Αν τα Σαββατοκύριακα 8-10 μμ έχετε «πέσει» στην συχνότητα του Kosmos 93.6, σίγουρα θα έχετε σταθεί στις ξεχωριστές μουσικές επιλογές, που συνοδεύονται βέβαια από την ιδιαίτερη παρουσίαση με άριστη ισπανική προφορά, του Βασίλη Σταματίου. Εκτός όμως από την συγκεκριμένη εκπομπή, ο Βασίλης διατηρεί τα τελευταία τριάμισι χρόνια το δικό του, μοναδικό εξειδικευμένο στην latin, web radio Sonido Bestial. Επίσης έχει συμμετάσχει ως μουσικός στα κρουστά σε διάφορα latin, salsa και jazz σχήματατα. Αναλυτικά μπορείτε να διαβάσετε για τον Βασίλη εδώ, ενώ αμέσως η συζήτηση μαζί του αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον.
- Πότε ξεκίνησε η σχέση σου με το ραδιόφωνο σαν ακροατής; Τι άκουγες πριν ξεκινήσεις τις δικές σου εκπομπές;
Οι πρώτες μου ραδιοφωνικές αναμνήσεις πάνε πίσω στα ραδιορομάντζα, το «Θέατρο της Δευτέρας» και τις εκπομπές τύπου «η Πάνιβαρ παρουσιάζει», μεγαλώνοντας στην Αθήνα περί τα τέλη 60s – αρχές 70s. Λίγο μετά, θυμάμαι τις νυχτερινές εκπομπές του Παπαστεφάνου και ακόμα αργότερα, την αδελφή μου να ακούει φανατικά τις εκπομπές του Γιάννη Πετρίδη, που στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια ήταν κάτι σαν μοναχική γέφυρα προς τον κόσμο της τότε σύγχρονης μουσικής. Στη δεκαετία του '80 άκουγα περιστασιακά πειρατικούς σταθμούς, ωστόσο αυτό που κυρίως άκουγα πάντα ήταν η δική μου μουσική και οι δικοί μου δίσκοι, κατά συνέπεια μπορώ να πω ότι από την εφηβεία μου και μετά άκουγα ελάχιστα ή καθόλου ραδιόφωνο. Η μόνη εξαίρεση στα τέλη της δεκαετίας του 80 ήταν το «Μαύρο Βελούδο» του Γιώργου Πολυχρονίου, τον οποίο εξακολουθώ να θεωρώ από τους κορυφαίους παραγωγούς στην ιστορία του ελληνικού ραδιοφώνου.
- Πότε άρχισες τις δικές σου εκπομπές και ποια είναι η πορεία σου στα FM;
Ξεκίνησα, παντελώς άσχετος με το πώς γίνεται μία ραδιοφωνική εκπομπή, στον Jazz Fm του Κώστα Γιαννουλόπουλου εν έτει 1991. Εκείνα τα πρώτα χρόνια ήταν κάτι σαν ένθετη ζώνη στον Ηχώ FM από τα μεσάνυχτα ως τις 4 το πρωί και η δική μου εκπομπή, με λατινοαμερικάνικη μουσική, έβγαινε «ζωντανά» 2 με 3 το πρωί! Ο άνθρωπος που μού έδειξε τα βασικά περί το ραδιόφωνο, τεχνικώς και ουσιαστικώς, ήταν ο Ιλάν. Στον Jazz Fm, που ήταν το ραδιοφωνικό μου σχολείο, έμεινα ως το κλείσιμοό του, το 1996. Παράλληλα, από το 1992 ως το 1994, έκανα εκπομπές στον Ant1, πάντα με αντικείμενο τη λατινοαμερικάνικη μουσική. Εκτός από λίγες εκπομπές στα ξεκινήματα του «Εν Λευκώ», νομίζω το 1998, επέστρεψα στο ραδιόφωνο με την ίδρυση του Kosmos 93,6, το 2001, και εκεί παραμένω ως σήμερα.
- Πότε ξεκίνησες τον Sonido Bestial;
Τον Αύγουστο του 2006.
