Με την Pina ο Wim Wenders ορθώνει
ένα μνημείο για τη χορογράφο Pina Bausch. Ξεπερνώντας συγχρόνως πολλά όρια: χρησιμοποιεί την 3D τεχνική για
ένα ντοκιμαντέρ και γυρίζει την ταινία χωρίς την πρωταγωνίστριά του.
Α: ΕΤον Ιούνιο του 2009 λίγο πριν την έναρξη των γυρισμάτων πεθαίνει η Pina Bausch και μαζί με αυτήν η βασική πρωταγωνίστρια του έργου. Παρόλα αυτά δεχθήκατε μεγάλη παρηγοριά για την πραγματοποίηση του. Πόσο σημαντική υπήρξε αυτή η υποστήριξη;
WW: Με το που πληροφορήθηκα το θάνατο της πήρα την απόφαση να μη γυρίσω την ταινία. Οι χορευτές όμως με τον τρόπο τους μου έδειχναν ότι το να τα παρατήσω ήταν η λάθος αντίδραση. Έτσι απέμεινα μονάχος σ’ αυτό το σταυροδρόμι. Τελικά είπα το ναι, όχι για άλλο λόγο, αλλά για να δώσω μία ευκαιρία στους συνεργάτες της Pina, οι οποίοι για τριάντα χρόνια σχεδόν βρίσκονταν στο πλευρό της, να συμβιβαστούν με το θάνατό της, μιας που μας βρήκε όλους εντελώς απροετοίμαστους. Από κάθε άποψη η ταινία αποτελούσε μια μορφή πένθους.
Α: Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορούσατε να βρείτε με ποιόν τρόπο να γυρίσετε την ταινία, μέχρι την στιγμή που έπεσε στην αντίληψη σας μια παραγωγή 3D.
WW: Ναι, αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολο τότε. Η πρώτη ταινία 3D ναι μεν μας έδειξε με ποιον τρόπο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το χώρο ως δυνατότητα, ως μέσο παραγωγής ταινιών, όμως από εκεί και πέρα προσγειωθήκαμε απότομα, καθώς το εύρος της ήταν περιορισμένο. Εργαστήκαμε λοιπόν τότε κατά πολύ πρωτότυπα, ενώ δημιουργήσαμε από μόνοι μας νέους τρόπους που χρειαζόμασταν για να πραγματοποιήσουμε την ταινία.
Α: Όχι μόνο μπορέσατε να αφιερώσετε την ταινία στη φίλη σας Pina Bausch, αλλά συγχρόνως καταφέρατε να καθιερώσετε το έργο της στις επόμενες γενιές. Συμφιλιωθήκατε με την ιδέα ότι δεν μπορέσατε να γυρίσετε την ταινία όπως σχεδιάζατε;
WW: Το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα από όλο αυτό είναι ότι πρέπει να προσφέρουμε ό, τι καλύτερο μπορούμε στους ανθρώπους, όσο αυτοί βρίσκονται ακόμα κοντά μας. Είναι τόσο δύσκολο να τιμήσεις κάποιον ή να του χαρίσεις κάτι, αν δεν υπάρχει πια. Όσο ζούσε έφτιαξα μια ταινία για ζωντανούς, δηλαδή για τους χορευτές και όλους εκείνους τους ανθρώπους που δε θα είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν το έργο της Pina. Την ερώτηση που δεν μπορεί να απευθύνει κανείς σε έναν πεθαμένο, δηλαδή «Σ’ αρέσει;», πρέπει να τη θέσει στον ίδιο του τον εαυτό. Και μόνο τότε μπορούσα πραγματικά να απαντήσω, όταν ο κόσμος είχε δει το φιλμ και ήταν πραγματικά συγκινημένος.
