Rock n Roll Stories: Μια ξεχωριστή βραδιά στο Marquee

Ήταν βραδάκι της Κυριακής 4 Μαρτίου 1979 και περπατούσα τη Wardour Str του Σόχο με κατεύθυνση το Marquee, το ιστορικό clubακι που από το 1958 στεγάζει όλη την ιστορία του rock 'n' roll.
Διαβάστηκε φορες



    Ήταν βραδάκι της Κυριακής 4 Μαρτίου 1979 και περπατούσα τη Wardour Str του Σόχο με κατεύθυνση το Marquee, το ιστορικό clubακι που από το 1958 στεγάζει στις διάφορες τοποθεσίες του όλη την ιστορία του rock 'n' roll. Ήταν μια τυπικά κρύα λονδρέζικη βραδιά και το Σόχο έσφυζε από ζωή. Όλα τα παμπ ήταν γεμάτα, το ίδιο και τα μαγαζιά με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και τα φρουτάκια. Βρισκόμουν καμιά εικοσαριά μέτρα πριν την είσοδο του Marquee όταν άκουσα μια δυνατή φωνή από την απέναντι μεριά του δρόμου. "Όi, mate''. Κοντοστάθηκα και γύρισα και είδα έναν skinhead έξω από ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Πριν προλάβω να καταλάβω τι συμβαίνει, εμφανίστηκαν άλλοι τέσσερις από δαύτους και με πλησίασαν τρέχοντας. ''Υοu got 50 p?'' με ρώτησαν. Έκανα το λάθος να τους πω ότι δεν έχω. Με στρίμωξαν στον τοίχο και με άρχισαν στις μπουνιές ζητώντας μου λεφτά.  Σαστισμένος, συνέχισα να λέω ότι δεν έχω. Άλλωστε έπρεπε να φυλάξω τα λεφτά μου για να μπω στο κλαμπ. Ήμουν πιτσιρικάς, άντεχα το ξύλο. ''Δείξε μας τα χαρτονομίσματα,'' είπε ένας.

   
Ξαφνικά είδα τη λάμψη ενός στιλέτου που εμφανίστηκε στο χέρι του ενός και το ένστικτό μου (ευτυχώς) λειτούργησε αστραπιαία. Έχωσα το χέρι στην τσέπη όπου είχα μερικά κέρματα και τα πέταξα στο έδαφος. Οι skinheads με παράτησαν και όρμηξαν σαν τα περιστέρια για να αρπάξουν τα ψιλά απ' το πεζοδρόμιο. Κατάφερα να ξεγλιστρήσω και να το βάλω στα πόδια. Έτρεξα όπως θα έτρεχε ντοπαρισμένος ο Κεντέρης ύστερα από 25 χρόνια. Δεν ήξερα πού πήγαινα αλλά συνέχισα να τρέχω σαν τρελός μακριά απ' το Marquee, μακριά απ' την παράλογη βία του Λονδίνου. Ήμουν σοκαρισμένος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα δει πολλές παρόμοιες σκηνές βίας από τους ελεινούς κουρεμένους αλλά δεν ήμουν εγώ ο παραλήπτης. Είχα βρεθεί σε πολλές punk συναυλίες όπου έπεφτε άγριο ξύλο αλλά ποτέ στο επίκεντρο.

    Συνέχισα να τρέχω. Στο μυαλό μου στριφογύριζε το περιστατικό και η φαλτσέτα που άστραψε. Κάποια στιγμή σταμάτησα, λαχανιασμένος, μπερδεμένος. Τι να έκανα; Η αδρεναλίνη μου ήταν στα ύψη. Το κεφάλι μου γεμάτο καρούμπαλα, το χείλος μου σκισμένο και δε χρειαζόμουν καθρέφτη για να καταλάβω ότι η μούρη μου ήταν γεμάτη μελανιές. Δε γαμιέται, σκέφτηκα, θα πάω στο Marquee. Δε θα μου το χαλάσουν αυτοί οι μαλάκες. Έτσι κι αλλιώς ήθελα πολύ να δω εκείνη τη φοβερή μπάντα που είχα δει ένα μήνα νωρίτερα στο Nashville, ενα παμπ όπου έπαιζαν πολλά νέα συγκροτήματα. Είχαν βγάλει εκείνο το καταπληκτικό single ''10:15 Saturday Night'' με b-side το ''Killing an Arab''. Κι εκείνη την εποχή ένα δυνατό single σήμαινε πολλά. Μάλιστα θυμάμαι ότι στο Nashville στεκόμουν μπροστά μπροστά και φορούσα μια μαύρη καμπαρντίνα, ίδια με εκείνη του τραγουδιστή. Εκείνος φορούσε μια τετράγωνη κονκάρδα, ασπρόμαυρη, που είχε έναν άραβα να ξερνάει πάνω από το κιγκλίδωμα ενός πλοίου. Κάποια στιγμή που έσκυψε να δει το set list τον άρπαξα από την καμπαρντίνα και του ζήτησα να μου δώσει την κονκάρδα. ''Ωραία καμπαρντίνα,'' μου είπε και την έβγαλε και μου την έδωσε.