- Τι είδους μουσική μπορεί να ακούσει κάποιος στις εκπομπές σου στον Kosmos; Με τι κριτήριο επιλέγεις την μουσική που ακούμε σε αυτές;
Λατινοαμερικάνικη με την ευρύτερη δυνατή έννοια – από την κλασική salsa, το mambo, το bolero, τη bossa nova και τα παραδοσιακά μουσικά είδη της Λατινικής Αμερικής μέχρι τη latin soul, το latin funk, τη latin jazz και τις πιό σύγχρονες μουσικές εκφάνσεις, όπως η ισπανόφωνη και βραζιλιάνικη pop, η latin reggae κ.λ.π. Δεδομένου ότι γιά τον σύγχρονο μέσο ακροατή στην Ελλάδα δύο ώρες εξειδικευμένης εκπομπής με κατά βάση άγνωστες σε αυτόν μουσικές είναι ίσως λίγο "too much", δίνω ιδιαίτερη έμφαση στην ποικιλία και τη σωστή ροή από τραγούδι σε τραγούδι και είδος σε είδος, προσπαθώντας να δημιουργήσω μία συνεχή «λατινοαμερικάνικη ατμόσφαιρα» και προσθέτοντας τον προσωπικό μου τρόπο παρουσίασης, μιλώντας ενδιάμεσα ισπανικά κ.λ.π., που επίσης παραπέμπει σε λατινοαμερικάνικο ραδιόφωνο και εξ όσων γνωρίζω αρέσει σε αρκετό κόσμο.
- Πώς είναι χωρισμένο το πρόγραμμα του Sonido Bestial;
Το Sonido Bestial είναι κατά τεκμήριο ένα salsa ραδιόφωνο, αφού αυτό το είδος μουσικής καταλαμβάνει το 80-90% του ρεπερτορίου του. Από εκεί και πέρα, στην πρωινή του ζώνη, ως τις 11 το πρωί, εκπέμπει πιό “cool” μουσική, με εμβόλιμα boleros, αρκετά ακουστικά τραγούδια και πιό χαμηλότονη χορευτική μουσική, ενώ από εκεί και μετά, και ως τις 8 το βράδυ, παίζει μία μίξη από salsa διαφόρων εποχών, από το 1960 ως σήμερα, καθώς και νέες κυκλοφορίες. 8 με 10 το βράδυ ακολουθεί ένα δίωρο με κλασική salsa (1965-1985), και από τις 10 το βράδυ ως τις 1 τα ξημερώματα έπονται τρία μονόωρα αφιερωμένα, κατά σειρά, στην «παλιά» μουσική (από το 1960 και πίσω), τη ρομαντική μουσική και τα boleros και τέλος, μεσάνυχτα με 1, τη latin jazz. Από τη 1 ως τα ξημερώματα το “salsa megamix” επανέρχεται.
- Επειδή παρακολουθείς την latin μουσική γενικότερα αρκετά χρόνια, ποια είναι η ανταπόκριση του κόσμου στην Ελλάδα για αυτήν την μουσική με την πάροδο των ετών;
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το ενδιαφέρον του κόσμου στην Ελλάδα γιά αυτή τη μουσική έχει πολλαπλασιαστεί κατά τη δεκαετία 2000-2010. Φυσικά δεν πρόκειται ποτέ η λατινοαμερικάνικη μουσική να γίνει πλειοψηφικό ή, έστω, mainstream ρεύμα στη χώρα μας, ούτε να ανταγωνιστεί την αγγλοσαξωνική μουσική, ωστόσο είμαι απόλυτα βέβαιος πώς, ύστερα από τόσα χρόνια, έχει δημιουργηθεί ένας σταθερός πυρήνας κοινού, ενώ ο λατινοαμερικάνικος ήχος έχει γίνει αρκούντως οικείος ακόμα και σε αυτούς που δεν ακούνε αυτή τη μουσική. Αυτό που σίγουρα λείπει στην Ελλάδα είναι η πληροφόρηση και το μουσικό υλικό, ένα χρόνιο πρόβλημα στη λύση του οποίου προσπαθώ να συνεισφέρω με τις εκπομπές μου και το Sonido Bestial. Ωστόσο, γνώμη μου είναι ότι το εγχώριο κοινό αυτής της μουσικής θα μπορούσε να ασχολείται, να «ψάχνεται», με το θέμα λίγο παραπάνω, ώστε να αποκτήσει καλύτερο κριτήριο και να ανακαλύψει τους πραγματικά σημαντικούς καλλιτέχνες αντί, όπως συχνά συμβαίνει, να αρκείται στις πιό εμπορικές και «πιασάρικες» πλευρές του είδους.
