Εσύ, θα έλεγες στον κολλητό σου ότι η κοπέλα του βγαίνει με άλλον;
Θα αποκάλυπτες στον πατέρα σου ότι ήσουν εσύ που χτύπησες το αμάξι και όχι κάποιος άλλος;
Είσαι τόσο σίγουρος ότι μπορείς να πεις την αλήθεια όποια και αν είναι αυτή;
Όσοι απαντήσατε «ναι» και στις τρεις από τις παραπάνω ερωτήσεις, σας προτρέπω να παρακολουθήσετε την παράσταση «Η Αγριόπαπια» που ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία τη φετινή χρονιά στο θέατρο Πορεία, με τη σκηνοθετική και δραματουργική επιμέλεια του Δημήτρη Τάρλοου. Πολύ πιθανόν να αλλάξετε γνώμη για το τόσο κατηγορηματικό «ναι» που δώσατε παραπάνω.
Ο Γιάλμαρ Έκνταλ είναι ένας οικογενειάρχης που απολαμβάνει τη ζωή του με τη γυναίκα του Γκίνα και την κόρη του Χέντβικ στο σπίτι και ταυτόχρονα φωτογραφικό του στούντιο, με την έγνοια παρόλα αυτά του ηλικιωμένου πατέρα του. Μπορεί να έχει οικονομικές δυσκολίες όμως σε γενικές γραμμές όλα βαίνουν καλώς, ώσπου μία μέρα ο Γκραίγκερς Βέρλε, πολύ στενός του φίλος από το παρελθόν που είχαν χαθεί για χρόνια, επιστρέφει στην πόλη από το οικογενειακό εργοτάξιο στην ύπαιθρο, για να παρευρεθεί στη γιορτή που διοργανώνει ο πατέρας του, ο κύριος Βέρλε, ένας εύπορος αστός. Από εκείνη την ημέρα ξεκινά η ιστορία μας, αφού ο νεαρός Βέρλε ανακαλύπτει πως η ζωή του φίλου του έχει οικοδομηθεί σε πληθώρα ψεμάτων και βάζει στόχο να του «ανοίξει τα μάτια» και να αλλάξει τη ζωή του.
Το ερώτημα είναι μέχρι πού μπορεί ο καθένας μας να αντέξει μία αποκάλυψη; Και μέχρι πότε πιστεύουμε ότι μπορούμε να εξαπατάμε τον εαυτό μας και τους άλλους;
Ο Γκραίγκερς μπαίνει στο σπίτι της οικογένειας Έκνταλ και προσπαθεί να απελευθερώσει τον φίλο του από τον βάλτο στον οποίο νιώθει ότι τον βούτηξαν άλλοι, μιλώντας του για την «επιταγή του ιδεώδους». Μπροστά στον ιδεαλιστή Γκραίγκερς έρχεται να υψώσει το ανάστημά του ο οικογενειακός φίλος και γείτονας, γιατρός Ρέλινγκ, μιλώντας για το «ζωτικό του ψεύδους», μία έννοια που σώζει από την «ειλικρινίτιδα», μια έννοια πιο κοντινή στον ρεαλισμό. Όλοι προσπαθούν να βοηθήσουν τον Έκνταλ, χωρίς ο ίδιος να έχει ιδέα, ενώ μόνο η κόρη του φαίνεται να δείχνει ανιδιοτελή αγάπη στο πρόσωπο του πατέρα της. Η ίδια, έχοντας πρόβλημα όρασης και μη μπορώντας να βγει στον έξω κόσμο, έχει φέρει το «έξω» εντός του σπιτιού - μεταξύ άλλων και μία αγριόπαπια. Κι όμως, μια ελαφριά λαβωμένη και εξημερωμένη αγριόπαπια είναι κλεισμένη σε ένα κοτέτσι στην αυλή και είναι η ιερή λατρεία της μικρής Χέντβικ.
Ο Γκραίγκενς πιστεύει πως αποκαλύπτοντας στον φίλο του την αλήθεια, ο Γιάλμαρ Έκνταλ θα απελευθερωνόταν και θα ξεκινούσε μία νέα ζωή με γερά θεμέλια. Η φαντασίωση αυτή δείχνει την ανικανότητα του ήρωα να κατανοήσει τα συναισθήματα του εξαπατημένου, ο οποίος όσο κι αν θέλει να απελευθερωθεί από το παρελθόν, δεν μπορεί να ξεφύγει από τις σκέψεις και τα συναισθήματα που πλημμυρίζουν το μυαλό του. Στρέφεται ενάντια στο παιδί του και ζητάει τη λύτρωση. Η λύτρωση θα έρθει στο τέλος με τη θυσία μιας αγριόπαπιας.