    Έπρεπε οπωσδήποτε να ξαναδώ αυτό το γκρουπ. Ξέχασα τα καρούμπαλα και τα σημάδια, έκανα μεταβολή και κατευθύνθηκα πάλι προς το κλαμπ από την αντίθετη κατεύθυνση. Τι πιθανότητες υπάρχουν να ξαναπέσω πάνω στους μαλάκες, σκέφτηκα. Άλλωστε η άγνοια κινδύνου είναι ένα από τα προνόμια των νέων. 

   
Η μπάντα ήταν οι Cure και χάρη στο δισκογραφικό ντεμπούτο τους είχαν εξασφαλίσει να παίξουν στο Marquee κάθε Κυριακή του Μαρτίου, με διαφορετικό σαπόρτ κάθε φορά. Μπήκα στο κλαμπ πληρώνοντας μόλις μια λίρα (ωραίες εποχές) λίγο πριν το σαπόρτ. Κάθε τόσο χάιδευα τα καρούμπαλά μου, λες και ήταν τραύματα μιας νικηφόρας μάχης. Ναι, για κάποιο μυστηριώδη λόγο, ένιωθα ότι είχα κερδίσει κάτι. Τέλος πάντων. Η μπάντα που βγήκε ήταν ακόμη πιο μυστηριώδης από τους λόγους για τους οποίους ένιωθα μια περίεργη ευφορία. Φορούσαν όλοι υφασμάτινα παντελόνια, άσπρα πουκάμισα, ο ένας φορούσε και γραβάτα μάλιστα, και, άκουσον άκουσον, ο μπασίστας είχε μούσι! Το να είχε κάποιος μούσι την εποχή του punk ήταν σαν να δήλωνε: "Είμαι ένας κωλοχίπης, βαράτε με!"  Ο τραγουδιστής χόρευε σαν σπαστικός και κουνούσε τα χέρια του σαν μαριονέτα. Το γκρουπ ήταν εξαιρετικό πάντως. Ο ήχος τους ήταν πολύ διαφορετικός και πολύ ενδιαφέρων. Τόσο πολύ που οι περισσότεροι προσπέρασαν το μούσι του μπασίστα. Λέγονταν Joy Division.

    Οι Cure ήταν και πάλι συγκλονιστικοί. Ίσως και καλύτεροι από την πρώτη φορά καθώς έδειξαν να έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση μέσα σε ένα μήνα. Ένα φοβερό τρίο που συνδύαζε τις κοφτερές αιχμές του punk με εντυπωσιακές pop ευαισθησίες. Είχαν έναν  τραγουδιστή που ηταν γεννημένος frontman. Είχε καλή φωνή και επιβλητική παρουσία. Ο μπασίστας και ο ντράμερ ήταν σφιχτοδεμένοι και επαγγελματικοί. Οι Cure έδειχναν ότι θα έφταναν πολύ ψηλά. Έβλεπα διάφορα συγκροτήματα κάθε βράδυ και καταλάβαινα ότι τα περισσότερα απλώς έπαιζαν επειδή το punk επέτρεπε σε όποιον ήθελε να ανέβει στη σκηνή και να παίξει, ύστερα να επιστρέψει στην αφάνεια απ' όπου ήρθε. Όμως οι Cure τα είχαν ολα, και η λατρεία του κοινού τους που είχε τριπλασιαστεί μέσα σε ένα μήνα ήταν ένα σημάδι ότι θα λατρεύονταν και μετά το πέρας των δεκαπέντε λεπτών φήμης.

Διαβάστε ακόμα