Τι θα ακούσεις:
Την κιθάρα του Δημήτρη Μυστακίδη (όχι σε διασκευές ρεμπέτικων)
Βαθμολογία:
7,8
«Μόρσο, εκτός των άλλων, λένε τον τρόπο που παίρνουν σχήμα δύο υλικά ώστε να ταιριάξουν απόλυτα μεταξύ τους και να δημιουργηθεί ένας ισχυρός σύνδεσμος». Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε το κείμενο με το οποίο σύστηνε στον κόσμο τον πρώτο του προσωπικό δίσκο ο Δημήτρης Μυστακίδης. Ο μουσικός, μετά από πολλά χρόνια που με την τσιμπητή του κιθάρα επανασύστησε κυρίως στις νεότερες ηλικίες πολλά ρεμπέτικα τραγούδια, δίνοντάς τους μια νέα πνοή και δυναμική, έφτασε η στιγμή να παρουσιάσει μια σχεδόν εξ' ολοκλήρου δική του δουλειά. Και γράφω «σχεδόν εξ' ολοκλήρου» καθώς τέσσερα από τα 11 τραγούδια του δίσκου είναι του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη.
Μια γενική αίσθηση που αφήνει ο δίσκος είναι ότι ο Μυστακίδης δεν έλκεται τυχαία από τη ρεμπέτικη παράδοση, στην οποία έχει αφιερώσει μεγάλο κομμάτι της μουσικής του (και όχι μόνο) καριέρας. Τα τραγούδια του έχουν μια ατμόσφαιρα άλλης δεκαετίας και κάποια από αυτά σε κάνουν - κάπως προκατειλημμένα είναι αλήθεια - να σκεφτείς αν είναι διασκευή παλιού ρεμπέτικου. Ε λοιπόν, όχι.
Η παραγωγή του δίσκου είναι σε υψηλό επίπεδο όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλους τους δίσκους του Δημήτρη Μυστακίδη. Οι μουσικοί που συμμετέχουν στον δίσκο είναι κορυφαίοι στο είδος τους και οι ενορχηστρώσεις είναι σε πολλές περιπτώσεις απολαυστικές και «γυαλισμένες» τόσο-όσο, ώστε να μη χάνεται αυτή η νοσταλγία του παλιού που λέγαμε παραπάνω.
Κάτι που μαθαίνουμε για πρώτη φορά στην ολότητά του, καθώς μέχρι τώρα είχαμε μόνο μερικά σκόρπια δείγματα, είναι η στιχουργική ικανότητα του Μυστακίδη. Είναι ένας καλλιτέχνης που γράφει από πολύ βαθιά μέσα του, έχει κοινωνικό αισθητήριο υψηλού επιπέδου, εξάλλου παρεμβαίνει (και συχνά αρκετά έξυπνα-σαρκαστικά) σε κοινωνικά ζητήματα και γενικώς δεν κρύβεται πίσω από κάποιον ελιτίστικο μανδύα. Τα πράγματα είναι λίγο πολύ απλά: Αν συμφωνείς μαζί του ιδεολογικά δεν γίνεται να μην λατρέψεις και τον στίχο του.
Από την πρώτη ακρόαση ξεχωρίζουν τα τρία πρώτα τραγούδια του δίσκου, το «Γεράκι», το «Σκυτάλη» (εξαιρετική η μουσική του) και το «Αχόρταγο Σκυλί», ενώ αναμενόμενα πολύ καλή είναι η συνεργασία του Μυστακίδη με τη Μάρθα Φριντζήλα στο τραγούδι «Από Μικρή». Ο δίσκος μοιάζει να μοιράζεται άτυπα σε δύο μέρη και το τραγούδι που οριοθετεί αυτή τη μεταστροφή είναι το «Όνειρα Δολάρια». Τα τραγούδια μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι εμφανώς πιο αργόσυρτα, αλλά από εκεί και κάτω μετακομίζουν σε... θερμότερα κλίματα, αποκτώντας μια εξωστρέφεια στο μουσικό τους σκέλος.
Στην τελική ευθεία του δίσκου καταφθάνουν και τα τραγούδια που υπογράφει ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης με το κορυφαίο όλων να είναι το «Μονόλογος θεού». Το αξιοσημείωτο είναι ότι όλα του τα τραγούδια έδεσαν αρμονικά σε ένα δίσκο που, όπως έχει γράψει στις σχετικές του αναρτήσει ο Μυστακίδης, είναι βαθιά προσωπικός και πολύ ταυτοτικός για τον ίδιο. Το τελευταίο τραγούδι του δίσκου «Τι Τρέχει Στο Παγκράτι;» αξίζει να το ακούσετε για να μάθετε και μια αλλιώτικη, χαρούμενη ερμηνεία από τον Μυστακίδη.
Στην κατακλείδα αυτού του κειμένου, επιστρέφω σε αυτά που έγραφα στην τρίτη παράγραφο. Και εξηγώ: Ακριβώς επειδή αυτός ο δίσκος είναι τόσο προσωπική υπόθεση για τον Μυστακίδη πιστεύω ότι όποιος ακούσει αυτό το δίσκο θα αντιληφθεί όχι μόνο γιατί τον εμπνέει τόσο η κουλτούρα του ρεμπέτικου, αλλά και γιατί είναι τόσο επιτυχημένος σε αυτή του την πορεία. Είναι ένας καλλιτέχνης που έχει αποδείξει εδώ και πολλά χρόνια ότι ζει για την τέχνη του και δεν την κάνει διεκπεραιωτικά ή για να κάνει επιτυχία και όνομα. Με άλλα λόγια, αν θέλετε να μπείτε στο σύμπαν ή στο μυαλό του Μυστακίδη ακούστε το «Μόρσο».