Α: Κάποια στιγμή περιγράψατε την τέχνη της Pina με την έκφραση «η ελαφρότητα του είναι», χαρακτηρίζοντας την έτσι τόσο μεταδοτικά ελεύθερη που ήταν δυνατό να χορεύει μέσα στον καθένα. Μπορείτε και εσείς μέσα από το ντοκιμαντέρ σας να παρακινήσετε με αυτόν τον τρόπο τον κόσμο;
WW: Θεωρώ ότι τούτο ασφαλώς συμβαίνει κάποιες φορές. Με το Buena Vista Social Club ξεπήδησε μια σπίθα και όπως φαίνεται το ίδιο συνέβη και με την Pina. Ευτυχώς δεν υπάρχει κάποια συνταγή γι’ αυτό! Στα ντοκιμαντέρ η ασυνείδητη δουλειά είναι ιδιαιτέρως υπαρκτή, αφού δεν υπάρχει τόσο πολύς χρόνος για προεργασία, όπως στη φανταστική διήγηση˙ δεν είναι δυνατόν να προετοιμαστείς. Στην Pina δεν είχαμε κανένα απολύτως σχέδιο. Απλώς κάναμε τα πάντα μόνο και μόνο για να αναδείξουμε το μεγαλείο της δουλειάς της.
Α: Επομένως καθοδηγείστε από τους πρωταγωνιστές σας και από το θέμα της ταινίας. Δε σας είναι προβληματική αυτή η εξάρτηση για ένα δημιουργό;
WW: Τα ντοκιμαντέρ είναι αποτέλεσμα μιας παρόρμησης, μιας ιδέας. Συχνά η πρωταρχική αυτή σύλληψη μετατρέπεται σε κριτική, που σε ωθεί να επιδιώκεις την αλλαγή. Η παρόρμηση όμως μπορεί να σημαίνει και ισχυρή επιθυμία. Τούτο συμβαίνει τουλάχιστον με το Buena Vista Social Club ή ακόμα και με την Pina. Ξεκίνησα και τα δύο με την επιθυμία να μοιραστώ κάτι που ήθελα πάρα πολύ. Και με την Pina ήταν σε κάθε περίπτωση η χαρά που μου δημιουργούσε η τέχνη της. Παλαιότερα κρατιόμουν με νύχια και με δόντια μακριά από το μπαλέτο. Τότε παρατήρησα ότι το χοροθέατρο της Pina δεν είχε τίποτα κοινό με τις προκαταλήψεις μου. Πραγματικά άνοιξε για μένα νέους ορίζοντες (Neuland) και σε αυτό το ταξίδι ήθελα να πάρω κι άλλους μαζί μου.
Α: Ξεκινήσατε ο ίδιος χορό;
WW: Πάντοτε υπήρξα ένθερμος χορευτής, όμως μόνο σε πάρτι και ντίσκο. Τις περισσότερες φορές μάλιστα μόνο για ‘μένα, γιατί μου αρέσει η μουσική. Κι όταν ξεκινήσω, δε σταματώ εύκολα.
Α: Η Pina Bausch μπόρεσε να μεταδώσει την τέχνη της στους χορευτές με τους οποίους συνεργάστηκε. Εσείς έχετε αυτήν τη δυνατότητα μέσω των μαθημάτων στη σχολή κινηματογράφου;
WW: Κατά έναν περίεργο τρόπο δε μεταδίδεις τόσο τη δουλειά σου με το να διδάσκεις, όσο με το να ενισχύεις τη δουλειά των μαθητών. Οι πιο πολλοί επιθυμούν να έχουν κάποιον που θα κοιτά και θα διορθώνει τη δουλειά τους. Από μένα βασικά δε ζητούν να μάθουν κάτι, αλλά μόνο ό, τι αφορά τον ίδιο τους τον εαυτό. Μάλιστα συνέβη και σε μένα το ίδιο. Τα περισσότερα τα έμαθα από τους συνεργάτες μου και μέσω της ίδιας της δημιουργίας. Τελικά αυτά που μεταδίδει κάποιος ως δάσκαλος αποδεικνύονται πάρα πολύ λίγα.
Α: Η αναγνώριση που κερδίσατε μέσω της Pina δεν μπορεί να περιγραφεί με μια λέξη. Θα επηρεάσει αυτό τις επόμενες ταινίες σας;
WW: Το ελπίζω. Υπάρχουν ιστορίες που χρειάζονται λέξεις. Για την Pina δε χρειάστηκαν πολλές. Ήταν μια συναρπαστική εμπειρία, το πώς δηλαδή μπορεί κάποιος να μειώσει τη χρήση της γλώσσας ή το πόσο ίσως η γλώσσα είναι υπερεκτιμημένη. Όμως υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες είναι σημαντικό το τι λέει κάποιος ή είναι όμορφο να λέγεται κάτι. Ακόμα δε μπορώ να πω το κατά πόσο το επόμενο έργο μου θα είναι χωρίς λόγια.