- Ποια η γνώμη σου για το playlist που κυριαρχεί στους περισσότερους ραδιοφωνικούς σταθμούς στα FM;
Η playlist είναι ο αργός θάνατος του ραδιοφώνου, αλλά και του μουσικού αισθητηρίου του κοινού, που πλέον βομβαρδίζεται ενορχηστρωμένα από ηχητικά απορίμματα σε τέτοιο βαθμό ώστε η δυνατότητα που έχει ο κόσμος να αξιολογεί τη μουσική τέχνη έχει σχεδόν ολοκληρωτικά αμβλυνθεί, ειδικά στις νεότερες γενιές. Είναι προφανές ότι πρόκειται γιά ένα concept των απελπισμένων δισκογραφικών εταιρειών ώστε να ξελασπώσουν από την παρατεταμένη χασούρα «αγοράζοντας» κατ’ ουσίαν τα ραδιόφωνα, επιβάλλοντας τους να παίζουν εσαεί 30 καλλιτέχνες και 500 τραγούδια και αποκλείοντας από το airplay οτιδήποτε δεν ταιριάζει σε αυτό το στεγανό μοντέλο. Ομως δεν τα υπολόγισαν καλά – όπως αποδείχθηκε τα τελευταία 3-4 χρόνια, η συνεχής εκπομπή ενός μονοσήμαντου μουσικού μηνύματος εν τέλει οδήγησε τους ακροατές στην απάθεια και υποβίβασε τα ραδιόφωνα από διαμορφωτές του γούστου της κοινής γνώμης σε απλή υπόκρουση backround, δύο συμπτώματα που τελικά οδήγησαν σε ολική απαξίωση το προϊόν που οι εταιρείες ήθελαν να πουλήσουν, όπως έχει αποδειχθεί από την κατάπτωση των πωλήσεων ακόμα και των «ονομάτων». Ποιός ο λόγος, άλλωστε, να αγοράσεις ένα CD αφού έτσι κι αλλιώς θα έχει μόνο ένα τραγούδι – «κράχτη», το οποίο σίγουρα θα παίζεται το ραδιόφωνο όλη μέρα και στην τελική, μετά από μία εβδομάδα θα το έχεις βαρεθεί;
- Ποιες ραδιοφωνικές εκπομπές και φωνές ξεχωρίζεις και σου αρέσει να ακούς;
Ζητώ από τους συναδέλφους να με συγχωρήσουν, αλλά δεν ακούω ποτέ ραδιόφωνο – στην πραγματικότητα, δεν έχω καν ραδιόφωνο. Εχω κάπου 8-9.000 δίσκους που τους έχω διαλέξει έναν προς έναν, ένα δικό μου ιντερνετικό ραδιόφωνο και πολύ συγκεκριμένα μουσικά γούστα, κατά συνέπεια δεν βρίσκω τον λόγο να ακούω ελληνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, οι οποίοι, γιά να είμαι δίκαιος, έτσι κι αλλιώς δεν απευθύνονται σε ανθρώπους με τις δικές μου ιδιαιτερότητες. Αντίθετα, ακούω φανατικά ραδιόφωνο όταν ταξιδεύω στη Λατινική Αμερική, εν μέρει λόγω επαγγελματικής διαστροφής αλλά και επειδή εκεί το ραδιόφωνο έχει ακόμα μία ζωντάνια και ένα λαϊκό αυθορμητισμό που εδώ, πιά, έχει ολοκληρωτικά εκλείψει. Πάντως, σε σπίτια φίλων, ταξί ή στο αυτοκίνητο της γυναίκας μου ακούω κάθε τόσο διάφορους σταθμούς, από τους οποίους εύκολα ξεχωρίζω τον Kosmos και τον Εν Λευκώ. Αναλόγως με τη διάθεση μου ενίοτε μπορώ να ακούσω ευχάριστα και τον «Ντέρτι» όταν παίζει παλιά λαϊκά και με την υποσημείωση ότι αυτό συμβαίνει συνήθως στα ταξί, οπότε η ακρόαση δεν υπερβαίνει το μισάωρο.
