depeche-mode-spirit

Depeche Mode: H πορεία μέχρι το "Spirit"

Λίγα λόγια με αφορμή την σημερινή κυκλοφορία, από το 1980 μέχρι σήμερα.
Διαβάστηκε φορες
Όταν το 1980 στο επαρχιακό Basildon του Essex σχηματίστηκαν οι Depeche Mode, η οργή της βρετανικής κοινωνίας απέναντι στη λαίλαπα του θατσερισμού εκφραζόταν ποικιλοτρόπως μέσω της μουσικής: η έκρηξη της punk, η κυκλοφορία του "Sanctuary" από τους Iron Maiden -όπου στο εξώφυλλο του single η μασκότ της μπάντας, Eddie, στέκεται πάνω από το πτώμα της Maggie-, αλλά και η protestant-folk του Billy Bragg, φανέρωναν την αλλαγή που συντελούνταν.

Η εμφάνιση των Depeche Mode «εξάγνιζε» την προαναφερθείσα οργή, χωρίς όμως να την παρακάμπτει. Επί της ουσίας, της έδινε μια άλλη κατεύθυνση περισσότερο ρομαντική και κατά κάποιο τρόπο υπαινικτική, για παράδειγμα με τραγούδια όπως τα "People Are People" και "Master And Servant". Περισσότερο ενδιαφέρονταν για τις ανθρώπινες σχέσεις, τις ερωτικές και ψυχοσυναισθηματικές μεταπτώσεις και το απέδιδαν φορώντας στη μουσική τους έναν υπαρξιακό μανδύα σε όλες τις αποχρώσεις του μαύρου. Οτιδήποτε δηλαδή περιέκλειε ο κόσμος του "Strange Love" και του "Blasphemous Rumors".

depeche-mode

Εκεί που έκαναν πραγματική επανάσταση ήταν όταν μεταμόρφωσαν τη synth-electronica των Kraftwerk σε industrial-dark wave, παραλαμβάνοντας το "Computer World" των Γερμανών (1981) και μετατρέποντάς το σε "Black Celebration" (1986). Από τότε χρονολογείται η πρωτοκαθεδρία του συγκροτήματος στο στερέωμα της ευρύτερης new-wave σκηνής, γεγονός που επιβεβαιώθηκε με τα "Music For The Masses" (1987) και "Violator" (1990). Αυτή η περίοδος καθορίζει σε σημαντικό βαθμό το status της μπάντας και σταδιακά την απογειώνει εμπορικά. Τραγούδια όπως τα "Never Let Me Down Again", "Enjoy The Silence" και φυσικά το "Personal Jesus" χαρακτηρίζουν τη νεωτερική προσέγγιση των Βρετανών στο σύνολο του rock-pop μουσικού φάσματος.  

Η δεύτερη μεγάλη επανάσταση συντελέστηκε με το, κατά την άποψή μου, κορυφαίο τους album έως και σήμερα "Songs Of Faith And Devotion" (1993). Η κιθάρα με distortion ή χωρίς προστίθεται σε όλα σχεδόν τα κομμάτια, τα synth-layers γεμίζουν όλες τις συνθέσεις, τα drums σταδιακά  από-ηλεκτρονικοποιούνται και ο ήχος τους αγγίζει περισσότερο από ποτέ την industrial-rock. Χαρακτηριστικά δείγματα της νέας προσέγγισης είναι  τα "I Feel You" και "In Your Room" που αποκαλύπτουν το νέο ήχο των Depeche Mode σε συνδυασμό πάντοτε με την παραδοσιακή τους αγάπη για την ηλεκτρονική μουσική.



