Από τέλη Φεβρουαρίου έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στο Παλλάς ένα έργο που έχει ανέβει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, γνωρίζοντας ακόμη, ογδόντα οκτώ χρόνια μετά την πρώτη παράσταση, πολύ μεγάλη επιτυχία παγκοσμίως. Ο λόγος για την Όπερα της Πεντάρας, μία διασκευή της Όπερας του ζητιάνου του Τζων Γκαίυ, η οποία γράφτηκε από τον Μπέρτολτ Μπρεχτ σε μουσική του Κουρτ Βάιλ.
Γράφεται πως οι στίχοι του Μπρεχτ είναι κυνικοί, ενώ η μουσική του Βάιλ χαρακτηρίζεται από αιχμηρότητα. Ακόμη, πως το έργο παραμένει τρομακτικά επίκαιρο, αφού αποτελεί ένα "κατηγορώ στην εκμετάλλευση των οικονομικά αδύναμων και στην εμπορευματοποίηση των πάντων". Επιτρέψτε μου να επισημάνω για ακόμη μία φορά, πως δεν είναι το έργο επίκαιρο, αλλά οι άνθρωποι παραμένουν ίδιοι. Ο τρόπος σκέψης και δράσης τους δεν έχει αλλάξει πολύ παρά την πρόοδο. Αυτό άλλοτε είναι καλό κι άλλοτε πάλι κακό. Ένα όμως είναι το σίγουρο, πως ο θεατής θα βρει κοινά σημεία και θα ταυτιστεί. Πιθανότατα είναι διαφορετικά από εκείνα που βρήκαν οι θεατές το 1933 ή να ερμηνεύονται διαφορετικά, ακόμη όμως προκαλείται αίσθηση και δίδεται αρκετή τροφή για σκέψη και προβληματισμό.
Πρόκειται για ένα έργο δύσκολο τόσο για τους συντελεστές, όσο και για το κοινό. Πρέπει όλοι να βρίσκονται σε εγρήγορση, να είναι συγκεντρωμένοι. Ένα έργο κράμα περισσότερων του ενός ειδών προϋποθέτει την ανάλογη προετοιμασία, την ανάλογη ψυχική διάθεση. Στην προκειμένη, οι συντελεστές της παράστασης φαίνεται πως ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις του έργου, καθώς και στις προσδοκίες του κοινού, αφού εισπράττουν πολύ καλές κριτικές. Η παράσταση είναι ένα εγχείρημα τόσων πολλών ανθρώπων, οι οποίοι δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, κάτι που αξίζει κανείς να παρακολουθήσει.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους παρακολουθήσαμε τον Χρήστο Λούλη ως Μάκχηθ, του οποίου η μεταμόρφωση και η ερμηνεία μας εξέπληξε, και την Νάντια Κοντογεώργη ως Πόλλυ, η οποία μας σαγήνευσε μας με την εκπληκτική φωνή της. Οι Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και Άγγελος Παπαδημητρίου ήταν εξαιρετικοί ως η κυρία και ο κύριος Πίτσαμ. Μάλιστα εντύπωση μας έκανε η φυσικότητα και το χιούμορ της κας Καραμπέτη στον ρόλο αυτό, που περιλαμβάνονται πολλά κωμικά στοιχεία. Ο Νίκος Καραθάνος ως αφηγητής και αστυνόμος Μπράουν ήταν μοναδικός, προσφέροντας τις περισσότερες στιγμές γέλιου και στους δύο ρόλους του. Οι κυρίες Λυδία Φωτοπούλου και Κίκα Γεωργίου στους ρόλους αντίστοιχα των Τζέννυ και Λούσυ ήταν πάρα πολύ καλές και κυρίως μας καθήλωσαν με τις ερμηνείες των κομματιών τους. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στους υπόλοιπους ρόλους, στα άτομα που πλαισιώνουν τους πρωταγωνιστές, με την ερμηνεία και την κινησιολογία τους, καθώς και στη δωδεκαμελή ορχήστρα, που συνόδευσε μουσικά την παράσταση με τον καλύτερο τρόπο. Η ζωντανή ορχήστρα μας μετέφερε ακόμη πιο κοντά σε όσα συνέβαιναν πάνω στη σκηνή.
Η Όπερα της Πεντάρας ιδωμένη από τη διαφορετική οπτική του σκηνοθέτη Γιάννη Χουβαρδά, παρουσιάστηκε με τρόπο ιδιαίτερο, θα λέγαμε αρκετά ευρηματικό. Με ένα σκηνικό λειτουργικό, προσαρμοσμένο στη σύγχρονη εποχή, οι αλλαγές των τοποθεσιών γίνονταν αντιληπτές. Η προβολή τόσο των σκηνών και των πράξεων, όσο και σημαντικών λέξεων και φράσεων, στις οποίες ήθελε να εστιάσουμε κάθε φορά, παίζοντας με τη σύνταξη των προτάσεων, αλλάζοντας έτσι το νόημά τους μας έβαζε στη διαδικασία να σκεφτούμε πέρα απ’ όσα συνέβαιναν μπροστά μας. Τα κοστούμια και η γενικότερη εμφάνιση των ηθοποιών ήταν περίεργα έως εξωπραγματικά, προκαλούσαν αίσθηση, φαίνονταν αρκετά παράξενα, αλλά σίγουρα ήθελαν να περάσουν κάποιο μήνυμα, που, όμως, δεν μας έγινε αντιληπτό.
Συνολικά, πρόκειται για μία υπερπαραγωγή που στόχο έχει να τέρψει αλλά και να αφυπνίσει τον θεατή. Μετά την παρακολούθηση της παράστασης, μπαίνουμε στη διαδικασία να σκεφτούμε τι συμβαίνει γύρω μας, τι συμβαίνει μέσα μας, πώς λειτουργούσαμε πριν μπούμε στην αίθουσα και πώς θα πράξουμε βγαίνοντας από αυτήν έχοντας να αντιμετωπίσουμε έναν κόσμο όπου η εκμετάλλευση και η εξαθλίωση βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Μήπως ήρθε η ώρα να υψώσουμε το ανάστημά μας εκφράζοντας ένα δικό μας κατηγορώ;
Συνολικά, πρόκειται για μία υπερπαραγωγή που στόχο έχει να τέρψει αλλά και να αφυπνίσει τον θεατή. Μετά την παρακολούθηση της παράστασης, μπαίνουμε στη διαδικασία να σκεφτούμε τι συμβαίνει γύρω μας, τι συμβαίνει μέσα μας, πώς λειτουργούσαμε πριν μπούμε στην αίθουσα και πώς θα πράξουμε βγαίνοντας από αυτήν έχοντας να αντιμετωπίσουμε έναν κόσμο όπου η εκμετάλλευση και η εξαθλίωση βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Μήπως ήρθε η ώρα να υψώσουμε το ανάστημά μας εκφράζοντας ένα δικό μας κατηγορώ;