- Πώς βλέπεις την αλλαγή που πραγματοποιείται τα τελευταία χρόνια στον χώρο της ενημέρωσης με την δημιουργία των blogs και των web radios; Τι εξέλιξη μπορεί να υπάρξει; Μπορούν να επιβιώσουν όλα αυτά μελλοντικά;
Τα blogs, τα web radios και οι ιντερνετικές εφαρμογές πάσης φύσεως έχουν ένα σημαντικό αβαντάζ, και μιλάω εκ πείρας : είναι μικρού ή και μηδαμινού κόστους, επιτρέποντας σε ανθρώπους με όχι ψηλά εισοδήματα αλλά όρεξη και μεράκι να κοινωνήσουν το όποιο μήνυμα τους, γραπτό ή μουσικό, ως την άλλη άκρη της γης. Υπό αυτή την έννοια, τα μικρού διαμετρήματος ιντερνετικά ραδιόφωνα θεωρητικά μπορούν να επιβιώσουν επί μακρόν, καθώς έχουν αμελητέο κόστος λειτουργίας. Επειδή οι γνώσεις μου περί τεχνολογίας είναι σχετικά περιορισμένες δεν μπορώ να προβλέψω τις τυχόν εξελίξεις σε αυτό τον τομέα, είμαι όμως βέβαιος πώς η γενικευμένη προσβασιμότητα, η συνεχής τάση γιά ανταλλαγή πληροφοριών, η ολική επαναφορά των παλιότερων μουσικών ειδών και συνάμα η πλήρης απογοήτευση από τα κατευθυνόμενα ραδιόφωνα FM σε όλο τον κόσμο θα συνεχίσει να παράγει μικρά ιντερνετικά ραδιόφωνα όπου γης, πολλά από τα οποία θεωρώ ότι έχουν μία ποιότητα που τα «κανονικά» ραδιόφωνα δεν μπορούν να δουν ούτε στο όνειρο τους.
- Ποια είναι τα αγαπημένα σου τραγούδια και albums αυτήν την εποχή;
Αλμπουμς, καθότι είμαι της παλιάς σχολής : Luis Enrique – “Ciclos”, Ruben Blades – “Cantares de Subdesarrollo”, Impacto Crea – “1978”, Paquito D’Rivera & Arturo Sandoval – “Reunion”, Caetano Veloso – “Tropicalia”, Harvey Averne – “Never Learned to Dance Anthology 1967-71”, Raul Marrero – “Quien dijo miedo”, Los Amigos Invisibles – “Commercial”.
- Πότε ξεκίνησε η σχέση σου με το ραδιόφωνο σαν ακροατής; Τι άκουγες πριν ξεκινήσεις τις δικές σου εκπομπές;
Οι πρώτες μου ραδιοφωνικές αναμνήσεις πάνε πίσω στα ραδιορομάντζα, το «Θέατρο της Δευτέρας» και τις εκπομπές τύπου «η Πάνιβαρ παρουσιάζει», μεγαλώνοντας στην Αθήνα περί τα τέλη 60s – αρχές 70s. Λίγο μετά, θυμάμαι τις νυχτερινές εκπομπές του Παπαστεφάνου και ακόμα αργότερα, την αδελφή μου να ακούει φανατικά τις εκπομπές του Γιάννη Πετρίδη, που στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια ήταν κάτι σαν μοναχική γέφυρα προς τον κόσμο της τότε σύγχρονης μουσικής. Στη δεκαετία του '80 άκουγα περιστασιακά πειρατικούς σταθμούς, ωστόσο αυτό που κυρίως άκουγα πάντα ήταν η δική μου μουσική και οι δικοί μου δίσκοι, κατά συνέπεια μπορώ να πω ότι από την εφηβεία μου και μετά άκουγα ελάχιστα ή καθόλου ραδιόφωνο. Η μόνη εξαίρεση στα τέλη της δεκαετίας του 80 ήταν το «Μαύρο Βελούδο» του Γιώργου Πολυχρονίου, τον οποίο εξακολουθώ να θεωρώ από τους κορυφαίους παραγωγούς στην ιστορία του ελληνικού ραδιοφώνου.