Η αποχώρηση του πολυοργανίστα Alan Wilder δύο χρόνια αργότερα στερεί από τη μπάντα ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζώσας ψυχής της. Η φυγή του Wilder συμπίπτει με τη βουτιά του David Gahan στο υπαρξιακό κενό: ναρκωτικά, αλκοολισμός και απόπειρες αυτοκτονίας. Από το εξώφυλλο του "Violator", παραμένει μόνο το μαύρο χρώμα και το συγκρότημα φαίνεται να χάνει τη δυναμική του παρελθόντος. Το γεγονός καθίσταται εμφανές τόσο με την κυκλοφορία του "Ultra" (1997), όσο και του διαδόχου του, "Exciter" (2001). Και τα δύο album στερούνται της δυναμικής του "Songs Of Faith And Devotion". Υπάρχουν καλές στιγμές, συνθέσεις δηλαδή που θυμίζουν το μεγάλο συγκρότημα του παρελθόντος, αλλά δυστυχώς είναι λίγες: "It’s No Good", "Home", "Dream On", "When The Body Speaks".

Το "Playing The Angel" (2005) επαναφέρει τρόπον τινά τις διασαλευθείσες ισορροπίες. Στη γλυκιά μελαγχολία του "Precious" προστίθεται ο ροκ δυναμισμός του "John The Revelator" και η μπάντα φαίνεται να ξαναβρίσκει τον εαυτό της τόσο εντός όσο και εκτός σκηνής. Στο "A Pain That I’m Used To" αποτυπώνεται τρόπον τινά η πάλη του Gahan και ο αγώνας που κάνει για να επανέλθει και να σταθεί.  

Με το "Sound Of The Universe" (2009) επιχειρείται η επιστροφή στις ρίζες των αρχών της δεκαετίας του '80, χωρίς όμως επιτυχία. Ίσως και να πρόκειται για τον χειρότερο δίσκο της ιστορίας του συγκροτήματος ή καλύτερα, τον πλέον άνευρο και επιφανειακό. Η ακύρωση μεγάλου αριθμού συναυλιών, μεταξύ των οποίων και αυτή της Αθήνας, ξαναφέρνει στο προσκήνιο τις θλιβερές ιστορίες του παρελθόντος και ο dark knight Dave Gahan, o Μπωντλέρ της μουσικής, ενσαρκώνει τους στίχους του "Wrong".



Το προ τετραετίας "Delta Machine" (2013), χαρίζει κάποιες καλές στιγμές, όπως τα "Soothe My Soul", "Welcome To My World" και "Heaven" αλλά μέχρι εκεί. Σαφώς ποιοτικότερο του προκατόχου του, ακουμπάει πάνω στο "Playing The Angel", χωρίς εν τέλει να κάνει τη διαφορά.

Ώσπου έρχεται το φετινό "Spirit" με το οποίο συντελείται η μεγάλη επιστροφή. Θεωρώ το "Sprit" ένα σπουδαίο album, το κορυφαίο των Depeche μετά το "Songs Of Faith And Devotion". Ό,τι αποτελεί το σύμπαν τους περιλαμβάνεται στη φετινή κυκλοφορία τους. Οι παραμορφώσεις στις κιθάρες, τα synth-layers, το φλερτ με την electronica των πρώτων ημερών, το programming και μια υψηλού επιπέδου παραγωγή του James Ford.

H νέα επανάσταση της μπάντας λαμβάνει χώρα μέσω του νέου δίσκου, τόσο στιχουργικά με το "Where’s The Revolution", όσο και μουσικά με το "Going Backwards", που είναι το καλύτερο κομμάτι που έχουν γράψει οι Depeche μετά το "Ι Feel You". Η pedal steel guitar επανεισάγεται στο "Cover Me" και η ατμόσφαιρα που συνολικά δημιουργείται από το album είναι και pop και rock, και industrial και electronica. Είναι ένα album που μόνο οι Depeche Mode θα μπορούσαν να γράψουν. Ένας δίσκος που σηματοδοτεί την επιστροφή των βασιλιάδων στο θρόνο τους.

Ραντεβού στο Terra Vibe την Τετάρτη 17 Μαΐου.  

[Σύντομα έρχεται η αναλυτική δισκοκριτική του Mix Grill για το "Spirit"]



Διαβάστε ακόμα