Α: Αναφέρατε κάποια στιγμή ότι οι βασικοί άξονες των ταινιών σας είναι το “πώς πρέπει να ζούμε” και το “για ποιο πράγμα πρέπει να ζούμε”. Εσείς ο ίδιος έχετε βρει απάντηση σε αυτά;
WW: Δεν υπάρχει κάποια απάντηση στην οποία έχω καταλήξει. Είναι απόλυτα φυσικό τούτο να αλλάζει διαρκώς. Η ίδια ερώτηση θα έπαιρνε διαφορετική απάντηση στη δεκαετία του ’70, διαφορετική τη δεκαετία του ’90 και διαφορετική σήμερα. Η απάντηση έχει αλλάξει γιατί οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ερωτάται κάποιος καθώς και ο ίδιος ο κόσμος μεταβάλλονται ταχύτατα. Μία απάντηση δηλαδή ισχύει κατά κάποιον τρόπο μόνο για εκείνη τη στιγμή και μόνο για εκείνη την ερώτηση. Γνωρίζω ελάχιστους ανθρώπους που ήδη γνωρίζουν πώς πρέπει να ζήσουν την επόμενη ημέρα.
Α: Έχετε κάποιο γνωμικό που να χαρακτηρίζει τη ζωή σας;
WW: Με το πέρασμα του χρόνου έμαθα ότι μόνο αυτό μετράει και σε ευχαριστεί και μένει στο τέλος, αυτό που κάνεις με αγάπη. Όλα τα υπόλοιπα που κάνει ο άνθρωπος για διαφορετικούς λόγους δε μένουν ούτε για τον ίδιο ούτε για τους άλλους.
Α: Και τι έχετε κάνει εσείς μέχρι στιγμής με αγάπη;
WW: Είναι πράγματα που γίνονται για άλλους ανθρώπους. Είναι φυσικά και οι ταινίες, αφού έχω περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου με αυτές. Παραδόξως δεν έμειναν στην καρδιά μου αυτά που μου έφεραν επιτυχία. Αντίθετα, οι εμπορικά αποτυχημένες ταινίες είναι οι πιο σημαντικές. Είναι ακριβώς το ίδιο που συμβαίνει με τους γονείς: αγαπούν -ίσως πρέπει να αγαπούν- περισσότερο τα προβληματικά παιδιά τους που δεν κάνουν τίποτα, ενώ πολύ πιο εύκολα παραμελούν εκείνα τα παιδιά τους που μπορούν να ορμήξουν στη ζωή και να τα κάνουν όλα άνω κάτω.
Μερικές πληροφορίες για τον σκηνοθέτη:
Ημερομηνία γέννησης: 14 Αυγούστου 1945
Τόπος: Ντίσελντορφ
Σταδιοδρομία: Φοιτητής ακόμα στη σχολή κινηματογράφου στο Μόναχο γύρισε την πρώτη μικρού μήκους ταινία του, ενώ παράλληλα εργάστηκε και ως κριτικός. Σήμερα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους Γερμανούς δημιουργούς και χαίρει διεθνούς αναγνώρισης. Διακρίθηκε πολλαπλώς για ταινίες, όπως Παρίσι, Τέξας, Τα φτερά του Έρωτα, Million Dollar Hotel. Το ντοκιμαντέρ του για την κουβανική μουσική, προτάθηκε για Όσκαρ.
Έτσι ξεκουράζομαι μετά από μια μέρα γυρισμάτων… Έχω συνηθίσει να ολοκληρώνω τη μέρα μου με διάβασμα. Αποτελεί τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να ξεφύγω.
Στο κομοδίνο μου βρίσκεται… Το καινούργιο βιβλίο της Σιρι Χουστβεντ (Siri Hustvedt). Εκτός αυτού διαβάζω και το έργο του Εβραίου φιλοσόφου Martin Buber. Σε αυτά προστίθενται εννοείται και τα χιλιάδες βιβλία που μελετώ ενδιάμεσα.
Καλλιτέχνες που με έχουν εμπνεύσει… Οι αγαπημένοι μου ζωγράφοι από Κ: Klee, Kandinsky, Kiefer. Υπάρχουν όμως τόσο πολλά έργα τέχνης που με έχουν επηρεάσει και αγαπώ βαθιά.