- Πότε άρχισες τις δικές σου εκπομπές και ποια είναι η πορεία σου στα FM;
Ξεκίνησα, παντελώς άσχετος με το πώς γίνεται μία ραδιοφωνική εκπομπή, στον Jazz Fm του Κώστα Γιαννουλόπουλου εν έτει 1991. Εκείνα τα πρώτα χρόνια ήταν κάτι σαν ένθετη ζώνη στον Ηχώ FM από τα μεσάνυχτα ως τις 4 το πρωί και η δική μου εκπομπή, με λατινοαμερικάνικη μουσική, έβγαινε «ζωντανά» 2 με 3 το πρωί! Ο άνθρωπος που μού έδειξε τα βασικά περί το ραδιόφωνο, τεχνικώς και ουσιαστικώς, ήταν ο Ιλάν. Στον Jazz Fm, που ήταν το ραδιοφωνικό μου σχολείο, έμεινα ως το κλείσιμοό του, το 1996. Παράλληλα, από το 1992 ως το 1994, έκανα εκπομπές στον Ant1, πάντα με αντικείμενο τη λατινοαμερικάνικη μουσική. Εκτός από λίγες εκπομπές στα ξεκινήματα του «Εν Λευκώ», νομίζω το 1998, επέστρεψα στο ραδιόφωνο με την ίδρυση του Kosmos 93,6, το 2001, και εκεί παραμένω ως σήμερα.
- Πότε ξεκίνησες τον Sonido Bestial;
Τον Αύγουστο του 2006.
- Τι είδους μουσική μπορεί να ακούσει κάποιος στις εκπομπές σου στον Kosmos; Με τι κριτήριο επιλέγεις την μουσική που ακούμε σε αυτές;
Λατινοαμερικάνικη με την ευρύτερη δυνατή έννοια – από την κλασική salsa, το mambo, το bolero, τη bossa nova και τα παραδοσιακά μουσικά είδη της Λατινικής Αμερικής μέχρι τη latin soul, το latin funk, τη latin jazz και τις πιό σύγχρονες μουσικές εκφάνσεις, όπως η ισπανόφωνη και βραζιλιάνικη pop, η latin reggae κ.λ.π. Δεδομένου ότι γιά τον σύγχρονο μέσο ακροατή στην Ελλάδα δύο ώρες εξειδικευμένης εκπομπής με κατά βάση άγνωστες σε αυτόν μουσικές είναι ίσως λίγο "too much", δίνω ιδιαίτερη έμφαση στην ποικιλία και τη σωστή ροή από τραγούδι σε τραγούδι και είδος σε είδος, προσπαθώντας να δημιουργήσω μία συνεχή «λατινοαμερικάνικη ατμόσφαιρα» και προσθέτοντας τον προσωπικό μου τρόπο παρουσίασης, μιλώντας ενδιάμεσα ισπανικά κ.λ.π., που επίσης παραπέμπει σε λατινοαμερικάνικο ραδιόφωνο και εξ όσων γνωρίζω αρέσει σε αρκετό κόσμο.
- Πώς είναι χωρισμένο το πρόγραμμα του Sonido Bestial;
Το Sonido Bestial είναι κατά τεκμήριο ένα salsa ραδιόφωνο, αφού αυτό το είδος μουσικής καταλαμβάνει το 80-90% του ρεπερτορίου του. Από εκεί και πέρα, στην πρωινή του ζώνη, ως τις 11 το πρωί, εκπέμπει πιό “cool” μουσική, με εμβόλιμα boleros, αρκετά ακουστικά τραγούδια και πιό χαμηλότονη χορευτική μουσική, ενώ από εκεί και μετά, και ως τις 8 το βράδυ, παίζει μία μίξη από salsa διαφόρων εποχών, από το 1960 ως σήμερα, καθώς και νέες κυκλοφορίες. 8 με 10 το βράδυ ακολουθεί ένα δίωρο με κλασική salsa (1965-1985), και από τις 10 το βράδυ ως τις 1 τα ξημερώματα έπονται τρία μονόωρα αφιερωμένα, κατά σειρά, στην «παλιά» μουσική (από το 1960 και πίσω), τη ρομαντική μουσική και τα boleros και τέλος, μεσάνυχτα με 1, τη latin jazz. Από τη 1 ως τα ξημερώματα το “salsa megamix” επανέρχεται.
