1. Τι θα ακούσεις;
Ηλεκτρονική μουσική
2. Τραγούδια που πρέπει να ακούσεις;
Seesaw, Obvs, Loud Places, The Rest is Noise, Girl
3. Βαθμολογία;
9/10
Με τέρμα τα ηχεία βάζω να παίζει το "The Rest is Noise" κι αναρωτιέμαι, αν υπάρχει άραγε κάποιος που άκουσε φέτος το In Colour και δεν σκέφτηκε έπειτα ότι όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς θόρυβος. Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: στις 29 Μαΐου του ενιαυτού ο νεαρός Άγγλος Jamie xx, κατά κόσμον Jamie Smith, κυκλοφόρησε στην Young Turks τον πρώτο του προσωπικό δίσκο υπό τον τίτλο In Colour, η σύνθεση του οποίου διήρκεσε μία πενταετία. Δικαίως, αν λάβει κανείς υπόψιν του το αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με το δημιουργό, το διάστημα αυτό αποδείχθηκε επίπονο, καθώς βασικό του μέλημα ήταν να διατηρήσει τη μουσική του εν τη γενέσει της εποχιακά ανένταχτη, αλλά συγχρόνως να μπορεί να επιδεικνύει απευθείας στον ακροατή τις πολλαπλές επιρροές του. Επιρροές που ανήκουν στην ευρύτερη καλλιτεχνική σφαίρα και δεν περιορίζονται αποκλειστικά στη μελισματική εκφορά της (βλέπε το φωνητικό δείγμα στην έναρξη του "Girl" που ανήκει σε επεισόδιο της δραματικής βρετανικής σειράς Top Boy). Οξύμωρο ως σκέψη, εφικτό ως πράξη. Το αποτέλεσμα; Ένας δίσκος με ποικιλία, ιδιαίτερες συνεργασίες και ετερόκλητα σημεία αναφοράς. Πολλοί οι δάκτυλοι που κάνουν αισθητή την παρουσία τους: ο Four Tet χαρίζει στο "Seesaw" κάτι από το απόκοσμο βάθος του "Angel Echoes", οι Popcaan και Young Thug μεταμορφώνουν το "I Know There's Gonna Be (Good Times)" στο trip hop κατατεθέν του δίσκου, ενώ ο Phil Lee μετουσιώνει σε εξώφυλλο το κεντρικό νόημα του δίσκου με τον ιδανικότερο τρόπο.
Mind blowing χαρακτηρίστηκε από αγγλόφωνα μέσα, έκρηξη αισθήσεων παραφράζω εγώ. Έπειτα από πέντε μήνες ακροάσεων, παύσεων, επαναλήψεων και νοητικής επεξεργασίας του δίσκου νομίζω πως μπορώ πλέον να έχω μια κατασταλαγμένη άποψη για το τι μπορεί να προσφέρει σε έναν ακροατή το In Colour. Αρχικά, όπως και ο ίδιος ο τίτλος το δηλώνει, σε βυθίζει στο χρώμα. Όχι μόνο –θα ήτο οφθαλμοφανές, άλλωστε– το εξώφυλλο, το οποίο θα άρμοζε γάντι κυριολεκτικά και στο In Rainbows, αλλά τα ίδια τα τραγούδια που σε μεταφέρουν σε άλλη διάσταση. Κάπου ανάμεσα στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και στο "White Rabbit" των Jefferson Airplane. Σε μία μουσική δίνη η οποία σε ρουφάει με την αλλαγή του κάθε κομματιού. Για μεγάλο διάστημα η έναρξη του δίσκου με το "Gosh" αποτελούσε το πιο ενοχλητικό σημείο του δίσκου. Έδινε την αίσθηση του ασύνδετου, της ασυνέχειας και –γιατί όχι;– της πιο άκυρης στιγμής της πενταετούς σύνθεσης. Τελικά, τούτο το δυσοίωνο συναίσθημα αποδείχθηκε λάθος. Παρότι παραμένει ακόμη χαμηλά σε σχέση με τη συνολική αισθητική κατάταξη των υπομερών του δίσκου, δε θα μπορούσε να λείπει. Χαρίζει μια εναρκτήρια δυναμική που ανακλιμακώνεται κυματικά στα "Hold Tight" και "Girl".