Ο Χένρικ Ίψεν, έχοντας ζήσει σε μία από τις κομβικότερες των ιστορικών περιόδων φέρνει στο προσκήνιο μία πλειάδα αντιθέσεων που προβληματίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο σε υπαρξιακό επίπεδο. Οι ηθικές αξίες έρχονται σε ρίξη με την άνοδο της αστικής τάξης, ο ιδεαλισμός και ο ρεαλισμός έρχονται σε σύγκρουση συλλήβδην και η επανάσταση, όσο κι αν επιφέρει απελευθέρωση, όταν αγγίζει τα άκρα και δεν πηγάζει από εσωτερικά κίνητρα μπορεί να αποβεί καταστροφική. Ενώ αναμένουμε πως στο τέλος ο συγγραφέας θα επιλέξει να υποστηρίξει την αλήθεια, το δίκαιο και την προσήλωση στις ηθικές αξίες, δίνει στον επαναστάτη χαρακτήρα του τον χαρακτηρισμό του «διαόλου», αυτού που θα είναι ο 13ος στο τραπέζι και θα ανακατεύει τους πάντες. Ο συμβολισμός - με τον οποίο πολύ αρέσει στον συγγραφέα να παίζει - της αγριόπαπιας αποτελεί για τον κάθε ήρωα και ένα διαφορετικό πράγμα, το οποίο καλούμαστε ως θεατές να εξερευνήσουμε και να κατανοήσουμε. Σε αυτό το έργο του Ίψεν, δεν θα επέρθει δικαίωση και ο θεατής θα φύγει συναισθηματικά φορτισμένος από την αίθουσα: αυτό είναι το μοναδικό συναίσθημα που ο συγκεκριμένος θεατρικός συγγραφέας φυλάει για το κοινό του και ο Δημήτρης Τάρλοου κατορθώνει να το αποδώσει με αριστοτεχνική δεξιοτεχνία.
Εκτός από τους κεντρικότερους χαρακτήρες που κινούν τα νήματα της ιστορίας, μας, παρουσιάζονται και εκείνοι που χωρίς τη δική τους (έστω και μικρή) δράση, η πλοκή δε θα ήταν η ίδια. Την Γκίνα Έγκνταλ ερμηνεύει η Λένα Δροσάκη, η οποία με γοήτευσε με την ικανότητα της να «ντυθεί» το ύφος και τη συμπεριφορά της γυναίκας που παλεύει καθημερινά για τον βιοπορισμό της οικογένειάς της. Παρακολουθώντας την σε εντελώς διαφορετικό ρόλο πέρσι («1984»), παρατήρησα πόσο μπορεί να προσαρμόζεται και να εξελίσσεται, αποδιώχνωντας εντελώς τις εικόνες κάποιας προηγούμενης θεατρικής δουλειάς. Ο Θέμης Πάνου και η Άννα Μάσχα, ως ο κύριος Βέρλε και η μέλλουσα σύζυγος του κυρία Σόερμπι αντίστοιχα, απέδωσαν με κωμικοτραγικό τρόπο ιδίως την κοινωνική τους θέση, ενώ, σε συνδυασμό με τις ενδυματολογικές επιλογές, ο αιθεροβάμων αέρας που απέπνεαν με ωθούσε να γελάσω, μιας και οι ρόλοι τους έμοιαζαν τόσο εξωπραγματικοί μπροστά σε όσα συνέβαιναν.
Μέσα σε ένα τόσο ξεχωριστό cast ηθοποιών, κερδίζει τις εντυπώσεις ο Γιάννος Περλέγκας με την άλλοτε ψύχραιμη και άλλοτε δυναμική ερμηνευτική του ικανότητα. Δύσκολα μπορείς να σταματήσεις να τον παρακολουθείς, αφού επιβάλλεται στο οπτικό μας πεδίο και δίνει χώρο στους συμπρωταγωνιστές του να αναδείξουν και εκείνοι τον ρόλο τους. Η χημεία που έχει με την ηθοποιό Σίσσυ Τουμάση, έδωσε ορισμένες από τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές που ξεχώρισα. Η ίδια αποτελεί έξοχη επιλογή για τον ρόλο της έφηβης Χέντιβικ, γεγονός στο οποίο βοηθάει και το παρουσιαστικό της. Τέλος, ο Γιάννης Κότσιφας αποκαλύπτει το πρόσωπο ενός κωμικοτραγικού Έκνταλ, καθώς η αφέλεια που αποτυπώνει με έκανε επιτυχώς να θέλω να τον κοροϊδέψω αλλά και να θυμώσω μαζί του. Μία διττή λοιπόν ερμηνεία που σίγουρα αξίζει αναφοράς!
