Παίζοντας με μια υπερμαριονέτα ονόματι «Κλάρα Σούμαν»

Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης και το ζεύγος Σούμαν «συναντιούνται» στη σκηνή του θεάτρου της οδού Κυκλάδων παίζοντας ένα αλλιώτικο θέατρο σκιών.
Διαβάστηκε φορες
Ομολογουμένως, είχα πολύ καιρό να δω θεατρική παράσταση και βγαίνοντας από την αίθουσα, η πρώτη μου φράση να ήταν «Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο!». Το θέατρο αποτελεί μια μορφή τέχνης που λόγο του εύρους, της μακροχρόνιας ενασχόλησης του ανθρώπου με αυτό, αλλά και του πλουραλισμού που παρουσιάζεται κάθε χρόνο είτε σε θέμα πλοκής είτε ως προς την εκφορά του λόγου είτε ακόμη και σκηνοθετικά, φαντάζει τουλάχιστον σπάνιο να υπάρξει πρωτοτυπία. Εξαίρεση αυτού του, πιθανώς, προσωπικού «κανόνα» υπήρξε η παρθενική παράσταση του Μιλτιάδη Φιορέντζη από το πόστο του σκηνοθέτη, αλλά και του δημιουργού, καθώς, από τη σύλληψη στην παραγωγή κι εν συνεχεία στην κατανάλωση, η ιδέα του για ένα μουσικοθεατρικό κείμενο βασισμένο στην πολυτάραχη και αξιοπρόσεκτη ζωή του ζεύγους Σούμαν, μετατράπηκε σε λόγο από τη συγγραφέα Μαρία Γιαγιάνου και ενορχηστρώθηκε στη σκηνή του θεάτρου της οδού Κυκλάδων. «Κλάρα Σούμαν», λοιπόν, ονομάστηκε το αποτέλεσμα αυτής της σύμπραξης, με το συμπληρωματικό τίτλο «τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας». Πώς, όμως, σε θεατρικό επίπεδο θα μπορούσαν να συνυπάρξουν ένας βαρύτονος, μια πιανίστρια και δύο ηθοποιοί; Ε, λοιπόν, ακριβώς εκεί είναι η πρωτοτυπία του όλου εγχειρήματος: αντιστρέφοντας τους ρόλους!



Ο Ρόμπερτ και η Κλάρα Σούμαν, ένα ζευγάρι πλασμένο να εξερευνήσει τα ενδότερα και πιο απόκρυφα επίπεδα της κλασσικής μουσικής και του πιάνου, με τον καθένα να καταγράφεται στην κοινωνία ως εξατομικευμένη σημαντική προσωπικότητα στο χώρο, εμφανίσθηκε στον κόσμο μας για να μας διδάξει ότι «η πιο θαυμάσια αλχημεία δεν είναι να μετατρέψεις το χαλκό σε χρυσάφι, αλλά το λόγο σε μουσική». Μπορεί η Κλάρα Σούμαν να μην έχαιρε της αναγνώρισης του άντρα της, εξαιτίας της ανδροκρατούμενης κοινωνίας στην οποία έζησε, αλλά η πορεία της την ανέδειξε ως ιδιοφυία του πιάνου, προσφέροντάς της την δυνατότητα να περιοδέψει σε ποικίλα μέρη του κόσμου παίζοντας έργα του συζύγου της, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και τη δική του αξία. Ο Ρόμπερτ Σούμαν, από την άλλη, ένας άνθρωπος που άργησε να ασχοληθεί με τη μουσική εξαιτίας του συντηρητισμού του πατέρα του, έμελλε να γράψει με χρυσά γράμματα το όνομά του στην ιστορία της κλασσικής μουσικής, όχι για τις παικτικές του ικανότητες, αλλά για τις συνθέσεις του. Όμως, οι προσωπικοί του δαίμονες, με κυριότερο το Σολ δίεση, και οι ψυχικές διαταραχές που βίωνε, τον εξώθησαν στην τρέλα, τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική και τελικά το θάνατό του στα 49 του χρόνια. Σίγουρα, αν κανείς ανατρέξει στην ιστορία του ζεύγους Σούμαν, θα πειστεί απόλυτα γιατί γράφονται ακόμη και σήμερα βιβλία και θεατρικά κείμενα και γυρίζονται ταινίες βασισμένες στη ζωή τους.

Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μου στην παράσταση της οδού Κυκλάδων, όταν πρωτοδιάβασα για τη σύνθεση του θιάσου της, ήμουν περίεργος να δω πώς τρεις διαφορετικοί καλλιτεχνικοί χώροι θα εναρμονίζονταν στο πλαίσιο του θεάτρου. Κάνοντας, λοιπόν, με ηχηρά βήματα και στο απόλυτο σκοτάδι, την εμφάνισή τους δύο εκ των τεσσάρων πρωταγωνιστών, πίστεψα πως επρόκειτο για την πιανίστρια Βικτωρία Κιαζίμη και το βαρύτονο Νικόλα Καραγκιαούρη, με τους δυο μουσικούς πιθανώς να έπαιρναν θέση κάπου στο πίσω μέρος της τετράγωνης σκηνής, περιμένοντας τους δύο ηθοποιούς, Μαρία Όλγα Αθηναίου και Μιλτιάδη Φιορέντζη, να ξεκινήσουν το υποκριτικό τους παιχνίδι. Προς έκπληξη μου, όταν τα φώτα άναψαν, οι δύο ηθοποιοί ήταν εκείνοι που είχαν πάρει θέσεις σε δυο μικρά και αντιδιαμετρικά ανοίγματα του σκηνικού, έχοντας μπροστά τους ένα μικρό γραφείο, μια λάμπα και ένα τετράδιο ο καθένας, απεικονίζοντας έτσι τα δωμάτια απ’ τα οποία ο Ρόμπερτ και η Κλάρα έγραφαν περιοδικά το κοινό τους ημερολόγιο. Εν συνεχεία, η πιανίστρια, ενδεδυμένη με ρούχα εποχής και τα ξανθά της μαλλιά να ξεχύνονται στην πλάτη της, κάθισε στο πιάνο που είχε τοποθετηθεί στο κέντρο της σκηνής και ξεκίνησε να παίζει. Ο επιβλητικός βαρύτονος έκανε τελευταίος την εμφάνισή του, περπατώντας αρχικά στο χώρο και οριοθετώντας τον.



Με λίγα λόγια, στη σκηνή βρίσκονταν οι μουσικοί και στο υπόβαθρο οι ηθοποιοί, με τους δεύτερους να προσφέρουν το λόγο και τις συναισθηματικές εναλλαγές του ζεύγους διαμέσου του κειμένου, ενώ ταυτόχρονα η πιανίστρια και ο βαρύτονος επιδίδονταν σ’ ένα παιχνίδι παντομίμας, βουβής κίνησης, αλλά και εξαιρετικής αποτύπωσης των όσων ακούγονταν στο υπόβαθρο, χρησιμοποιώντας κάθε εκφραστικό μέσο του σώματός τους με προεξέχον το πρόσωπό τους. Αυτό το θέατρο σκιών ή ο βουβός κινηματογράφος που έλαβε χώρα, ήταν εντυπωσιακός. Το νήμα της ιστορίας του ζευγαριού ξετυλίχτηκε με το θεατή να αισθάνεται πως, ακούγοντας, σαν παραμύθι, την αφήγηση των ηθοποιών, ξετυλίγονταν μπροστά του τα πραγματικά γεγονότα. Δηλαδή, το οπτικοακουστικό αποτέλεσμα ομοίαζε με την κινηματογραφική εξιστόρηση κάποιας παρελθοντικής στιγμής, κατά την οποία παρακολουθείς τα γενόμενα ακούγοντας ταυτόχρονα την αφήγησή τους από κάποιον τρίτο, αλλά όλα αυτά σε θεατρικό πλαίσιο. Το μινιμαλιστικό σκηνικό του Μιλτιάδη Φιορέντζη συμπληρώθηκε με τον βαρύτονό του να φέρνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα γυάλινες κατασκευές, επιμελημένες από τον Περικλή Πραβήτα, όπου στο εσωτερικό τους υπήρχαν ποικίλα αντικείμενα, διαφορετικά στο καθένα, εξωτερικεύοντας, έτσι, σε μορφή κρυσταλλωμένων εικόνων, τις αναμνήσεις του Ρόμπερτ Σούμαν, τις οποίες ταυτόχρονα ακούγαμε από το στόμα του ηθοποιού.

