Η μεγαλύτερή μου αγάπη και ανάγκη σε τούτη την «άπονη ζωή», εκτός από τους ανθρώπους, είναι η μουσική. Μέσω αυτής ζω κι αναπνέω.
Την αγάπησα από τις πρώτες στιγμές που θυμάμαι τον εαυτό μου, ακούγοντας τις επιτυχίες της εποχής από τα μεγαλύτερα αδελφοξαδέλφια μου, καθώς και από τα παράθυρα σπιτιών στη γειτονιά. Σιγά σιγά άρχισα να το ψάχνω, να το νοιώθω, να είναι το δικό μου παράθυρο στην ομορφότερη ζωή που μπορούσα να ζήσω.
Θυμάμαι στην πρώτη γυμνασίου να λέω στον πατέρα μου «Μπαμπά, θέλω να μάθω πιάνο». Όπως επίσης θυμάμαι και την απάντησή του «Αγόρι μου, δεν έχουμε λεφτά για κάτι τέτοιο». Προερχόμενος από μια φτωχή, λαϊκή οικογένεια της Χαλκίδας και μεγαλωμένος σε αντίστοιχο περιβάλλον, οι τέχνες δεν ήταν στο προσκήνιο, πέρα από τα λαϊκά του ραδιοφώνου. Κι όμως, ήρθα κοντά με την τέχνη της μουσικής και τις υπόλοιπες τέχνες στο γυμνάσιο. Μέσα από το μάθημα της μουσικής και των καλλιτεχνικών, βεβαίως. Μπορεί - σε γενικές γραμμές - να ήταν «η ώρα του παιδιού» και του χαβαλέ, δεν έπαυε όμως να αποτελεί και μια ώρα που κάποια λαϊκά παιδιά μπορούσαν να έρθουν κοντά στις τέχνες.
Ήταν ο κος Σιμιτζής - αν θυμάμαι καλά - νομίζω θρησκευτικός, ο οποίος μας έκανε μάθημα μουσικής. Πάλευε να μας χωρίσει σε ομάδες, τους βαρύτονους, τους μεσαίους και τους άλλους, να μας κάνει χορωδία και να μας μάθει κάποια - ναι, βασικά - πράγματα για τη μουσική. Σε αυτό το μάθημα ανακάλυψα ότι έχω μια τίμια φωνή, ότι έχω αυτί και έτσι κατάλαβα ότι μπορώ να το εξασκήσω.
Εκτός από την επίσημη χορωδία του 2ου γυμνασίου Χαλκίδος, δημιουργήθηκε και μια ομάδα από τον καθηγητή κο. Κατσάνο (δεν το λέω με σιγουριά), όπου θα μαθαίναμε και «κανονικά τραγούδια», πέρα από τα εκκλησιαστικά ή πατριωτικά του κου. Σιμιτζή. Σε αυτήν την ομάδα ήταν η Στέλλα - θυμάμαι - που έπαιζε πιάνο. Πόσο το είχα λατρέψει εκείνο το πιάνο!
Εκτός από το πιάνο και τη μουσική, στο δημόσιο αυτό σχολείο ήρθα σε επαφή και με παιδιά και φίλους από αστικές, πιο πλούσιες οικογένειες. Και έμαθα κι άλλα πράγματα από τα παιδιά αυτά και τις οικογένειές τους. Έμαθα να διαβάζω περισσότερα βιβλία, να αντιγράφω την αστική τους ευγένεια, να στέκομαι κι εγώ δίπλα τους. Έμαθαν κι εκείνοι πράγματα από μένα, το ανοιχτό, φιλόξενο σπίτι, στο οποίο μαζευόμασταν κι ακούγαμε μουσική, τρώγαμε τα κεφτεδάκια της μαμάς, παίζαμε μπιρίμπα. Ίσως να αντέγραψαν κι εκείνοι κάτι από την λαϊκή απλοχεριά.
Έχουν περάσει αιώνες από εκείνην την εποχή. Δυστυχώς δεν γνωρίζω πώς είναι σήμερα τα πράγματα στα δημόσια σχολεία. Ξέρω σίγουρα πως «ήρθαν και οι κακοί πρόσφυγες και γέμισαν τα σχολεία κι από δαύτους». Το μοντέλο ζωής μας έχει αλλάξει αρκετά και πλέον οι γονείς παλεύουν να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, γιατί «στα δημόσια δε γίνεται δουλειά». «Θα κάνουν το σκατό τους παξιμάδι κάποιοι». Όλοι έχουμε ακούσει να το λένε.
Δε μπορούν όμως όλοι να τα καταφέρουν. Δεν έχουν τα χρήματα για να στείλουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία. Για αυτό το λόγο, θα πρέπει τα δημόσια σχολεία, αντίθετα με ό,τι νοιώθω πως συμβαίνει, να αναβαθμίζονται και να δίνουν ευκαιρίες σε όλα τα παιδιά, να μορφωθούν και να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα εφόδια, ώστε να αντιμετωπίσουν αυτήν την «άδικη ζωή». Είναι μια μοναδική ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με τα γράμματα και τις τέχνες. Με διαφορετικές κουλτούρες και «διαφορετικούς» ανθρώπους. Να ανακαλύψουν, έστω και μέσα από κουτσουρεμένες διδακτικές ώρες και αδιάφορες διδασκαλίες, κάποιο κομμάτι του εαυτού τους.