Ο Δημήτρης Τάρλοου επιμελείται το κείμενο και σκηνοθετεί τους ήρωες του Ίψεν με πολλά σύγχρονα στοιχεία, χωρίς να χάνει καθόλου την αίγλη και την ποιότητα της αυθεντικής χρονικής τοποθέτησης. Φέρνει το κοινό πιο κοντά στην ουσία της ιστορίας, με μία εξαιρετική πάστα ηθοποιών που μπορούν να σταθούν στο ύψος της περίστασης. Οι τεχνικές λεπτομέρειες αποκαλύπτουν μία πολύ καλά επιμελημένη δουλειά, από τις ενδυματολογικές επιλογές που δημιουργούν αντιθέσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων μέχρι τη μουσική (Nalyssa Green) και τους φωτισμούς (Αλέκος Αναστασίου) που δημιουργούν την κατάλληλη συναισθηματική φόρτιση - μια διαδικασία που μας προετοιμάζει διαρκώς για το τι μέλλει γενέσθαι. Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου που αλλάζει μία φορά μεταξύ πρώτης και δεύτερης πράξης είναι λιτό, με σύγχρονα στοιχεία που δε σε παραπέμπουν στον 19ο αιώνα αλλά περισσότερο στο σήμερα. Το βίντεο που παίζει στο videowall μας αποκαλύπτει τι συμβαίνει έξω από τους τέσσερις τοίχους του θεάτρου, όταν οι ηθοποιοί χάνονταν στο κοτέτσι για να δουν την αγριόπαπια. Πρόκεται για ένα πολύ ζωντανό στοιχείο της παράστασης που τονίζει τον συντονισμό των ηθοποιών - άξιο απορίας είναι και το πώς κατάφεραν να εξημερώσουν μια αληθινή αγριόπαπια για την δημιουργία του τρέιλερ και του videowall.
Κλείνοντας, εάν θέλετε να επιτρέψετε σε μία παράσταση να δονήσει την ψυχή και το μυαλό σας, να σας κάνει να αμφισβητήσετε ακόμα και το αξιακό σύστημα που νομίζατε πως είχατε οικοδομήσει για την αλήθεια και το ψέμα, τότε μη χάσετε την «Αγριόπαπια» στο θέατρο Πορεία.
Συντελεστές:
Μετάφραση - Δραματουργία - Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου
Συνεργάτις Δραματουργός: Έρι Κύργια
Σκηνικά - Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: NalyssaGreen
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Σκηνοθεσία κινηματογραφικού μέρους: Χρήστος Δήμας
Κινησιολογία: Κορίνα Κόκκαλη
Βοηθοί Σκηνοθέτη:Δήμητρα Κουτσοκώστα, Ελένη Μιχαηλίδου, Μάγδα Καυκούλα
Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Αλέξανδρος Γαρνάβος
Βοηθός φωτιστή: Ναυσικά Χριστοδουλάκου
Εκγύμναση Ηθοποιών: Χριστιάνα Κοσιάρη
Φωτογραφίες - trailer παράστασης: Βάσια Αναγνωστοπούλου
Διανομή:
Βέρλε: Θέμης Πάνου
Γκραίγκερς Βέρλε: Γιάννος Περλέγκας
Γερο-Έκνταλ: Γιώργος Μπινιάρης
Γιάλμαρ Έκνταλ: Γιάννης Κότσιφας
Γκίνα Έκνταλ: Λένα Δροσάκη
Χέντβικ: Σίσσυ Τουμάση
Κυρία Σόερμπι: Άννα Μάσχα
Ρέλινγκ: Αντίνοος Αλμπάνης
Μόλβικ: Γιάννης Καπελέρης
Πέτερσεν: Αλκιβιάδης Μαγγόνας
Γιένσεν: Στέργιος Κοντακιώτης
Ένας παχουλός κύριος: Νίκος Πυροκάκος
Ένας φαλακρός κύριος: Ανδρέας Νάτσιος
Ένας μύωπας: Γιάννης Γούνας
Θα αποκάλυπτες στον πατέρα σου ότι ήσουν εσύ που χτύπησες το αμάξι και όχι κάποιος άλλος;
Είσαι τόσο σίγουρος ότι μπορείς να πεις την αλήθεια όποια και αν είναι αυτή;
Όσοι απαντήσατε «ναι» και στις τρεις από τις παραπάνω ερωτήσεις, σας προτρέπω να παρακολουθήσετε την παράσταση «Η Αγριόπαπια» που ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία τη φετινή χρονιά στο θέατρο Πορεία, με τη σκηνοθετική και δραματουργική επιμέλεια του Δημήτρη Τάρλοου. Πολύ πιθανόν να αλλάξετε γνώμη για το τόσο κατηγορηματικό «ναι» που δώσατε παραπάνω.
