Έναρξη της «φθινοπωρινής» σεζόν για το That’s Entertainment με ένα πακέτο νέων μέτρων - sorry, εννοώ δίσκων, ειδικά μελετημένο για να μας βγάλει από το θερινό τέλμα της παρακμιακής κραιπάλης και να οδηγήσει τα αυτιά μας σε μια νέα εποχή ανάπτυξης και ευημερίας. Καλώς σας βρήκαμε, λοιπόν, καιρός να στρωθούμε στη δουλειά!
Την τελευταία φορά που τα είπαμε από εδώ, είχαμε ασχοληθεί με τους δίσκους που ξεχωρίσαμε στο πρώτο μισό της χρονιάς. Σήμερα θα ασχοληθούμε με μερικές ακόμα περιπτώσεις εξαιρετικών κυκλοφοριών της καλοκαιρινής περιόδου που έρχονται να προστεθούν στη διαρκώς εξελισσόμενη λίστα με τα καλύτερα του 2010.
Το "The Suburbs" των Arcade Fire είναι σίγουρα ο πιο πολυσυζητημένος δίσκος του μήνα (δειτε και αυτό), καταφέρνοντας με την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του να πάει Νούμερο 1 και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού (για να χρησιμοποιήσω ένα παλιό, καλό κλισέ) και να προκαλέσει βαθιά υπαρξιακή κρίση σε όλους εκείνους που πιστεύουν ακράδαντα ότι η καλή μουσική δεν μπορεί να έχει και mainstream επιτυχία. Πώς θα δικαιολογήσουν τώρα ότι το ίδιο εκείνο συγκρότημα που με το ντεμπούτο του είχε πιάσει κορυφή στις λίστες τους για τη δεκαετία, βρίσκεται τώρα και στην κορυφή του Billboard; Είναι ολοφάνερο ότι εμπορευματοποιήθηκε και αντιγράφει τους U2 και τον Bruce Springsteen! Η ουσία είναι ότι η παρέα από τον Καναδά από την αρχή είχε κάτι το επικό στον ήχο της και έγραφε αυθεντικούς, ξεσηκωτικούς ύμνους που μία ευκαιρία έψαχναν για να εξαπλωθούν σαν ιός και στα αυτιά ενός πλατύτερου κοινού.
Μερικά χρόνια μετά, και χωρίς να φύγουν από την ανεξάρτητη Merge, η εμπορική επιτυχία ήρθε σαν φυσική συνέπεια της πορείας τους από το "Funeral", στο "Neon Bible" (επίσης εμπορικό hit αλλά χωρίς τη γκλαμουριά του Νούμερο 1) και τώρα στο "The Suburbs", και αρκεί κανείς να τους δει ζωντανά (έστω και μέσω video) για να καταλάβει το μυστικό της επιτυχίας τους. Μικρή σημασία έχει ότι το "The Suburbs" θα ήταν δυνατότερος δίσκος αν έκοβαν μερικά κομμάτια και κατέβαζαν τη διάρκειά του από την ώρα στο 40λεπτο. Αυτό που μετράει είναι ότι το άλμπουμ προσθέτει στο ρεπερτόριο τους κομμάτια ("Ready To Start", "Modern Man", "Empty Room", "Month Of May", "We Used To Wait" και όχι μόνο) που μπορούν να σταθούν επάξια δίπλα στα διαμάντια του παρελθόντος ("Neighborhood #2 (Laika)", "No Cars Go" κλπ.) και ότι οι Arcade Fire προχωρούν με επιμονή και συνέπεια πάνω στο δρόμο που είχαν χαράξει από το πρώτο τους τραγούδι, όταν δεν τους γνώριζε ούτε ο θυρωρός τους. Το ότι αυτή η πορεία τους έφερε και εμπορική αναγνώριση δεν τους κάνει ούτε νέους U2, ούτε νέους Radiohead - κάθε εποχή έχει τις δικές της ιστορίες επιτυχίας. Το θέμα είναι τι κάνεις από εδώ και πέρα, πώς δηλαδή διαχειρίζεσαι την επιτυχία σου. Εξακολουθείς να υπηρετείς την τέχνη σου ή αρχίζεις συνομιλίες με την G8 για το τέλος της πείνας στον τρίτο κόσμο ενώ πετάς με το ιδιωτικό σου τζετ για τον επόμενο σταθμό της παγκόσμιας περιοδείας σου;