Υ.Γ. Ευχαριστώ πολύ τον Ορέστη που ξετρύπωσε τη συνέντευξη και με παρακίνησε να τη μεταφράσω.
Α: ΕΤον Ιούνιο του 2009 λίγο πριν την έναρξη των γυρισμάτων πεθαίνει η Pina Bausch και μαζί με αυτήν η βασική πρωταγωνίστρια του έργου. Παρόλα αυτά δεχθήκατε μεγάλη παρηγοριά για την πραγματοποίηση του. Πόσο σημαντική υπήρξε αυτή η υποστήριξη;
WW: Με το που πληροφορήθηκα το θάνατο της πήρα την απόφαση να μη γυρίσω την ταινία. Οι χορευτές όμως με τον τρόπο τους μου έδειχναν ότι το να τα παρατήσω ήταν η λάθος αντίδραση. Έτσι απέμεινα μονάχος σ’ αυτό το σταυροδρόμι. Τελικά είπα το ναι, όχι για άλλο λόγο, αλλά για να δώσω μία ευκαιρία στους συνεργάτες της Pina, οι οποίοι για τριάντα χρόνια σχεδόν βρίσκονταν στο πλευρό της, να συμβιβαστούν με το θάνατό της, μιας που μας βρήκε όλους εντελώς απροετοίμαστους. Από κάθε άποψη η ταινία αποτελούσε μια μορφή πένθους.
Α: Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορούσατε να βρείτε με ποιόν τρόπο να γυρίσετε την ταινία, μέχρι την στιγμή που έπεσε στην αντίληψη σας μια παραγωγή 3D.
WW: Ναι, αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολο τότε. Η πρώτη ταινία 3D ναι μεν μας έδειξε με ποιον τρόπο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το χώρο ως δυνατότητα, ως μέσο παραγωγής ταινιών, όμως από εκεί και πέρα προσγειωθήκαμε απότομα, καθώς το εύρος της ήταν περιορισμένο. Εργαστήκαμε λοιπόν τότε κατά πολύ πρωτότυπα, ενώ δημιουργήσαμε από μόνοι μας νέους τρόπους που χρειαζόμασταν για να πραγματοποιήσουμε την ταινία.
Α: Όχι μόνο μπορέσατε να αφιερώσετε την ταινία στη φίλη σας Pina Bausch, αλλά συγχρόνως καταφέρατε να καθιερώσετε το έργο της στις επόμενες γενιές. Συμφιλιωθήκατε με την ιδέα ότι δεν μπορέσατε να γυρίσετε την ταινία όπως σχεδιάζατε;
WW: Το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα από όλο αυτό είναι ότι πρέπει να προσφέρουμε ό, τι καλύτερο μπορούμε στους ανθρώπους, όσο αυτοί βρίσκονται ακόμα κοντά μας. Είναι τόσο δύσκολο να τιμήσεις κάποιον ή να του χαρίσεις κάτι, αν δεν υπάρχει πια. Όσο ζούσε έφτιαξα μια ταινία για ζωντανούς, δηλαδή για τους χορευτές και όλους εκείνους τους ανθρώπους που δε θα είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν το έργο της Pina. Την ερώτηση που δεν μπορεί να απευθύνει κανείς σε έναν πεθαμένο, δηλαδή «Σ’ αρέσει;», πρέπει να τη θέσει στον ίδιο του τον εαυτό. Και μόνο τότε μπορούσα πραγματικά να απαντήσω, όταν ο κόσμος είχε δει το φιλμ και ήταν πραγματικά συγκινημένος.
Α: Κάποια στιγμή περιγράψατε την τέχνη της Pina με την έκφραση «η ελαφρότητα του είναι», χαρακτηρίζοντας την έτσι τόσο μεταδοτικά ελεύθερη που ήταν δυνατό να χορεύει μέσα στον καθένα. Μπορείτε και εσείς μέσα από το ντοκιμαντέρ σας να παρακινήσετε με αυτόν τον τρόπο τον κόσμο;
WW: Θεωρώ ότι τούτο ασφαλώς συμβαίνει κάποιες φορές. Με το Buena Vista Social Club ξεπήδησε μια σπίθα και όπως φαίνεται το ίδιο συνέβη και με την Pina. Ευτυχώς δεν υπάρχει κάποια συνταγή γι’ αυτό! Στα ντοκιμαντέρ η ασυνείδητη δουλειά είναι ιδιαιτέρως υπαρκτή, αφού δεν υπάρχει τόσο πολύς χρόνος για προεργασία, όπως στη φανταστική διήγηση˙ δεν είναι δυνατόν να προετοιμαστείς. Στην Pina δεν είχαμε κανένα απολύτως σχέδιο. Απλώς κάναμε τα πάντα μόνο και μόνο για να αναδείξουμε το μεγαλείο της δουλειάς της.