Ο Γιάλμαρ Έκνταλ είναι ένας οικογενειάρχης που απολαμβάνει τη ζωή του με τη γυναίκα του Γκίνα και την κόρη του Χέντβικ στο σπίτι και ταυτόχρονα φωτογραφικό του στούντιο, με την έγνοια παρόλα αυτά του ηλικιωμένου πατέρα του. Μπορεί να έχει οικονομικές δυσκολίες όμως σε γενικές γραμμές όλα βαίνουν καλώς, ώσπου μία μέρα ο Γκραίγκερς Βέρλε, πολύ στενός του φίλος από το παρελθόν που είχαν χαθεί για χρόνια, επιστρέφει στην πόλη από το οικογενειακό εργοτάξιο στην ύπαιθρο, για να παρευρεθεί στη γιορτή που διοργανώνει ο πατέρας του, ο κύριος Βέρλε, ένας εύπορος αστός. Από εκείνη την ημέρα ξεκινά η ιστορία μας, αφού ο νεαρός Βέρλε ανακαλύπτει πως η ζωή του φίλου του έχει οικοδομηθεί σε πληθώρα ψεμάτων και βάζει στόχο να του «ανοίξει τα μάτια» και να αλλάξει τη ζωή του.
Το ερώτημα είναι μέχρι πού μπορεί ο καθένας μας να αντέξει μία αποκάλυψη; Και μέχρι πότε πιστεύουμε ότι μπορούμε να εξαπατάμε τον εαυτό μας και τους άλλους;
Ο Γκραίγκερς μπαίνει στο σπίτι της οικογένειας Έκνταλ και προσπαθεί να απελευθερώσει τον φίλο του από τον βάλτο στον οποίο νιώθει ότι τον βούτηξαν άλλοι, μιλώντας του για την «επιταγή του ιδεώδους». Μπροστά στον ιδεαλιστή Γκραίγκερς έρχεται να υψώσει το ανάστημά του ο οικογενειακός φίλος και γείτονας, γιατρός Ρέλινγκ, μιλώντας για το «ζωτικό του ψεύδους», μία έννοια που σώζει από την «ειλικρινίτιδα», μια έννοια πιο κοντινή στον ρεαλισμό. Όλοι προσπαθούν να βοηθήσουν τον Έκνταλ, χωρίς ο ίδιος να έχει ιδέα, ενώ μόνο η κόρη του φαίνεται να δείχνει ανιδιοτελή αγάπη στο πρόσωπο του πατέρα της. Η ίδια, έχοντας πρόβλημα όρασης και μη μπορώντας να βγει στον έξω κόσμο, έχει φέρει το «έξω» εντός του σπιτιού - μεταξύ άλλων και μία αγριόπαπια. Κι όμως, μια ελαφριά λαβωμένη και εξημερωμένη αγριόπαπια είναι κλεισμένη σε ένα κοτέτσι στην αυλή και είναι η ιερή λατρεία της μικρής Χέντβικ.
Ο Γκραίγκενς πιστεύει πως αποκαλύπτοντας στον φίλο του την αλήθεια, ο Γιάλμαρ Έκνταλ θα απελευθερωνόταν και θα ξεκινούσε μία νέα ζωή με γερά θεμέλια. Η φαντασίωση αυτή δείχνει την ανικανότητα του ήρωα να κατανοήσει τα συναισθήματα του εξαπατημένου, ο οποίος όσο κι αν θέλει να απελευθερωθεί από το παρελθόν, δεν μπορεί να ξεφύγει από τις σκέψεις και τα συναισθήματα που πλημμυρίζουν το μυαλό του. Στρέφεται ενάντια στο παιδί του και ζητάει τη λύτρωση. Η λύτρωση θα έρθει στο τέλος με τη θυσία μιας αγριόπαπιας.
