Πέρασα μεγάλο μέρος της προηγούμενης εβδομάδας στο Ολύμπιον παρακολουθώντας κάμποσες ταινίες και αρκετές ώρες τις τελευταίες μέρες συζητώντας με φίλους για το τι είδαμε, τι θα θέλαμε να δούμε και διάφορα άλλα στα πλαίσια της δεύτερης διεξαγωγής του In-Edit Festival στη Θεσσαλονίκη. Παρακάτω μάζεψα τα σημαντικότερα, κατ’ εμέ, κομμάτια των τελευταίων ημερών και παρά το γεγονός πως απουσιάζει ο μπαρμπα-Freddie και εκείνο το στούντιο στην Αλαμπάμα, μπορεί να βρείτε κάτι ενδιαφέρον.
Αρχικά νομίζω είναι σημαντικό να σχολιαστεί το γεγονός πως το φεστιβάλ αυτό ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα πέρσι στη Θεσσαλονίκη και πως πρέπει να συνεχιστεί εδώ. Η έκδοση της Αθήνας είναι κάτι επίσης ευχάριστο και μακάρι να επαναληφθούν και οι δύο εκδόσεις του χρόνου και κάθε χρονιά, αλλά η ύπαρξη του In-Edit πρωτίστως και κυρίως στη Θεσσαλονίκη είναι, θαρρώ, πιο σημαντική. Προσπερνώντας διάφορες τοπικιστικές σκέψεις και λοιπές κοινωνιολογικές διαφορές με τους φίλους χαμουτζήδες, πάμε κατευθείαν στο ζουμί: Η πόλη του κινηματογράφου στην Ελλάδα είναι η Θεσσαλονίκη.
Το In-Edit είναι μια ιδανική προσθήκη στο πολύ δυνατό δίδυμο των Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ κι ας είναι, προς το παρόν, πολύ μικρότερο από τα δύο εκ των σημαντικότερων πολιτιστικών γεγονότων της πόλης. Στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ συχνά παρουσιάζονται μερικές ταινίες που σβήνουν μόνο λίγη απ’ τη δίψα μέρους του κοινού για περισσότερη «μουσική για τα μάτια τους», κάτι που κάνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό το In-Edit. Δεν είμαι σε θέση να γράψω για το πόσο εύκολη ή δύσκολη διαδικαστικά είναι η ενδεχόμενη συνεργασία των δύο πλευρών, αλλά ξέρω σίγουρα πως η ελληνική εκδοχή του In-Edit χρειάζεται την προώθηση που μπορεί να προσφέρει το Φ.Κ.Θ. – παρά την ήδη αρκετά καλή δουλειά της διοργανώτριας Parenthesis – και πως οι κάτοχοι της Cine-κάρτας θα γίνονταν πολλοί περισσότεροι απ’ όσο ήδη είναι, αν αυτή καλύπτει ένα ακόμα φεστιβάλ με αρκετά διαφορετικό περιεχόμενο.
Μια διαφορά του In-Edit απ’ τα δύο άλλα φεστιβάλ που «ξίνισε» μερικούς είναι τα πακέτα εισιτηρίων. Η προσφορά των 3+1 εισιτηρίων ήταν ατομική και γενικά δεν υπήρχε η δυνατότητα έκπτωσης για ομάδες ατόμων, όπως για παράδειγμα η δεκάδα κουπονιών στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Αυτό βέβαια είναι μόνο ένα πολύ μικρό μειονέκτημα στις γενικά πολύ καλές προσφορές, με αποκορύφωμα το εβδομαδιαίο πάσο για 19 Ευρώ. Παρακολουθώντας μόλις μία προβολή ανά μέρα – κάτι σχεδόν απίθανο για τους κατόχους της κάρτας – το κόστος κάθε ταινίας είναι κάτω από 3 Ευρώ. Κάτι φθηνό για τα δεδομένα του κινηματογράφου και των φεστιβάλ στην πόλη, αλλά όχι αμελητέο για ταινίες που έχουν βγει πριν δύο ή τρία χρόνια και είναι διαθέσιμες σ’ όλα τα μέλη της οικογένειας του Ίντερνετ.