Α: Επομένως καθοδηγείστε από τους πρωταγωνιστές σας και από το θέμα της ταινίας. Δε σας είναι προβληματική αυτή η εξάρτηση για ένα δημιουργό;
WW: Τα ντοκιμαντέρ είναι αποτέλεσμα μιας παρόρμησης, μιας ιδέας. Συχνά η πρωταρχική αυτή σύλληψη μετατρέπεται σε κριτική, που σε ωθεί να επιδιώκεις την αλλαγή. Η παρόρμηση όμως μπορεί να σημαίνει και ισχυρή επιθυμία. Τούτο συμβαίνει τουλάχιστον με το Buena Vista Social Club ή ακόμα και με την Pina. Ξεκίνησα και τα δύο με την επιθυμία να μοιραστώ κάτι που ήθελα πάρα πολύ. Και με την Pina ήταν σε κάθε περίπτωση η χαρά που μου δημιουργούσε η τέχνη της. Παλαιότερα κρατιόμουν με νύχια και με δόντια μακριά από το μπαλέτο. Τότε παρατήρησα ότι το χοροθέατρο της Pina δεν είχε τίποτα κοινό με τις προκαταλήψεις μου. Πραγματικά άνοιξε για μένα νέους ορίζοντες (Neuland) και σε αυτό το ταξίδι ήθελα να πάρω κι άλλους μαζί μου.
Α: Ξεκινήσατε ο ίδιος χορό;
WW: Πάντοτε υπήρξα ένθερμος χορευτής, όμως μόνο σε πάρτι και ντίσκο. Τις περισσότερες φορές μάλιστα μόνο για ‘μένα, γιατί μου αρέσει η μουσική. Κι όταν ξεκινήσω, δε σταματώ εύκολα.
Α: Η Pina Bausch μπόρεσε να μεταδώσει την τέχνη της στους χορευτές με τους οποίους συνεργάστηκε. Εσείς έχετε αυτήν τη δυνατότητα μέσω των μαθημάτων στη σχολή κινηματογράφου;
WW: Κατά έναν περίεργο τρόπο δε μεταδίδεις τόσο τη δουλειά σου με το να διδάσκεις, όσο με το να ενισχύεις τη δουλειά των μαθητών. Οι πιο πολλοί επιθυμούν να έχουν κάποιον που θα κοιτά και θα διορθώνει τη δουλειά τους. Από μένα βασικά δε ζητούν να μάθουν κάτι, αλλά μόνο ό, τι αφορά τον ίδιο τους τον εαυτό. Μάλιστα συνέβη και σε μένα το ίδιο. Τα περισσότερα τα έμαθα από τους συνεργάτες μου και μέσω της ίδιας της δημιουργίας. Τελικά αυτά που μεταδίδει κάποιος ως δάσκαλος αποδεικνύονται πάρα πολύ λίγα.
Α: Η αναγνώριση που κερδίσατε μέσω της Pina δεν μπορεί να περιγραφεί με μια λέξη. Θα επηρεάσει αυτό τις επόμενες ταινίες σας;
WW: Το ελπίζω. Υπάρχουν ιστορίες που χρειάζονται λέξεις. Για την Pina δε χρειάστηκαν πολλές. Ήταν μια συναρπαστική εμπειρία, το πώς δηλαδή μπορεί κάποιος να μειώσει τη χρήση της γλώσσας ή το πόσο ίσως η γλώσσα είναι υπερεκτιμημένη. Όμως υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες είναι σημαντικό το τι λέει κάποιος ή είναι όμορφο να λέγεται κάτι. Ακόμα δε μπορώ να πω το κατά πόσο το επόμενο έργο μου θα είναι χωρίς λόγια.