Ο Χένρικ Ίψεν, έχοντας ζήσει σε μία από τις κομβικότερες των ιστορικών περιόδων φέρνει στο προσκήνιο μία πλειάδα αντιθέσεων που προβληματίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο σε υπαρξιακό επίπεδο. Οι ηθικές αξίες έρχονται σε ρίξη με την άνοδο της αστικής τάξης, ο ιδεαλισμός και ο ρεαλισμός έρχονται σε σύγκρουση συλλήβδην και η επανάσταση, όσο κι αν επιφέρει απελευθέρωση, όταν αγγίζει τα άκρα και δεν πηγάζει από εσωτερικά κίνητρα μπορεί να αποβεί καταστροφική. Ενώ αναμένουμε πως στο τέλος ο συγγραφέας θα επιλέξει να υποστηρίξει την αλήθεια, το δίκαιο και την προσήλωση στις ηθικές αξίες, δίνει στον επαναστάτη χαρακτήρα του τον χαρακτηρισμό του «διαόλου», αυτού που θα είναι ο 13ος στο τραπέζι και θα ανακατεύει τους πάντες. Ο συμβολισμός - με τον οποίο πολύ αρέσει στον συγγραφέα να παίζει - της αγριόπαπιας αποτελεί για τον κάθε ήρωα και ένα διαφορετικό πράγμα, το οποίο καλούμαστε ως θεατές να εξερευνήσουμε και να κατανοήσουμε. Σε αυτό το έργο του Ίψεν, δεν θα επέρθει δικαίωση και ο θεατής θα φύγει συναισθηματικά φορτισμένος από την αίθουσα: αυτό είναι το μοναδικό συναίσθημα που ο συγκεκριμένος θεατρικός συγγραφέας φυλάει για το κοινό του και ο Δημήτρης Τάρλοου κατορθώνει να το αποδώσει με αριστοτεχνική δεξιοτεχνία.
Εκτός από τους κεντρικότερους χαρακτήρες που κινούν τα νήματα της ιστορίας, μας, παρουσιάζονται και εκείνοι που χωρίς τη δική τους (έστω και μικρή) δράση, η πλοκή δε θα ήταν η ίδια. Την Γκίνα Έγκνταλ ερμηνεύει η Λένα Δροσάκη, η οποία με γοήτευσε με την ικανότητα της να «ντυθεί» το ύφος και τη συμπεριφορά της γυναίκας που παλεύει καθημερινά για τον βιοπορισμό της οικογένειάς της. Παρακολουθώντας την σε εντελώς διαφορετικό ρόλο πέρσι («1984»), παρατήρησα πόσο μπορεί να προσαρμόζεται και να εξελίσσεται, αποδιώχνωντας εντελώς τις εικόνες κάποιας προηγούμενης θεατρικής δουλειάς. Ο Θέμης Πάνου και η Άννα Μάσχα, ως ο κύριος Βέρλε και η μέλλουσα σύζυγος του κυρία Σόερμπι αντίστοιχα, απέδωσαν με κωμικοτραγικό τρόπο ιδίως την κοινωνική τους θέση, ενώ, σε συνδυασμό με τις ενδυματολογικές επιλογές, ο αιθεροβάμων αέρας που απέπνεαν με ωθούσε να γελάσω, μιας και οι ρόλοι τους έμοιαζαν τόσο εξωπραγματικοί μπροστά σε όσα συνέβαιναν.
Μέσα σε ένα τόσο ξεχωριστό cast ηθοποιών, κερδίζει τις εντυπώσεις ο Γιάννος Περλέγκας με την άλλοτε ψύχραιμη και άλλοτε δυναμική ερμηνευτική του ικανότητα. Δύσκολα μπορείς να σταματήσεις να τον παρακολουθείς, αφού επιβάλλεται στο οπτικό μας πεδίο και δίνει χώρο στους συμπρωταγωνιστές του να αναδείξουν και εκείνοι τον ρόλο τους. Η χημεία που έχει με την ηθοποιό Σίσσυ Τουμάση, έδωσε ορισμένες από τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές που ξεχώρισα. Η ίδια αποτελεί έξοχη επιλογή για τον ρόλο της έφηβης Χέντιβικ, γεγονός στο οποίο βοηθάει και το παρουσιαστικό της. Τέλος, ο Γιάννης Κότσιφας αποκαλύπτει το πρόσωπο ενός κωμικοτραγικού Έκνταλ, καθώς η αφέλεια που αποτυπώνει με έκανε επιτυχώς να θέλω να τον κοροϊδέψω αλλά και να θυμώσω μαζί του. Μία διττή λοιπόν ερμηνεία που σίγουρα αξίζει αναφοράς!