Οι μουσικορυθμικές εναλλαγές ανάμεσα στα τραγούδια προσθέτουν μια αίσθηση ζωντάνιας και εναργούς ενέργειας, και δίνουν τη δυνατότητα στον ακροατή να αντιληφθεί την εξέλιξη του άλμπουμ μπροστά στα μάτια του σχεδόν κινηματογραφικά. Οι χορευτικοί του τόνοι είναι έτοιμοι να τον παρασύρουν σε ένα ολονύκτιο ξέφρενο σαββατόβραδο επάνω στην πίστα προξενώντας του πλήρη αδιαφορία για τον περίγυρο. Τα φωνητικά της Romy και η συμπαραγωγή του Four Tet στο "Seesaw" αποτελούν την πρώτη κορύφωση του δίσκου ολοκληρώνοντας μια πρώτη νοητή υποομάδα στην οποία χωρίζεται το In Colour. Το "Obvs" ρίχνει τους ρυθμούς, ενώ με τις τονικές διακυμάνσεις του και τα έντονα πλήκτρα σε μεταφέρει σταδιακά στο δεύτερο επίπεδο, που προωθείται με το ηπιότερο "Just Saying", το εξομολογητικό "Stranger in a Room" και το υπόκωφο "Hold Tight". Η δεύτερη ενότητα ολοκληρώνεται δυναμικά και πάλι με την αιθέρια Romy στο "Loud Places" αποκαθιστώντας τις με πολύ ενδιαφέρον τρόπο διαταραγμένες ισορροπίες. Η τρίτη και τελευταία ενότητα αποτελούμενη κι αυτή, όπως και η πρώτη, από τρία τραγούδια ανακαλύπτει το σημείο G του ακροατή (1ο "Gosh" - 11o "Girl") και τελειοποιεί κυκλικά έναν οργασμικό δίσκο. Προσωπικά, καλύτερη στιγμή θεωρώ το "The Rest is Noise" από το πρώτο κιόλας άκουσμα. Για ποιο λόγο; Άγνωστο. Προς αναζήτηση αιτίας δε θα αναλωθώ, καθώς θα χάσω από τη μαγεία της απόλαυσης.
Ως κατακλείδα, μια παραίνεση: ακούστε το δίσκο! Θα μπορούσα να αναφέρω εκατό λόγους για να σας πείσω, αλλά έτσι θα ήταν σα να σας έκλεβα ένα κομμάτι από το δικό σας ταξίδι. Ακόμη κι αν στο τέλος αποφασίσετε ότι δε σας άρεσε, αξίζει τον κόπο η προσπάθεια. Ένας από τους δίσκους της χρονιάς και όχι άδικα.
Ηλεκτρονική μουσική
2. Τραγούδια που πρέπει να ακούσεις;
Seesaw, Obvs, Loud Places, The Rest is Noise, Girl
3. Βαθμολογία;
9/10
Με τέρμα τα ηχεία βάζω να παίζει το "The Rest is Noise" κι αναρωτιέμαι, αν υπάρχει άραγε κάποιος που άκουσε φέτος το In Colour και δεν σκέφτηκε έπειτα ότι όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς θόρυβος. Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: στις 29 Μαΐου του ενιαυτού ο νεαρός Άγγλος Jamie xx, κατά κόσμον Jamie Smith, κυκλοφόρησε στην Young Turks τον πρώτο του προσωπικό δίσκο υπό τον τίτλο In Colour, η σύνθεση του οποίου διήρκεσε μία πενταετία. Δικαίως, αν λάβει κανείς υπόψιν του το αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με το δημιουργό, το διάστημα αυτό αποδείχθηκε επίπονο, καθώς βασικό του μέλημα ήταν να διατηρήσει τη μουσική του εν τη γενέσει της εποχιακά ανένταχτη, αλλά συγχρόνως να μπορεί να επιδεικνύει απευθείας στον ακροατή τις πολλαπλές επιρροές του. Επιρροές που ανήκουν στην ευρύτερη καλλιτεχνική σφαίρα και δεν περιορίζονται αποκλειστικά στη μελισματική εκφορά της (βλέπε το φωνητικό δείγμα στην έναρξη του "Girl" που ανήκει σε επεισόδιο της δραματικής βρετανικής σειράς Top Boy). Οξύμωρο ως σκέψη, εφικτό ως πράξη. Το αποτέλεσμα; Ένας δίσκος με ποικιλία, ιδιαίτερες συνεργασίες και ετερόκλητα σημεία αναφοράς. Πολλοί οι δάκτυλοι που κάνουν αισθητή την παρουσία τους: ο Four Tet χαρίζει στο "Seesaw" κάτι από το απόκοσμο βάθος του "Angel Echoes", οι Popcaan και Young Thug μεταμορφώνουν το "I Know There's Gonna Be (Good Times)" στο trip hop κατατεθέν του δίσκου, ενώ ο Phil Lee μετουσιώνει σε εξώφυλλο το κεντρικό νόημα του δίσκου με τον ιδανικότερο τρόπο.