- Επειδή παρακολουθείς την latin μουσική γενικότερα αρκετά χρόνια, ποια είναι η ανταπόκριση του κόσμου στην Ελλάδα για αυτήν την μουσική με την πάροδο των ετών;
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το ενδιαφέρον του κόσμου στην Ελλάδα γιά αυτή τη μουσική έχει πολλαπλασιαστεί κατά τη δεκαετία 2000-2010. Φυσικά δεν πρόκειται ποτέ η λατινοαμερικάνικη μουσική να γίνει πλειοψηφικό ή, έστω, mainstream ρεύμα στη χώρα μας, ούτε να ανταγωνιστεί την αγγλοσαξωνική μουσική, ωστόσο είμαι απόλυτα βέβαιος πώς, ύστερα από τόσα χρόνια, έχει δημιουργηθεί ένας σταθερός πυρήνας κοινού, ενώ ο λατινοαμερικάνικος ήχος έχει γίνει αρκούντως οικείος ακόμα και σε αυτούς που δεν ακούνε αυτή τη μουσική. Αυτό που σίγουρα λείπει στην Ελλάδα είναι η πληροφόρηση και το μουσικό υλικό, ένα χρόνιο πρόβλημα στη λύση του οποίου προσπαθώ να συνεισφέρω με τις εκπομπές μου και το Sonido Bestial. Ωστόσο, γνώμη μου είναι ότι το εγχώριο κοινό αυτής της μουσικής θα μπορούσε να ασχολείται, να «ψάχνεται», με το θέμα λίγο παραπάνω, ώστε να αποκτήσει καλύτερο κριτήριο και να ανακαλύψει τους πραγματικά σημαντικούς καλλιτέχνες αντί, όπως συχνά συμβαίνει, να αρκείται στις πιό εμπορικές και «πιασάρικες» πλευρές του είδους.
- Ποια η γνώμη σου για το playlist που κυριαρχεί στους περισσότερους ραδιοφωνικούς σταθμούς στα FM;
Η playlist είναι ο αργός θάνατος του ραδιοφώνου, αλλά και του μουσικού αισθητηρίου του κοινού, που πλέον βομβαρδίζεται ενορχηστρωμένα από ηχητικά απορίμματα σε τέτοιο βαθμό ώστε η δυνατότητα που έχει ο κόσμος να αξιολογεί τη μουσική τέχνη έχει σχεδόν ολοκληρωτικά αμβλυνθεί, ειδικά στις νεότερες γενιές. Είναι προφανές ότι πρόκειται γιά ένα concept των απελπισμένων δισκογραφικών εταιρειών ώστε να ξελασπώσουν από την παρατεταμένη χασούρα «αγοράζοντας» κατ’ ουσίαν τα ραδιόφωνα, επιβάλλοντας τους να παίζουν εσαεί 30 καλλιτέχνες και 500 τραγούδια και αποκλείοντας από το airplay οτιδήποτε δεν ταιριάζει σε αυτό το στεγανό μοντέλο. Ομως δεν τα υπολόγισαν καλά – όπως αποδείχθηκε τα τελευταία 3-4 χρόνια, η συνεχής εκπομπή ενός μονοσήμαντου μουσικού μηνύματος εν τέλει οδήγησε τους ακροατές στην απάθεια και υποβίβασε τα ραδιόφωνα από διαμορφωτές του γούστου της κοινής γνώμης σε απλή υπόκρουση backround, δύο συμπτώματα που τελικά οδήγησαν σε ολική απαξίωση το προϊόν που οι εταιρείες ήθελαν να πουλήσουν, όπως έχει αποδειχθεί από την κατάπτωση των πωλήσεων ακόμα και των «ονομάτων». Ποιός ο λόγος, άλλωστε, να αγοράσεις ένα CD αφού έτσι κι αλλιώς θα έχει μόνο ένα τραγούδι – «κράχτη», το οποίο σίγουρα θα παίζεται το ραδιόφωνο όλη μέρα και στην τελική, μετά από μία εβδομάδα θα το έχεις βαρεθεί;
- Ποιες ραδιοφωνικές εκπομπές και φωνές ξεχωρίζεις και σου αρέσει να ακούς;