Α: Αναφέρατε κάποια στιγμή ότι οι βασικοί άξονες των ταινιών σας είναι το “πώς πρέπει να ζούμε” και το “για ποιο πράγμα πρέπει να ζούμε”. Εσείς ο ίδιος έχετε βρει απάντηση σε αυτά;
WW: Δεν υπάρχει κάποια απάντηση στην οποία έχω καταλήξει. Είναι απόλυτα φυσικό τούτο να αλλάζει διαρκώς. Η ίδια ερώτηση θα έπαιρνε διαφορετική απάντηση στη δεκαετία του ’70, διαφορετική τη δεκαετία του ’90 και διαφορετική σήμερα. Η απάντηση έχει αλλάξει γιατί οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ερωτάται κάποιος καθώς και ο ίδιος ο κόσμος μεταβάλλονται ταχύτατα. Μία απάντηση δηλαδή ισχύει κατά κάποιον τρόπο μόνο για εκείνη τη στιγμή και μόνο για εκείνη την ερώτηση. Γνωρίζω ελάχιστους ανθρώπους που ήδη γνωρίζουν πώς πρέπει να ζήσουν την επόμενη ημέρα.
Α: Έχετε κάποιο γνωμικό που να χαρακτηρίζει τη ζωή σας;
WW: Με το πέρασμα του χρόνου έμαθα ότι μόνο αυτό μετράει και σε ευχαριστεί και μένει στο τέλος, αυτό που κάνεις με αγάπη. Όλα τα υπόλοιπα που κάνει ο άνθρωπος για διαφορετικούς λόγους δε μένουν ούτε για τον ίδιο ούτε για τους άλλους.
Α: Και τι έχετε κάνει εσείς μέχρι στιγμής με αγάπη;
WW: Είναι πράγματα που γίνονται για άλλους ανθρώπους. Είναι φυσικά και οι ταινίες, αφού έχω περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου με αυτές. Παραδόξως δεν έμειναν στην καρδιά μου αυτά που μου έφεραν επιτυχία. Αντίθετα, οι εμπορικά αποτυχημένες ταινίες είναι οι πιο σημαντικές. Είναι ακριβώς το ίδιο που συμβαίνει με τους γονείς: αγαπούν -ίσως πρέπει να αγαπούν- περισσότερο τα προβληματικά παιδιά τους που δεν κάνουν τίποτα, ενώ πολύ πιο εύκολα παραμελούν εκείνα τα παιδιά τους που μπορούν να ορμήξουν στη ζωή και να τα κάνουν όλα άνω κάτω.
Μερικές πληροφορίες για τον σκηνοθέτη:
Ημερομηνία γέννησης: 14 Αυγούστου 1945
Τόπος: Ντίσελντορφ
Σταδιοδρομία: Φοιτητής ακόμα στη σχολή κινηματογράφου στο Μόναχο γύρισε την πρώτη μικρού μήκους ταινία του, ενώ παράλληλα εργάστηκε και ως κριτικός. Σήμερα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους Γερμανούς δημιουργούς και χαίρει διεθνούς αναγνώρισης. Διακρίθηκε πολλαπλώς για ταινίες, όπως Παρίσι, Τέξας, Τα φτερά του Έρωτα, Million Dollar Hotel. Το ντοκιμαντέρ του για την κουβανική μουσική, προτάθηκε για Όσκαρ.
Έτσι ξεκουράζομαι μετά από μια μέρα γυρισμάτων… Έχω συνηθίσει να ολοκληρώνω τη μέρα μου με διάβασμα. Αποτελεί τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να ξεφύγω.
Στο κομοδίνο μου βρίσκεται… Το καινούργιο βιβλίο της Σιρι Χουστβεντ (Siri Hustvedt). Εκτός αυτού διαβάζω και το έργο του Εβραίου φιλοσόφου Martin Buber. Σε αυτά προστίθενται εννοείται και τα χιλιάδες βιβλία που μελετώ ενδιάμεσα.
Καλλιτέχνες που με έχουν εμπνεύσει… Οι αγαπημένοι μου ζωγράφοι από Κ: Klee, Kandinsky, Kiefer. Υπάρχουν όμως τόσο πολλά έργα τέχνης που με έχουν επηρεάσει και αγαπώ βαθιά.
Υ.Γ. Ευχαριστώ πολύ τον Ορέστη που ξετρύπωσε τη συνέντευξη και με παρακίνησε να τη μεταφράσω.