Ο Δημήτρης Τάρλοου επιμελείται το κείμενο και σκηνοθετεί τους ήρωες του Ίψεν με πολλά σύγχρονα στοιχεία, χωρίς να χάνει καθόλου την αίγλη και την ποιότητα της αυθεντικής χρονικής τοποθέτησης. Φέρνει το κοινό πιο κοντά στην ουσία της ιστορίας, με μία εξαιρετική πάστα ηθοποιών που μπορούν να σταθούν στο ύψος της περίστασης. Οι τεχνικές λεπτομέρειες αποκαλύπτουν μία πολύ καλά επιμελημένη δουλειά, από τις ενδυματολογικές επιλογές που δημιουργούν αντιθέσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων μέχρι τη μουσική (Nalyssa Green) και τους φωτισμούς (Αλέκος Αναστασίου) που δημιουργούν την κατάλληλη συναισθηματική φόρτιση - μια διαδικασία που μας προετοιμάζει διαρκώς για το τι μέλλει γενέσθαι. Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου που αλλάζει μία φορά μεταξύ πρώτης και δεύτερης πράξης είναι λιτό, με σύγχρονα στοιχεία που δε σε παραπέμπουν στον 19ο αιώνα αλλά περισσότερο στο σήμερα. Το βίντεο που παίζει στο videowall μας αποκαλύπτει τι συμβαίνει έξω από τους τέσσερις τοίχους του θεάτρου, όταν οι ηθοποιοί χάνονταν στο κοτέτσι για να δουν την αγριόπαπια. Πρόκεται για ένα πολύ ζωντανό στοιχείο της παράστασης που τονίζει τον συντονισμό των ηθοποιών - άξιο απορίας είναι και το πώς κατάφεραν να εξημερώσουν μια αληθινή αγριόπαπια για την δημιουργία του τρέιλερ και του videowall.
Κλείνοντας, εάν θέλετε να επιτρέψετε σε μία παράσταση να δονήσει την ψυχή και το μυαλό σας, να σας κάνει να αμφισβητήσετε ακόμα και το αξιακό σύστημα που νομίζατε πως είχατε οικοδομήσει για την αλήθεια και το ψέμα, τότε μη χάσετε την «Αγριόπαπια» στο θέατρο Πορεία.
Συντελεστές:
Μετάφραση - Δραματουργία - Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου
Συνεργάτις Δραματουργός: Έρι Κύργια
Σκηνικά - Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: NalyssaGreen
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Σκηνοθεσία κινηματογραφικού μέρους: Χρήστος Δήμας
Κινησιολογία: Κορίνα Κόκκαλη
Βοηθοί Σκηνοθέτη:Δήμητρα Κουτσοκώστα, Ελένη Μιχαηλίδου, Μάγδα Καυκούλα
Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Αλέξανδρος Γαρνάβος
Βοηθός φωτιστή: Ναυσικά Χριστοδουλάκου
Εκγύμναση Ηθοποιών: Χριστιάνα Κοσιάρη
Φωτογραφίες - trailer παράστασης: Βάσια Αναγνωστοπούλου
Διανομή:
Βέρλε: Θέμης Πάνου
Γκραίγκερς Βέρλε: Γιάννος Περλέγκας
Γερο-Έκνταλ: Γιώργος Μπινιάρης
Γιάλμαρ Έκνταλ: Γιάννης Κότσιφας
Γκίνα Έκνταλ: Λένα Δροσάκη
Χέντβικ: Σίσσυ Τουμάση
Κυρία Σόερμπι: Άννα Μάσχα
Ρέλινγκ: Αντίνοος Αλμπάνης
Μόλβικ: Γιάννης Καπελέρης
Πέτερσεν: Αλκιβιάδης Μαγγόνας
Γιένσεν: Στέργιος Κοντακιώτης
Ένας παχουλός κύριος: Νίκος Πυροκάκος
Ένας φαλακρός κύριος: Ανδρέας Νάτσιος
Ένας μύωπας: Γιάννης Γούνας