Η συζήτηση γύρω από το χτίσιμο ενός συναυλιακού lineup πάντοτε πυροδοτεί τις ανάλογες «διαμάχες» ως προς την ποιότητα αυτού, τη μεγαλύτερη ή μικρότερη εσωτερική σύνδεση μεταξύ του μουσικού ηχοχρωματος των διάφορων καλλιτεχνών, την πληθώρα ή μη των επι σκηνής εμφανιζομενων κ.α.
Μια παρόμοια συζήτηση προκάλεσε και η βραδιά της 9ης Ιουλίου στην πλατεία Νερού, στο πλαίσιο του Release Athens Festival, με τους Anduze, The Budos Band, Black Pumas και Thievery Corporation. Στην ανακοίνωση των δυο τελευταίων ονομάτων, θα μπορούσε ο καθένας να κάνει τη δίκη του προτεραιοποίηση, σύμφωνα με τα προσωπικά του ακούσματα και τις προτιμήσεις του. Μπορεί άλλωστε οι Thievery Corporation να κοντεύουν τα τριάντα χρόνια εξαιρετικά παραγωγικής δισκογραφικής διαδρομής, αλλά οι Black Pumas αποτελούν αδιαμφισβήτητα ένα ενθουσιαστικό μουσικό φαινόμενο των τελευταίων χρόνων.
Με αυτές τις σκέψεις στο νου ξεκίνησε και η παρακολούθηση μιας βραδιάς η οποία ήδη, από πολύ νωρίς, έδειξε ότι θα είχε διάθεση ανατροπής στερεοτύπων. Ο συνδυασμός των παραπάνω ονομάτων, παρότι εξαιρετικά ισχυρός και μουσικά πλούσιος, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως δεν αποτέλεσε τον πιο «εμπορικό» της φετινής διοργάνωσης. Ως εκ τούτου, ο κόσμος στην πλατεία Νερού θα ήταν αναμενόμενο να μην ξεχειλίζει. Κι όμως, οι παρευρισκόμενοι ήδη απο την ώρα έναρξης της εμφάνισης των Pumas (και ενώ ο ήλιος έκαιγε ακόμη), είχαν φτάσει στο ύψος του «πύργου» του ηχολήπτη. Κάπου εκεί σταθήκαμε και εμείς αμέσως μετά το τέλος μιας δύσκολης επαγγελματικά μέρας, η οποία δυστυχώς μας κράτησε μακριά από τις ξεσηκωτικές εμφανίσεις των The Budos Band και των Anduze.
Πάντως, μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι η εμφάνιση των Black Pumas στη σκηνή έγινε αμέσως αισθητή. Οι Αμερικανοί, από την πρώτη τους κιόλας δισκογραφική δουλειά υποψήφιοι για Grammy, μπήκαν εξ αρχής δυναμικά με τρία τραγούδια ("Fire", "Sauvignon" και "Ice Cream"), τα οποία λειτούργησαν ως προσκλήσεις για χορό. Ο Eric Burton στα φωνητικά και ο Adrian Quesada στις κιθάρες έκαναν εξώφθαλμα σαφή τον λόγο που το δίδυμο αυτό μοιάζει να κουμπώνει τόσο καλά. Ο πρώτος, με ένα σπουδαίο φωνητικό εύρος, κινητοποιούσε σχεδόν αυτόματα το κοινό σε χειροκρότημα -σε καμία περίπτωση επιτιδευμένο αλλά πηγαίο. Ο δεύτερος συμπλήρωνε αριστοτεχνικά τη μίξη των psychedelic soul, funk και R&B στοιχείων των μελωδικών γραμμών της μπάντας, με πινελιές σολαρισμάτων παραμορφωμένου-«βρώμικου» ήχου, πηγαίνοντας απευθείας το κάθε τραγούδι σε μια άλλη διάσταση.
Οι εκτελέσεις των "More Than A Love Song", "Black Moon Rising" και "Rock And Roll" έδωσαν μια μεστή εικόνα του πως είναι να είσαι άρτιος τεχνικά σε εκείνο που κάνεις, και ταυτόχρονα αυτό να μη σου στερεί τίποτα σε σκηνική ενέργεια, δύναμη και αυθορμητισμό. Η πληθώρα των ικανοτήτων, αλλά και το βάθος της μουσικότητας της παρέας αυτής, έμοιαζε τη στιγμή εκείνη να σπάει ένα ακόμη στερεότυπο της τέχνης.
Η παρουσία των Pumas στη σκηνή, μετά από περίπου 75 λεπτά, έκλεισε με τον (ίσως) πιο αναμενόμενο τρόπο ολόκληρης της βραδιάς. Η σχεδόν δεκάλεπτη εκτέλεση του "Colors" βρήκε -μια από τις ελάχιστες φορές- τον περισσότερο κόσμο να τραγουδά συνεχόμενα μαζί με τους μουσικούς. Το αψεγάδιαστο ντουέτο που συνόδευε τη μπάντα καθόλη τη διάρκεια της εμφάνισής της πρόσφερε στο τραγούδι μια επιπλέον νότα σκηνικού πειραματισμού -ο οποίος ίσως και να έλλειψε λίγο παραπάνω στο υπόλοιπο set.
Και στο σημείο αυτό βρίσκεται ακριβώς ο λόγος, που ένα περισσότερο «αμβλύ» lineup ίσως να είναι και προτιμότερο. Η αλλαγή με την είσοδο των Thievery Corporation επί σκηνής έδωσε αμέσως το στίγμα πως όση διάθεση διασκευής έλειψε νωρίτερα, θα έρθει τώρα να αναπληρωθεί και με το παραπάνω. Το "Lebanese Blonde" με το σιτάρ και τα drum machines έκανε την αρχή και ξεσήκωσε πανηγυρικά το κοινό, μετακινώντας το προς μια διάθεση από την οποία δε θα ξέφευγε ξανά για όλο το υπόλοιπο βράδυ.
Το πολυπολιτισμικό duo των Rob Garza και Eric Hilton, μαζί με τους σταθερούς συνεργάτες του Laura Vall, Mr.Lif, Racquel Jones και Puma Ptah οι οποίοι εναλλάσσονταν διαρκώς στη σκηνή, δίνοντας ο καθένας τη δίκη του αισθητική απόχρωση, πέρασαν μέσα σε κάτι περισσότερο από 100 λεπτά από τη reggae και τη bossa nova έως την electronica και τη hip hop. Και όλα αυτά με μια εσωτερική αρμονία η οποία δεν έμοιαζε να χάνει ούτε λεπτό το δέσιμό της.
Στην πιο δυνατή στιγμή της βραδιάς, ο ράπερ Puma Ptah βούτηξε στο κοινό για το λεγόμενο stage dive, κρατώντας την παλαιστινιακή σημαία και τραγουδώντας αυτοσχεδιαστικούς στίχους για την κοινωνική αδικία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το κοινό έμεινε σαστισμένο να χειροκροτά, αυτή τη φορά με πραγματική και αυθόρμητη συγκίνηση.
Κάπου εκεί έκλεισε και η έβδομη μέρα του Release Athens Festival, η οποία, με αφορμή δυο τόσο διαφορετικές, αλλά εξίσου απαραίτητες μπάντες, ήρθε για να μας θυμίσει πως η έννοια του headliner μπορεί και να αποτελεί περισσότερο μια διαδικαστική έννοια χρονοδιαγράμματος, παρα μια ουσιαστική διευθέτηση της καλλιτεχνικής σημαντικότητας.
Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από το Release Athens Festival.