Ζητώ από τους συναδέλφους να με συγχωρήσουν, αλλά δεν ακούω ποτέ ραδιόφωνο – στην πραγματικότητα, δεν έχω καν ραδιόφωνο. Εχω κάπου 8-9.000 δίσκους που τους έχω διαλέξει έναν προς έναν, ένα δικό μου ιντερνετικό ραδιόφωνο και πολύ συγκεκριμένα μουσικά γούστα, κατά συνέπεια δεν βρίσκω τον λόγο να ακούω ελληνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, οι οποίοι, γιά να είμαι δίκαιος, έτσι κι αλλιώς δεν απευθύνονται σε ανθρώπους με τις δικές μου ιδιαιτερότητες. Αντίθετα, ακούω φανατικά ραδιόφωνο όταν ταξιδεύω στη Λατινική Αμερική, εν μέρει λόγω επαγγελματικής διαστροφής αλλά και επειδή εκεί το ραδιόφωνο έχει ακόμα μία ζωντάνια και ένα λαϊκό αυθορμητισμό που εδώ, πιά, έχει ολοκληρωτικά εκλείψει. Πάντως, σε σπίτια φίλων, ταξί ή στο αυτοκίνητο της γυναίκας μου ακούω κάθε τόσο διάφορους σταθμούς, από τους οποίους εύκολα ξεχωρίζω τον Kosmos και τον Εν Λευκώ. Αναλόγως με τη διάθεση μου ενίοτε μπορώ να ακούσω ευχάριστα και τον «Ντέρτι» όταν παίζει παλιά λαϊκά και με την υποσημείωση ότι αυτό συμβαίνει συνήθως στα ταξί, οπότε η ακρόαση δεν υπερβαίνει το μισάωρο.
- Πώς βλέπεις την αλλαγή που πραγματοποιείται τα τελευταία χρόνια στον χώρο της ενημέρωσης με την δημιουργία των blogs και των web radios; Τι εξέλιξη μπορεί να υπάρξει; Μπορούν να επιβιώσουν όλα αυτά μελλοντικά;
Τα blogs, τα web radios και οι ιντερνετικές εφαρμογές πάσης φύσεως έχουν ένα σημαντικό αβαντάζ, και μιλάω εκ πείρας : είναι μικρού ή και μηδαμινού κόστους, επιτρέποντας σε ανθρώπους με όχι ψηλά εισοδήματα αλλά όρεξη και μεράκι να κοινωνήσουν το όποιο μήνυμα τους, γραπτό ή μουσικό, ως την άλλη άκρη της γης. Υπό αυτή την έννοια, τα μικρού διαμετρήματος ιντερνετικά ραδιόφωνα θεωρητικά μπορούν να επιβιώσουν επί μακρόν, καθώς έχουν αμελητέο κόστος λειτουργίας. Επειδή οι γνώσεις μου περί τεχνολογίας είναι σχετικά περιορισμένες δεν μπορώ να προβλέψω τις τυχόν εξελίξεις σε αυτό τον τομέα, είμαι όμως βέβαιος πώς η γενικευμένη προσβασιμότητα, η συνεχής τάση γιά ανταλλαγή πληροφοριών, η ολική επαναφορά των παλιότερων μουσικών ειδών και συνάμα η πλήρης απογοήτευση από τα κατευθυνόμενα ραδιόφωνα FM σε όλο τον κόσμο θα συνεχίσει να παράγει μικρά ιντερνετικά ραδιόφωνα όπου γης, πολλά από τα οποία θεωρώ ότι έχουν μία ποιότητα που τα «κανονικά» ραδιόφωνα δεν μπορούν να δουν ούτε στο όνειρο τους.
- Ποια είναι τα αγαπημένα σου τραγούδια και albums αυτήν την εποχή;
Αλμπουμς, καθότι είμαι της παλιάς σχολής : Luis Enrique – “Ciclos”, Ruben Blades – “Cantares de Subdesarrollo”, Impacto Crea – “1978”, Paquito D’Rivera & Arturo Sandoval – “Reunion”, Caetano Veloso – “Tropicalia”, Harvey Averne – “Never Learned to Dance Anthology 1967-71”, Raul Marrero – “Quien dijo miedo”, Los Amigos Invisibles – “Commercial”.