Εν κατακλείδι, το έργο στο σύνολό του ήταν εξαιρετικά προσεγμένο, όμορφα εναρμονισμένο ως προς τα διάφορα καλλιτεχνικά τμήματά του και το αποτέλεσμα αποφάνθηκε απόλυτα επιτυχημένο. Ο τρόπος προσέγγισης του κειμένου, η δυναμική της μουσικής και η προσθήκη του βαρύτονου για να προσδώσει τη γερμανική ατμόσφαιρα με το επιβλητικό της φωνής του, συνέθεσαν ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που πιθανώς να ζήλευε και το ίδιο το ζεύγος Σούμαν. Σ' αυτή τη μοναδική συνύπαρξη, η Κλάρα επικοινώνησε με το Ρόμπερτ της ξανά, μέσω των δαχτύλων της πιανίστριας και των 6 λιμπρέτων από τα συνολικά 138 που συνέθεσε ο Ρόμπερτ προκειμένου να εξυμνήσει την αγάπη του για τη μία και μοναδική γυναίκα της ζωής του. Η εναλλακτική δόμηση της παράστασης, η ρηξικέλευθη τοποθέτηση του τετραμελούς θιάσου στη σκηνή και σίγουρα το πρωτότυπο κείμενο της Μαρίας Γιαγιάνου, πρόσφεραν στους συντελεστές ένα θερμό και με διάρκεια χειροκρότημα, όπως επίσης και την πλειονότητα των θεατών, μετά το πέρας της παράστασης, να περιμένουν υπομονετικά του πρωταγωνιστές για να τους συγχαρούν. Η «Κλάρα Σούμαν» ανεβαίνει για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, με την αυλαία να πέφτει στις 27 Μαρτίου. Επομένως, εάν κι εσείς ψάχνετε για νέες θεατρικές προτάσεις και προσεγγίσεις, σας την προτείνουμε ανεπιφύλακτα.



Συντελεστές Παράστασης

Συγγραφέας: Μαρία Γιαγιάννου
Σύλληψη | Σκηνοθεσία | Δραματουργία: Μιλτιάδης Φιορέντζης
Συνεργάτης Δραματουργίας | Διαμόρφωση πρόβας: Μαρία Όλγα Αθηναίου
Σκηνογραφία | Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Γλυπτική: Περικλής Πραβήτας
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Ηχητικός σχεδιασμός: Νίκος Παλαμάρης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αριάννα Χατζηγαλανού
Υπεύθυνος επικοινωνίας: Άρης Ασπρούλης
Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου
Promo teaser: Χρυσάνθη Μπαδέκα

Ερμηνεύουν:
Πιανίστρια: Βικτωρία Κιαζίμη
Βαρύτονος: Νικόλας Καραγκιαούρης
Ηθοποιοί: Μαρία Όλγα Αθηναίου, Μιλτιάδης Φιορέντζης

Περίοδος παραστάσεων:
από Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου μέχρι Τρίτη 27 Μαρτίου 2018
Κάθε Δευτέρα & Τρίτη | Ώρα έναρξης 21:00

Τιμές εισιτηρίων:
14€ Κανονικό , 10€ Φοιτητικό, Ανέργων, Αμεα, Άνω των 65
 
Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, Λευτέρης Βογιατζής
Κεφαλληνίας & Κυκλάδων 11, Κυψέλη
2108217877

Διάρκεια: 85 λεπτά χωρίς διάλειμμα

Αξιολόγηση Θεατρικής Παράστασης
Βαθμός Παράστασης
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα