Σεπτέμβρης του 2003. Λίγο μετά τις Πανελλαδικές και λίγο πριν το Πανεπιστήμιο. Η καλοκαιρινή δουλίτσα αφήνει λίγα χρήματα που τα ξοδεύω σε δίσκους και συναυλίες. Σκάει η είδηση. Ο Παπάζογλου στην Αθήνα! Το συνεσταλμένο του χαρακτήρα μου δεν με αφήνει να πιέσω φίλους και γνωστούς και να ρίξω το παρακλητικό "Έλα για παρέα". Αυτή τη συναυλία όμως δεν θα την έχανα. Τελευταία στιγμή ακολουθεί κι ένας φίλος.
Θέατρο Βράχων στο Βύρωνα. Όμορφη ατμόσφαιρα, γλυκός φθινοπωρινός καιρός. Ούτε η βροχή τόλμησε να εμφανιστεί και να μας χαλάσει τη βραδιά. Σκηνή εξαιρετικά λιτή. Το ίδιο και ο φωτισμός. Λάμπες σε διάφορα χρώματα. Θυμίζει λαϊκό πάλκο που βλέπουμε σε ταινίες. Ανεβαίνει η ορχήστρα. Θυμάμαι τον Παναγιώτη τον Κουτσουρα με το ινδιάνικο μαλλί. Ανεβαίνει κι ο Παπάζογλου. Η πρώτη φορά που τον βλέπω ζωντανά! Τα ρίγος από τα μαγικά τραγούδια που έλεγε το ένα πίσω απ'το άλλο δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Η φωνή του δεν έχει ακόμα φθαρεί. Ανατριχιαστική χροιά, λυγμός που σου φέρνει δάκρυα, τσακίσματα που σε ξεσηκώνουν.
Οι παρέες χορεύουν με τα ούζα στα χέρια. Μία από αυτές ανεβαίνει στη σκηνή. Κανένας δεν φαίνεται να το βρίσκει παράλογο. Κανένας δεν κάνει κίνηση να τους κατεβάσει. Κάτι γίνεται εδώ λοιπόν. Άλλο χαρμάνι, άλλες συνήθειες. Γλέντι κανονικό! Κάτι αρχίζω να καταλαβαίνω. Δεν είναι μόνο η ροκ λοιπόν... Υπάρχουν κι άλλα αυθεντικά πράγματα.
Το ψύλιασμά μου είχε αρχίσει 3-4 χρόνια πιο πριν. Φανατικός ροκάς, από αυτούς που θεωρούσαν αδιάφορο ό,τι δεν σε κάνει να χτυπιέσαι, άρχισα σταδιακά να αλλάζω γύρω στα 15. Οι κασέτες του πατέρα με τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη, τον Καλδάρα είχαν ρίξει σπόρο μέσα μου. Και τώρα ήταν ώρα να βλαστήσει.
Κάποιο περιοδικό θαμμένο σε ένα συρτάρι στο δωμάτιο των γονιών μου έχει εξώφυλλο έναν χαμογελαστό άνθρωπο με τζιν πουκάμισο και κόκκινο μαντήλι στο λαιμό. Νίκος Παπάζογλου, διαβάζω. Δεν καταλαβαίνω και πολλά είναι η αλήθεια. Αισθάνομαι όμως μια αύρα για κάτι διαφορετικό. Ο μουσικός μύθος της Θεσσαλονίκης συγκεντρώνονταν άλλωστε στο πρόσωπό του.
Ώσπου μια μέρα το αυτί πιάνει στο ραδιόφωνο τον Αύγουστο. Δάκρυα! Και έρωτες ανεκπλήρωτοι! Σ’αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω... Κολλάω με την πρώτη. Και τώρα; Πώς θα μάθω περισσότερα; Το διαδίκτυο δεν είναι ακόμα σε κάθε σπίτι. Οι εφημερίδες δεν δίνουν τα cd με το τσουβάλι. Ξεκινάει η αναζήτηση. Πρώτα προς τα πίσω, μετά προς τα μπρος (θα καταλάβεις μετά). Διαδικασία αργή αλλά γοητευτική.
Στήσιμο λοιπόν στο ράδιο. Η βελόνα ξεκαρφώνεται απ’τον Ατλαντίς και παίζει ανάμεσα σε Μελωδία και ΕΡΑ. Με το δάχτυλο πάνω απ’το rec περιμένω πότε θα ξανακούσω αυτήν την απίστευτη φωνή. Το σκίρτημα όταν το πετύχαινα ήταν το κάτι άλλο! Ακόμα περισσότερο όταν έβαζαν κάτι που δεν το είχα ξανακούσει. Φύσηξε ο βαρδάρης, Πάει καιρός που έφυγες (Όνειρο), Στη ρωγμή του χρόνου...
Με λεφτά που φύλαγα απ’ το χαρτζιλίκι μου, αρχίζω να παίρνω έναν-έναν τους δίσκους του. Κόλλημα με το Χαράτσι. Η μάνα μου γκρίνιαζε ότι τους είχα πάρει τ’αυτιά με αυτό το cd. Έφτασα μέχρι την Εκδίκηση της γυφτιάς. Είπαμε, αναζήτηση προς τα πίσω... Εκεί να δεις κόλλημα! Άνοιξε ένας νέος μουσικός κόσμος μπροστά μου. Κατάλαβα ότι μετά τους μεγάλους λαϊκούς υπήρξε τελικά συνέχεια και εξέλιξη. Κάτι γινόταν εκεί πάνω στη Σαλονίκη.
Πετυχαίνω δύο αφιερώματα στον Παπάζογλου στην ΕΤ. Σκηνές από παλιές συναυλίες του στο Λυκαβηττό. Διονυσιασμός, γνήσιο γλέντι, λαϊκό αλλά όχι ευτελές, ροκ αλλά όχι συνθηματολογία, λυρισμός αλλά όχι κλάψα. Ένα νέο είδος, που όταν εγώ το ανακάλυπτα ήταν ήδη στην παρακμή του...
Και τώρα η αναζήτηση προς τα μπρος. Τι απέγινε ο Παπάζογλου; Γιατί δεν γεμίζει τους Λυκαβηττούς; Γιατί δεν κατεβαίνει στην Αθήνα; Γιατί με θεωρούν τρελό οι συνομήλικοι που ακούω τέτοια παλιά πράγματα;
Το ίντερνετ είχε μπει πια στο σπίτι. Με κάρτα απ’το περίπτερο και όταν κάποιος έπαιρνε τηλέφωνο η σύνδεση έπεφτε. Έτσι μπαίνω πιο βαθιά στο νόημα. Απ’τον Παπάζογλου στο Ρασούλη και τον Ξυδάκη. Στον Κοντογιάννη, στον Τάκη Σιμώτα, στο Γιώργο Ζήκα, στη Βάσω Αλαγιάννη. Κι από κει στο Μανώλη Λιδάκη, τον Ορφέα Περίδη και σε εκείνο το στούντιο Αγροτικόν. Σωκράτης Μάλαμας, Χειμερινοί Κολυμβητές, Μικρές Περιπλανήσεις, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Μελίνα Κανά και οι ανακαλύψεις δεν έχουν τελειωμό.
Θα μπορούσα να γράφω ώρες για τον Παπάζογλου. Το κείμενο είναι ήδη τεράστιο αλλά αδιαφορώ γιατί αυτού του ανθρώπου του χρωστάω πολλά. Οι λέξεις μοιάζουν λίγες για να περιγράψουν την ορφάνια που νιώσαμε στην είδηση της απώλειάς του όλοι εμείς που τον είχαμε σαν μακρινό μουσικό δάσκαλο.
Μας έμαθε ότι στίχοι ποιητικοί ή "διανοουμενίστικοι" συνδυάζονται με απλώς ερωτικούς ή παιχνιδιάρικους. Ότι το λαϊκό, το παραδοσιακό και το ροκ μπορούν να κάνουν παρέα. Ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να μείνει μακριά απ’τα φώτα της τηλεόρασης και ταυτόχρονα να τον ξέρουν όλοι. Ότι μπορεί να φορτώσει το καϊκι του και να οργώσει τα νησιά παίζοντας τα τραγούδια του, χωρίς εταιρίες και μεσάζοντες. Ότι μπορεί να φορτώσει τα γαϊδουράκια για να ανεβάσει τον εξοπλισμό του στο Θέατρο. Ότι μπορεί να φτιάξει το δικό του στούντιο, μακριά απ’την Αθήνα. Ότι μπορεί να αναδείξει νέους καλλιτέχνες και να μην το διαλαλεί ζητώντας αναγνώριση...
Αντίο Νικόλα κι ευχαριστούμε.
Θέατρο Βράχων στο Βύρωνα. Όμορφη ατμόσφαιρα, γλυκός φθινοπωρινός καιρός. Ούτε η βροχή τόλμησε να εμφανιστεί και να μας χαλάσει τη βραδιά. Σκηνή εξαιρετικά λιτή. Το ίδιο και ο φωτισμός. Λάμπες σε διάφορα χρώματα. Θυμίζει λαϊκό πάλκο που βλέπουμε σε ταινίες. Ανεβαίνει η ορχήστρα. Θυμάμαι τον Παναγιώτη τον Κουτσουρα με το ινδιάνικο μαλλί. Ανεβαίνει κι ο Παπάζογλου. Η πρώτη φορά που τον βλέπω ζωντανά! Τα ρίγος από τα μαγικά τραγούδια που έλεγε το ένα πίσω απ'το άλλο δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Η φωνή του δεν έχει ακόμα φθαρεί. Ανατριχιαστική χροιά, λυγμός που σου φέρνει δάκρυα, τσακίσματα που σε ξεσηκώνουν.
Οι παρέες χορεύουν με τα ούζα στα χέρια. Μία από αυτές ανεβαίνει στη σκηνή. Κανένας δεν φαίνεται να το βρίσκει παράλογο. Κανένας δεν κάνει κίνηση να τους κατεβάσει. Κάτι γίνεται εδώ λοιπόν. Άλλο χαρμάνι, άλλες συνήθειες. Γλέντι κανονικό! Κάτι αρχίζω να καταλαβαίνω. Δεν είναι μόνο η ροκ λοιπόν... Υπάρχουν κι άλλα αυθεντικά πράγματα.
Το ψύλιασμά μου είχε αρχίσει 3-4 χρόνια πιο πριν. Φανατικός ροκάς, από αυτούς που θεωρούσαν αδιάφορο ό,τι δεν σε κάνει να χτυπιέσαι, άρχισα σταδιακά να αλλάζω γύρω στα 15. Οι κασέτες του πατέρα με τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη, τον Καλδάρα είχαν ρίξει σπόρο μέσα μου. Και τώρα ήταν ώρα να βλαστήσει.
Κάποιο περιοδικό θαμμένο σε ένα συρτάρι στο δωμάτιο των γονιών μου έχει εξώφυλλο έναν χαμογελαστό άνθρωπο με τζιν πουκάμισο και κόκκινο μαντήλι στο λαιμό. Νίκος Παπάζογλου, διαβάζω. Δεν καταλαβαίνω και πολλά είναι η αλήθεια. Αισθάνομαι όμως μια αύρα για κάτι διαφορετικό. Ο μουσικός μύθος της Θεσσαλονίκης συγκεντρώνονταν άλλωστε στο πρόσωπό του.
Ώσπου μια μέρα το αυτί πιάνει στο ραδιόφωνο τον Αύγουστο. Δάκρυα! Και έρωτες ανεκπλήρωτοι! Σ’αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω... Κολλάω με την πρώτη. Και τώρα; Πώς θα μάθω περισσότερα; Το διαδίκτυο δεν είναι ακόμα σε κάθε σπίτι. Οι εφημερίδες δεν δίνουν τα cd με το τσουβάλι. Ξεκινάει η αναζήτηση. Πρώτα προς τα πίσω, μετά προς τα μπρος (θα καταλάβεις μετά). Διαδικασία αργή αλλά γοητευτική.
Στήσιμο λοιπόν στο ράδιο. Η βελόνα ξεκαρφώνεται απ’τον Ατλαντίς και παίζει ανάμεσα σε Μελωδία και ΕΡΑ. Με το δάχτυλο πάνω απ’το rec περιμένω πότε θα ξανακούσω αυτήν την απίστευτη φωνή. Το σκίρτημα όταν το πετύχαινα ήταν το κάτι άλλο! Ακόμα περισσότερο όταν έβαζαν κάτι που δεν το είχα ξανακούσει. Φύσηξε ο βαρδάρης, Πάει καιρός που έφυγες (Όνειρο), Στη ρωγμή του χρόνου...
Με λεφτά που φύλαγα απ’ το χαρτζιλίκι μου, αρχίζω να παίρνω έναν-έναν τους δίσκους του. Κόλλημα με το Χαράτσι. Η μάνα μου γκρίνιαζε ότι τους είχα πάρει τ’αυτιά με αυτό το cd. Έφτασα μέχρι την Εκδίκηση της γυφτιάς. Είπαμε, αναζήτηση προς τα πίσω... Εκεί να δεις κόλλημα! Άνοιξε ένας νέος μουσικός κόσμος μπροστά μου. Κατάλαβα ότι μετά τους μεγάλους λαϊκούς υπήρξε τελικά συνέχεια και εξέλιξη. Κάτι γινόταν εκεί πάνω στη Σαλονίκη.
Πετυχαίνω δύο αφιερώματα στον Παπάζογλου στην ΕΤ. Σκηνές από παλιές συναυλίες του στο Λυκαβηττό. Διονυσιασμός, γνήσιο γλέντι, λαϊκό αλλά όχι ευτελές, ροκ αλλά όχι συνθηματολογία, λυρισμός αλλά όχι κλάψα. Ένα νέο είδος, που όταν εγώ το ανακάλυπτα ήταν ήδη στην παρακμή του...
Και τώρα η αναζήτηση προς τα μπρος. Τι απέγινε ο Παπάζογλου; Γιατί δεν γεμίζει τους Λυκαβηττούς; Γιατί δεν κατεβαίνει στην Αθήνα; Γιατί με θεωρούν τρελό οι συνομήλικοι που ακούω τέτοια παλιά πράγματα;
Το ίντερνετ είχε μπει πια στο σπίτι. Με κάρτα απ’το περίπτερο και όταν κάποιος έπαιρνε τηλέφωνο η σύνδεση έπεφτε. Έτσι μπαίνω πιο βαθιά στο νόημα. Απ’τον Παπάζογλου στο Ρασούλη και τον Ξυδάκη. Στον Κοντογιάννη, στον Τάκη Σιμώτα, στο Γιώργο Ζήκα, στη Βάσω Αλαγιάννη. Κι από κει στο Μανώλη Λιδάκη, τον Ορφέα Περίδη και σε εκείνο το στούντιο Αγροτικόν. Σωκράτης Μάλαμας, Χειμερινοί Κολυμβητές, Μικρές Περιπλανήσεις, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Μελίνα Κανά και οι ανακαλύψεις δεν έχουν τελειωμό.
Θα μπορούσα να γράφω ώρες για τον Παπάζογλου. Το κείμενο είναι ήδη τεράστιο αλλά αδιαφορώ γιατί αυτού του ανθρώπου του χρωστάω πολλά. Οι λέξεις μοιάζουν λίγες για να περιγράψουν την ορφάνια που νιώσαμε στην είδηση της απώλειάς του όλοι εμείς που τον είχαμε σαν μακρινό μουσικό δάσκαλο.
Μας έμαθε ότι στίχοι ποιητικοί ή "διανοουμενίστικοι" συνδυάζονται με απλώς ερωτικούς ή παιχνιδιάρικους. Ότι το λαϊκό, το παραδοσιακό και το ροκ μπορούν να κάνουν παρέα. Ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να μείνει μακριά απ’τα φώτα της τηλεόρασης και ταυτόχρονα να τον ξέρουν όλοι. Ότι μπορεί να φορτώσει το καϊκι του και να οργώσει τα νησιά παίζοντας τα τραγούδια του, χωρίς εταιρίες και μεσάζοντες. Ότι μπορεί να φορτώσει τα γαϊδουράκια για να ανεβάσει τον εξοπλισμό του στο Θέατρο. Ότι μπορεί να φτιάξει το δικό του στούντιο, μακριά απ’την Αθήνα. Ότι μπορεί να αναδείξει νέους καλλιτέχνες και να μην το διαλαλεί ζητώντας αναγνώριση...
Αντίο Νικόλα κι ευχαριστούμε.
Σχετικό θέμα