Το τρίτο άλμπουμ μιας άλλης παρέας από τον Καναδά, το "Expo 86" των Wolf Parade, δεν προκάλεσε τόσες πολλές συζητήσεις όσες το "The Suburbs", αλλά τα 11 κομμάτια που το αποτελούν, φτιάχνουν ένα από τα δυνατότερα σύνολα που έχω ακούσει φέτος. Στους Wolf Parade συνυπάρχουν δύο από τους χαρισματικότερους τραγουδοποιούς της Καναδέζικης σκηνής των '00s, ο Spencer Krug και ο Dan Boeckner. Οι δυο τους έχουν χτίσει μια πλούσια δισκογραφία με τα διάφορα σχήματα που ηχογραφούν κατά καιρούς (Sunset Rubdown, Moonface, Swan Lake, Handsome Furs και όχι μόνο), ενώ στους Wolf Parade ενώνουν τις δυνάμεις τους έχοντας ως τώρα στο ενεργητικό τους το εξαιρετικό "Apologies to the Queen Mary" του 2005 και το πιο ιδιόρρυθμο "At Mount Zoomer" του 2008. Στο "Expo 86" καταφέρνουν να συνδυαστούν καλύτερα από κάθε άλλη φορά, χαρίζοντας μας έναν ορμητικό αλλά απόλυτα ισορροπημένο δίσκο που βρίσκει τη χρυσή τομή ανάμεσα στις δαιδαλώδεις, μελωδικές διαδρομές που συνηθίζει ο Krug στις συνθέσεις του με τον πιο άμεσο, punk-electro pop τρόπο προσέγγισης του Boeckner. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας απολαυστικός, καθαρά δικός τους ήχος, που αποδεικνύει ότι το σύνολο είναι ανώτερο από τα επιμέρους κομμάτια του.
Το τρίτο σημαντικό άλμπουμ που θα μας απασχολήσει για σήμερα είναι επίσης μια τρίτη προσπάθεια, και εμπίπτει όπως και το "The Suburbs" στην κατηγορία του πολυσυζητημένου. Η M.I.A., κατά κόσμον Maya Arulpragasam, κατάφερε τον πλήρη διχασμό της κριτικής με το άλμπουμ που φέρνει το όνομά της σε γραμμική γραφή Β, δηλαδή "/ \ / \ / \ Y / \" ή για να καταλαβαινόμαστε "Maya". Όπως μπορείτε να δείτε εδώ η βαθμολογία του κυμαίνεται από 3,5 ως 10 στα 10, ανάλογα με τι περίμενε ο κάθε κριτικός από αυτό. Η αλήθεια είναι ότι η M.I.A., που είχε ήδη αναδειχτεί σε μία από τις πιο απρόβλεπτες δημιουργούς με τις δύο προηγούμενες δουλειές της (έφεραν τα ονόματα του πατέρα και της μητέρας της, "Arular" και "Kala", αντίστοιχα), προσπάθησε ιδιαίτερα σκληρά στο "Maya" να προκαλέσει και να ανατρέψει αυτό που αναμενόταν από αυτήν, δηλαδή περισσότερα hits όπως το "Paper Planes". Ο αιφνιδιασμός ξεκίνησε με τα shock tactics του "Born Free" (electropunk βασισμένο στους Suicide και video φτιαγμένο για να απαγορευτεί) και συνεχίστηκε με αντιπαραθέσεις με δημοσιογράφους και σενάρια συνωμοσίας που συνδέουν το iPhone, με το Google και τη C.I.A. Ασχέτως όμως τι πιστεύει κανείς για την προβοκατόρικη τακτική της M.I.A. (προσεχτικά σχεδιασμένη στρατηγική marketing ή αυθεντική «δεν είμαι εγώ παρανοϊκή, αυτοί προσπαθούν να με φάνε» στάση), η ουσία είναι ότι όσοι γουστάρουν τη χορευτική μουσική τους ανακατεμένη με θόρυβο και punk αισθητική, θα την κάνουν λαχείο με το "Maya". Είναι νομίζω σαφές σε πιο στρατόπεδο ανήκει αυτή η στήλη, ενώ και η συνεργασία με τα νέα αγαπημένα μας παιδιά, τους Sleigh Bells στο "Meds and Feds", βοηθάει στο να ανακηρύξουμε το "Maya" ως το κορυφαίο άλμπουμ της M.I.A. (και ας συμφωνούμε με τους αντιρρησίες ότι χρειαζόταν και ένα καινούργιο "Paper Planes").