Mind blowing χαρακτηρίστηκε από αγγλόφωνα μέσα, έκρηξη αισθήσεων παραφράζω εγώ. Έπειτα από πέντε μήνες ακροάσεων, παύσεων, επαναλήψεων και νοητικής επεξεργασίας του δίσκου νομίζω πως μπορώ πλέον να έχω μια κατασταλαγμένη άποψη για το τι μπορεί να προσφέρει σε έναν ακροατή το In Colour. Αρχικά, όπως και ο ίδιος ο τίτλος το δηλώνει, σε βυθίζει στο χρώμα. Όχι μόνο –θα ήτο οφθαλμοφανές, άλλωστε– το εξώφυλλο, το οποίο θα άρμοζε γάντι κυριολεκτικά και στο In Rainbows, αλλά τα ίδια τα τραγούδια που σε μεταφέρουν σε άλλη διάσταση. Κάπου ανάμεσα στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και στο "White Rabbit" των Jefferson Airplane. Σε μία μουσική δίνη η οποία σε ρουφάει με την αλλαγή του κάθε κομματιού. Για μεγάλο διάστημα η έναρξη του δίσκου με το "Gosh" αποτελούσε το πιο ενοχλητικό σημείο του δίσκου. Έδινε την αίσθηση του ασύνδετου, της ασυνέχειας και –γιατί όχι;– της πιο άκυρης στιγμής της πενταετούς σύνθεσης. Τελικά, τούτο το δυσοίωνο συναίσθημα αποδείχθηκε λάθος. Παρότι παραμένει ακόμη χαμηλά σε σχέση με τη συνολική αισθητική κατάταξη των υπομερών του δίσκου, δε θα μπορούσε να λείπει. Χαρίζει μια εναρκτήρια δυναμική που ανακλιμακώνεται κυματικά στα "Hold Tight" και "Girl".
Οι μουσικορυθμικές εναλλαγές ανάμεσα στα τραγούδια προσθέτουν μια αίσθηση ζωντάνιας και εναργούς ενέργειας, και δίνουν τη δυνατότητα στον ακροατή να αντιληφθεί την εξέλιξη του άλμπουμ μπροστά στα μάτια του σχεδόν κινηματογραφικά. Οι χορευτικοί του τόνοι είναι έτοιμοι να τον παρασύρουν σε ένα ολονύκτιο ξέφρενο σαββατόβραδο επάνω στην πίστα προξενώντας του πλήρη αδιαφορία για τον περίγυρο. Τα φωνητικά της Romy και η συμπαραγωγή του Four Tet στο "Seesaw" αποτελούν την πρώτη κορύφωση του δίσκου ολοκληρώνοντας μια πρώτη νοητή υποομάδα στην οποία χωρίζεται το In Colour. Το "Obvs" ρίχνει τους ρυθμούς, ενώ με τις τονικές διακυμάνσεις του και τα έντονα πλήκτρα σε μεταφέρει σταδιακά στο δεύτερο επίπεδο, που προωθείται με το ηπιότερο "Just Saying", το εξομολογητικό "Stranger in a Room" και το υπόκωφο "Hold Tight". Η δεύτερη ενότητα ολοκληρώνεται δυναμικά και πάλι με την αιθέρια Romy στο "Loud Places" αποκαθιστώντας τις με πολύ ενδιαφέρον τρόπο διαταραγμένες ισορροπίες. Η τρίτη και τελευταία ενότητα αποτελούμενη κι αυτή, όπως και η πρώτη, από τρία τραγούδια ανακαλύπτει το σημείο G του ακροατή (1ο "Gosh" - 11o "Girl") και τελειοποιεί κυκλικά έναν οργασμικό δίσκο. Προσωπικά, καλύτερη στιγμή θεωρώ το "The Rest is Noise" από το πρώτο κιόλας άκουσμα. Για ποιο λόγο; Άγνωστο. Προς αναζήτηση αιτίας δε θα αναλωθώ, καθώς θα χάσω από τη μαγεία της απόλαυσης.
Ως κατακλείδα, μια παραίνεση: ακούστε το δίσκο! Θα μπορούσα να αναφέρω εκατό λόγους για να σας πείσω, αλλά έτσι θα ήταν σα να σας έκλεβα ένα κομμάτι από το δικό σας ταξίδι. Ακόμη κι αν στο τέλος αποφασίσετε ότι δε σας άρεσε, αξίζει τον κόπο η προσπάθεια. Ένας από τους δίσκους της χρονιάς και όχι άδικα.