Το γεγονός αυτό νομίζω ήταν το μεγαλύτερο, και ίσως μοναδικό, μειονέκτημα του φετινού In-Edit. Σίγουρα το ελληνικό κοινό είναι τουλάχιστον ιδιότροπο με κάτι περισσότερο από μια τάση για παρελθοντολαγνεία, που κάνουν ντοκιμαντέρ σαν το ‘20,000 Days On Earth’ του Nick Cave να προβάλλεται για δεύτερη χρονιά σχεδόν χωρίς ρίσκο, αλλά έλειψαν μερικά ντοκιμαντέρ που αφορούν τη σύγχρονη μουσική και πιο πρόσφατα γεγονότα ή αυτά που κυκλοφόρησαν τους τελευταίους μήνες. Πριν με χαρακτηρίσετε άδικο, να σας πω πως η παρατήρηση αυτή αφορά ένα μέρος του προγράμματος και προφανώς υπήρχαν λαμπρές εξαιρέσεις, όπως το ‘Dutch Influence’ ή το ‘Salad Days’.
Παρ’ όλα αυτά, τα μουσικά ντοκιμαντέρ μπορούν, πιστεύω, να χωριστούν σε δύο διαφορετικές κατηγορίες και το φετινό In-Edit τις κάλυψε και τις δύο. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ταινίες που απευθύνονται σ’ ένα ευρύτερο κοινό, χωρίς πολλές σε βάθος πληροφορίες και με έμφαση στη γενικότερη πορεία ενός καλλιτέχνη ή απλά τη δημιουργία μιας απολαυστικής ώρας με βάση τη μουσική. Απ’ την άλλη, υπάρχουν ντοκιμαντέρ που απευθύνονται κυρίως στους «στενούς φίλους» του εκάστοτε συγκροτήματος ή μουσικού και απ’ αυτούς θα εκτιμηθούν περισσότερο, προσφέροντας λεπτομέρειες που δεν ενδιαφέρουν τους πολλούς. Το ‘I Need A Dodge!’ για τον Joe Strummer είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, αν και ο χαρακτηρισμός «διασκεδαστικά ανούσιο» που άκουσα με έκανε να χαμογελάσω, ενώ αυτά που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία είναι περισσότερα και το ‘Austin To Boston’ είναι ένα απ’ αυτά που ξεχώρισαν.
Είμαι βέβαιος πως το In-Edit ήταν αρκετά επιτυχημένο ώστε να διοργανωθεί και το 2016 και να καθιερωθεί ως το τρίτο φεστιβάλ σχετικό με την έβδομη τέχνη στην πόλη. Αυτό που ελπίζω είναι η ύπαρξη πιο πολλών ταινιών και περισσότερου κόσμου. Πολλοί έχουν ήδη κατανοήσει την αξία τέτοιων εκδηλώσεων, που πρέπει να στηρίζονται από τις τοπικές αρχές και την κοινωνία, αλλά έχουμε αρκετό δρόμο ακόμα να διανύσουμε.
Αρχικά νομίζω είναι σημαντικό να σχολιαστεί το γεγονός πως το φεστιβάλ αυτό ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα πέρσι στη Θεσσαλονίκη και πως πρέπει να συνεχιστεί εδώ. Η έκδοση της Αθήνας είναι κάτι επίσης ευχάριστο και μακάρι να επαναληφθούν και οι δύο εκδόσεις του χρόνου και κάθε χρονιά, αλλά η ύπαρξη του In-Edit πρωτίστως και κυρίως στη Θεσσαλονίκη είναι, θαρρώ, πιο σημαντική. Προσπερνώντας διάφορες τοπικιστικές σκέψεις και λοιπές κοινωνιολογικές διαφορές με τους φίλους χαμουτζήδες, πάμε κατευθείαν στο ζουμί: Η πόλη του κινηματογράφου στην Ελλάδα είναι η Θεσσαλονίκη.
Το In-Edit είναι μια ιδανική προσθήκη στο πολύ δυνατό δίδυμο των Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ κι ας είναι, προς το παρόν, πολύ μικρότερο από τα δύο εκ των σημαντικότερων πολιτιστικών γεγονότων της πόλης. Στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ συχνά παρουσιάζονται μερικές ταινίες που σβήνουν μόνο λίγη απ’ τη δίψα μέρους του κοινού για περισσότερη «μουσική για τα μάτια τους», κάτι που κάνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό το In-Edit. Δεν είμαι σε θέση να γράψω για το πόσο εύκολη ή δύσκολη διαδικαστικά είναι η ενδεχόμενη συνεργασία των δύο πλευρών, αλλά ξέρω σίγουρα πως η ελληνική εκδοχή του In-Edit χρειάζεται την προώθηση που μπορεί να προσφέρει το Φ.Κ.Θ. – παρά την ήδη αρκετά καλή δουλειά της διοργανώτριας Parenthesis – και πως οι κάτοχοι της Cine-κάρτας θα γίνονταν πολλοί περισσότεροι απ’ όσο ήδη είναι, αν αυτή καλύπτει ένα ακόμα φεστιβάλ με αρκετά διαφορετικό περιεχόμενο.