Η συνέχεια με τα άλμπουμ του διμήνου και οι σχετικές μας λίστες στο επόμενο επεισόδιο.
Την τελευταία φορά που τα είπαμε από εδώ, είχαμε ασχοληθεί με τους δίσκους που ξεχωρίσαμε στο πρώτο μισό της χρονιάς. Σήμερα θα ασχοληθούμε με μερικές ακόμα περιπτώσεις εξαιρετικών κυκλοφοριών της καλοκαιρινής περιόδου που έρχονται να προστεθούν στη διαρκώς εξελισσόμενη λίστα με τα καλύτερα του 2010.
Το "The Suburbs" των Arcade Fire είναι σίγουρα ο πιο πολυσυζητημένος δίσκος του μήνα (δειτε και αυτό), καταφέρνοντας με την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του να πάει Νούμερο 1 και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού (για να χρησιμοποιήσω ένα παλιό, καλό κλισέ) και να προκαλέσει βαθιά υπαρξιακή κρίση σε όλους εκείνους που πιστεύουν ακράδαντα ότι η καλή μουσική δεν μπορεί να έχει και mainstream επιτυχία. Πώς θα δικαιολογήσουν τώρα ότι το ίδιο εκείνο συγκρότημα που με το ντεμπούτο του είχε πιάσει κορυφή στις λίστες τους για τη δεκαετία, βρίσκεται τώρα και στην κορυφή του Billboard; Είναι ολοφάνερο ότι εμπορευματοποιήθηκε και αντιγράφει τους U2 και τον Bruce Springsteen! Η ουσία είναι ότι η παρέα από τον Καναδά από την αρχή είχε κάτι το επικό στον ήχο της και έγραφε αυθεντικούς, ξεσηκωτικούς ύμνους που μία ευκαιρία έψαχναν για να εξαπλωθούν σαν ιός και στα αυτιά ενός πλατύτερου κοινού.
Μερικά χρόνια μετά, και χωρίς να φύγουν από την ανεξάρτητη Merge, η εμπορική επιτυχία ήρθε σαν φυσική συνέπεια της πορείας τους από το "Funeral", στο "Neon Bible" (επίσης εμπορικό hit αλλά χωρίς τη γκλαμουριά του Νούμερο 1) και τώρα στο "The Suburbs", και αρκεί κανείς να τους δει ζωντανά (έστω και μέσω video) για να καταλάβει το μυστικό της επιτυχίας τους. Μικρή σημασία έχει ότι το "The Suburbs" θα ήταν δυνατότερος δίσκος αν έκοβαν μερικά κομμάτια και κατέβαζαν τη διάρκειά του από την ώρα στο 40λεπτο. Αυτό που μετράει είναι ότι το άλμπουμ προσθέτει στο ρεπερτόριο τους κομμάτια ("Ready To Start", "Modern Man", "Empty Room", "Month Of May", "We Used To Wait" και όχι μόνο) που μπορούν να σταθούν επάξια δίπλα στα διαμάντια του παρελθόντος ("Neighborhood #2 (Laika)", "No Cars Go" κλπ.) και ότι οι Arcade Fire προχωρούν με επιμονή και συνέπεια πάνω στο δρόμο που είχαν χαράξει από το πρώτο τους τραγούδι, όταν δεν τους γνώριζε ούτε ο θυρωρός τους. Το ότι αυτή η πορεία τους έφερε και εμπορική αναγνώριση δεν τους κάνει ούτε νέους U2, ούτε νέους Radiohead - κάθε εποχή έχει τις δικές της ιστορίες επιτυχίας. Το θέμα είναι τι κάνεις από εδώ και πέρα, πώς δηλαδή διαχειρίζεσαι την επιτυχία σου. Εξακολουθείς να υπηρετείς την τέχνη σου ή αρχίζεις συνομιλίες με την G8 για το τέλος της πείνας στον τρίτο κόσμο ενώ πετάς με το ιδιωτικό σου τζετ για τον επόμενο σταθμό της παγκόσμιας περιοδείας σου;
