι, μουσικές, τραγούδια. Μας έκανε συνοδοιπόρους της ζωής του, γίναμε μέλη της οικογένειας του, των φίλων του, των συνεργατών του. Σε κάποιες αφηγήσεις του ένιωθε χαμένος, στο τέλος κατάφερνε όμως να μαζέψει τις σκέψεις του και να πιάνει το νήμα από εκεί που έπρεπε. Δεν έλειψαν βέβαια κι οι αστοχίες, όπως κάποια επιφανειακά σχόλια και αστεία για πολιτικά πρόσωπα και καταστάσεις. Έχουμε την αίσθηση όμως πως μιλούσε περισσότερο από όσο χρειαζόταν, όσο κι αν οι ιστορίες του είναι σημαντικές κι ευαίσθητες, όση νοσταλγία κι αν κρύβουν μέσα τους. Το γεγονός αυτό αφαιρούσε πόντους από τη ροή του μουσικού προγράμματος. Ίσως πάλι να ήθελε ο ίδιος να προσθέσει πόντους, γιατί όπως ανέφερε, το μόνο που άξιζε από την πρώτη του δουλειά, ήταν το εξώφυλλο, του αγαπημένου του συνεργάτη και φίλου Αλέξη Κυριτσόπουλου.
Οι εκτελέσεις των τραγουδιών, ήταν φρέσκες κι ανανεωμένες όσο χρειαζόταν. Η συμβολή των νέων μουσικών της ορχήστρας έδωσε λίγη πνοή στις συνθέσεις, τόση που να μην τρομάξει τους παλιούς θαυμαστές του, όχι όμως και τόση που να δημιουργήσει ένα κλίμα που θα εμπνεύσει και να γοητεύσει τους νέους. Ίσως δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι ο μέσος ηλικιακός όρος του κοινού ήταν αρκετά υψηλός, βασισμένος, δηλαδή, σε ένα συντριπτικό ποσοστό στο «παλιό» fan base.
Η απόδοση του «Φορτηγού» στο σήμερα είναι ένα άβολο εγχείρημα, αφού η χρονική απόσταση, αλλά περισσότερο η απόσταση των γεγονότων και της ιστορικής πραγματικότητας, δε μπορούν να γεφυρωθούν εύκολα. Ο Διονύσης Σαββόπουλος όμως είναι ένας οξυδερκής άνθρωπος που έχει πλήρη συναίσθηση της ίδιας της ζωής και, όπως είπε κι ο ίδιος, όλο αυτό μοιάζει με ένα μνημόσυνο που στόχος είναι να μεταφερθεί στο σήμερα με ουσία και να γίνει μια Γιορτή. Δεν είμαστε σίγουροι όμως πως κάτι τέτοιο έγινε, τουλάχιστον το βράδυ του Σαββάτου.
[Η φωτογραφία προέρχεται από την επίσημη σελίδα της Κατερίνας Πολέμη στο Facebook]