Μια διαφορά του In-Edit απ’ τα δύο άλλα φεστιβάλ που «ξίνισε» μερικούς είναι τα πακέτα εισιτηρίων. Η προσφορά των 3+1 εισιτηρίων ήταν ατομική και γενικά δεν υπήρχε η δυνατότητα έκπτωσης για ομάδες ατόμων, όπως για παράδειγμα η δεκάδα κουπονιών στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Αυτό βέβαια είναι μόνο ένα πολύ μικρό μειονέκτημα στις γενικά πολύ καλές προσφορές, με αποκορύφωμα το εβδομαδιαίο πάσο για 19 Ευρώ. Παρακολουθώντας μόλις μία προβολή ανά μέρα – κάτι σχεδόν απίθανο για τους κατόχους της κάρτας – το κόστος κάθε ταινίας είναι κάτω από 3 Ευρώ. Κάτι φθηνό για τα δεδομένα του κινηματογράφου και των φεστιβάλ στην πόλη, αλλά όχι αμελητέο για ταινίες που έχουν βγει πριν δύο ή τρία χρόνια και είναι διαθέσιμες σ’ όλα τα μέλη της οικογένειας του Ίντερνετ.
Το γεγονός αυτό νομίζω ήταν το μεγαλύτερο, και ίσως μοναδικό, μειονέκτημα του φετινού In-Edit. Σίγουρα το ελληνικό κοινό είναι τουλάχιστον ιδιότροπο με κάτι περισσότερο από μια τάση για παρελθοντολαγνεία, που κάνουν ντοκιμαντέρ σαν το ‘20,000 Days On Earth’ του Nick Cave να προβάλλεται για δεύτερη χρονιά σχεδόν χωρίς ρίσκο, αλλά έλειψαν μερικά ντοκιμαντέρ που αφορούν τη σύγχρονη μουσική και πιο πρόσφατα γεγονότα ή αυτά που κυκλοφόρησαν τους τελευταίους μήνες. Πριν με χαρακτηρίσετε άδικο, να σας πω πως η παρατήρηση αυτή αφορά ένα μέρος του προγράμματος και προφανώς υπήρχαν λαμπρές εξαιρέσεις, όπως το ‘Dutch Influence’ ή το ‘Salad Days’.
Παρ’ όλα αυτά, τα μουσικά ντοκιμαντέρ μπορούν, πιστεύω, να χωριστούν σε δύο διαφορετικές κατηγορίες και το φετινό In-Edit τις κάλυψε και τις δύο. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ταινίες που απευθύνονται σ’ ένα ευρύτερο κοινό, χωρίς πολλές σε βάθος πληροφορίες και με έμφαση στη γενικότερη πορεία ενός καλλιτέχνη ή απλά τη δημιουργία μιας απολαυστικής ώρας με βάση τη μουσική. Απ’ την άλλη, υπάρχουν ντοκιμαντέρ που απευθύνονται κυρίως στους «στενούς φίλους» του εκάστοτε συγκροτήματος ή μουσικού και απ’ αυτούς θα εκτιμηθούν περισσότερο, προσφέροντας λεπτομέρειες που δεν ενδιαφέρουν τους πολλούς. Το ‘I Need A Dodge!’ για τον Joe Strummer είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, αν και ο χαρακτηρισμός «διασκεδαστικά ανούσιο» που άκουσα με έκανε να χαμογελάσω, ενώ αυτά που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία είναι περισσότερα και το ‘Austin To Boston’ είναι ένα απ’ αυτά που ξεχώρισαν.
Είμαι βέβαιος πως το In-Edit ήταν αρκετά επιτυχημένο ώστε να διοργανωθεί και το 2016 και να καθιερωθεί ως το τρίτο φεστιβάλ σχετικό με την έβδομη τέχνη στην πόλη. Αυτό που ελπίζω είναι η ύπαρξη πιο πολλών ταινιών και περισσότερου κόσμου. Πολλοί έχουν ήδη κατανοήσει την αξία τέτοιων εκδηλώσεων, που πρέπει να στηρίζονται από τις τοπικές αρχές και την κοινωνία, αλλά έχουμε αρκετό δρόμο ακόμα να διανύσουμε.