Το τρίτο άλμπουμ μιας άλλης παρέας από τον Καναδά, το "Expo 86" των Wolf Parade, δεν προκάλεσε τόσες πολλές συζητήσεις όσες το "The Suburbs", αλλά τα 11 κομμάτια που το αποτελούν, φτιάχνουν ένα από τα δυνατότερα σύνολα που έχω ακούσει φέτος. Στους Wolf Parade συνυπάρχουν δύο από τους χαρισματικότερους τραγουδοποιούς της Καναδέζικης σκηνής των '00s, ο Spencer Krug και ο Dan Boeckner. Οι δυο τους έχουν χτίσει μια πλούσια δισκογραφία με τα διάφορα σχήματα που ηχογραφούν κατά καιρούς (Sunset Rubdown, Moonface, Swan Lake, Handsome Furs και όχι μόνο), ενώ στους Wolf Parade ενώνουν τις δυνάμεις τους έχοντας ως τώρα στο ενεργητικό τους το εξαιρετικό "Apologies to the Queen Mary" του 2005 και το πιο ιδιόρρυθμο "At Mount Zoomer" του 2008. Στο "Expo 86" καταφέρνουν να συνδυαστούν καλύτερα από κάθε άλλη φορά, χαρίζοντας μας έναν ορμητικό αλλά απόλυτα ισορροπημένο δίσκο που βρίσκει τη χρυσή τομή ανάμεσα στις δαιδαλώδεις, μελωδικές διαδρομές που συνηθίζει ο Krug στις συνθέσεις του με τον πιο άμεσο, punk-electro pop τρόπο προσέγγισης του Boeckner. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας απολαυστικός, καθαρά δικός τους ήχος, που αποδεικνύει ότι το σύνολο είναι ανώτερο από τα επιμέρους κομμάτια του.
Το τρίτο σημαντικό άλμπουμ που θα μας απασχολήσει για σήμερα είναι επίσης μια τρίτη προσπάθεια, και εμπίπτει όπως και το "The Suburbs" στην κατηγορία του πολυσυζητημένου. Η M.I.A., κατά κόσμον Maya Arulpragasam, κατάφερε τον πλήρη διχασμό της κριτικής με το άλμπουμ που φέρνει το όνομά της σε γραμμική γραφή Β, δηλαδή "/ \ / \ / \ Y / \" ή για να καταλαβαινόμαστε "Maya". Όπως μπορείτε να δείτε εδώ η βαθμολογία του κυμαίνεται από 3,5 ως 10 στα 10, ανάλογα με τι περίμενε ο κάθε κριτικός από αυτό. Η αλήθεια είναι ότι η M.I.A., που είχε ήδη αναδειχτεί σε μία από τις πιο απρόβλεπτες δημιουργούς με τις δύο προηγούμενες δουλειές της (έφεραν τα ονόματα του πατέρα και της μητέρας της, "Arular" και "Kala", αντίστοιχα), προσπάθησε ιδιαίτερα σκληρά στο "Maya" να προκαλέσει και να ανατρέψει αυτό που αναμενόταν από αυτήν, δηλαδή περισσότερα hits όπως το "Paper Planes". Ο αιφνιδιασμός ξεκίνησε με τα shock tactics του "Born Free" (electropunk βασισμένο στους Suicide και video φτιαγμένο για να απαγορευτεί) και συνεχίστηκε με αντιπαραθέσεις με δημοσιογράφους και σενάρια συνωμοσίας που συνδέουν το iPhone, με το Google και τη C.I.A. Ασχέτως όμως τι πιστεύει κανείς για την προβοκατόρικη τακτική της M.I.A. (προσεχτικά σχεδιασμένη στρατηγική marketing ή αυθεντική «δεν είμαι εγώ παρανοϊκή, αυτοί προσπαθούν να με φάνε» στάση), η ουσία είναι ότι όσοι γουστάρουν τη χορευτική μουσική τους ανακατεμένη με θόρυβο και punk αισθητική, θα την κάνουν λαχείο με το "Maya". Είναι νομίζω σαφές σε πιο στρατόπεδο ανήκει αυτή η στήλη, ενώ και η συνεργασία με τα νέα αγαπημένα μας παιδιά, τους Sleigh Bells στο "Meds and Feds", βοηθάει στο να ανακηρύξουμε το "Maya" ως το κορυφαίο άλμπουμ της M.I.A. (και ας συμφωνούμε με τους αντιρρησίες ότι χρειαζόταν και ένα καινούργιο "Paper Planes").
Η συνέχεια με τα άλμπουμ του διμήνου και οι σχετικές μας λίστες στο επόμενο επεισόδιο.
Arcade Fire - Ready To Start