Έτσι θα μπορεί να γίνει το «Μπαμπά, θέλω να μάθω πιάνο» μια ονειρεμένη πραγματικότητα και όχι απαραίτητα ένα χαμένο όνειρο.
Την αγάπησα από τις πρώτες στιγμές που θυμάμαι τον εαυτό μου, ακούγοντας τις επιτυχίες της εποχής από τα μεγαλύτερα αδελφοξαδέλφια μου, καθώς και από τα παράθυρα σπιτιών στη γειτονιά. Σιγά σιγά άρχισα να το ψάχνω, να το νοιώθω, να είναι το δικό μου παράθυρο στην ομορφότερη ζωή που μπορούσα να ζήσω.
Θυμάμαι στην πρώτη γυμνασίου να λέω στον πατέρα μου «Μπαμπά, θέλω να μάθω πιάνο». Όπως επίσης θυμάμαι και την απάντησή του «Αγόρι μου, δεν έχουμε λεφτά για κάτι τέτοιο». Προερχόμενος από μια φτωχή, λαϊκή οικογένεια της Χαλκίδας και μεγαλωμένος σε αντίστοιχο περιβάλλον, οι τέχνες δεν ήταν στο προσκήνιο, πέρα από τα λαϊκά του ραδιοφώνου. Κι όμως, ήρθα κοντά με την τέχνη της μουσικής και τις υπόλοιπες τέχνες στο γυμνάσιο. Μέσα από το μάθημα της μουσικής και των καλλιτεχνικών, βεβαίως. Μπορεί - σε γενικές γραμμές - να ήταν «η ώρα του παιδιού» και του χαβαλέ, δεν έπαυε όμως να αποτελεί και μια ώρα που κάποια λαϊκά παιδιά μπορούσαν να έρθουν κοντά στις τέχνες.
Ήταν ο κος Σιμιτζής - αν θυμάμαι καλά - νομίζω θρησκευτικός, ο οποίος μας έκανε μάθημα μουσικής. Πάλευε να μας χωρίσει σε ομάδες, τους βαρύτονους, τους μεσαίους και τους άλλους, να μας κάνει χορωδία και να μας μάθει κάποια - ναι, βασικά - πράγματα για τη μουσική. Σε αυτό το μάθημα ανακάλυψα ότι έχω μια τίμια φωνή, ότι έχω αυτί και έτσι κατάλαβα ότι μπορώ να το εξασκήσω.
Εκτός από την επίσημη χορωδία του 2ου γυμνασίου Χαλκίδος, δημιουργήθηκε και μια ομάδα από τον καθηγητή κο. Κατσάνο (δεν το λέω με σιγουριά), όπου θα μαθαίναμε και «κανονικά τραγούδια», πέρα από τα εκκλησιαστικά ή πατριωτικά του κου. Σιμιτζή. Σε αυτήν την ομάδα ήταν η Στέλλα - θυμάμαι - που έπαιζε πιάνο. Πόσο το είχα λατρέψει εκείνο το πιάνο!
Εκτός από το πιάνο και τη μουσική, στο δημόσιο αυτό σχολείο ήρθα σε επαφή και με παιδιά και φίλους από αστικές, πιο πλούσιες οικογένειες. Και έμαθα κι άλλα πράγματα από τα παιδιά αυτά και τις οικογένειές τους. Έμαθα να διαβάζω περισσότερα βιβλία, να αντιγράφω την αστική τους ευγένεια, να στέκομαι κι εγώ δίπλα τους. Έμαθαν κι εκείνοι πράγματα από μένα, το ανοιχτό, φιλόξενο σπίτι, στο οποίο μαζευόμασταν κι ακούγαμε μουσική, τρώγαμε τα κεφτεδάκια της μαμάς, παίζαμε μπιρίμπα. Ίσως να αντέγραψαν κι εκείνοι κάτι από την λαϊκή απλοχεριά.
Έχουν περάσει αιώνες από εκείνην την εποχή. Δυστυχώς δεν γνωρίζω πώς είναι σήμερα τα πράγματα στα δημόσια σχολεία. Ξέρω σίγουρα πως «ήρθαν και οι κακοί πρόσφυγες και γέμισαν τα σχολεία κι από δαύτους». Το μοντέλο ζωής μας έχει αλλάξει αρκετά και πλέον οι γονείς παλεύουν να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, γιατί «στα δημόσια δε γίνεται δουλειά». «Θα κάνουν το σκατό τους παξιμάδι κάποιοι». Όλοι έχουμε ακούσει να το λένε.
Δε μπορούν όμως όλοι να τα καταφέρουν. Δεν έχουν τα χρήματα για να στείλουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία. Για αυτό το λόγο, θα πρέπει τα δημόσια σχολεία, αντίθετα με ό,τι νοιώθω πως συμβαίνει, να αναβαθμίζονται και να δίνουν ευκαιρίες σε όλα τα παιδιά, να μορφωθούν και να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα εφόδια, ώστε να αντιμετωπίσουν αυτήν την «άδικη ζωή». Είναι μια μοναδική ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με τα γράμματα και τις τέχνες. Με διαφορετικές κουλτούρες και «διαφορετικούς» ανθρώπους. Να ανακαλύψουν, έστω και μέσα από κουτσουρεμένες διδακτικές ώρες και αδιάφορες διδασκαλίες, κάποιο κομμάτι του εαυτού τους.
Θεωρώ αδιανόητο το γεγονός, ότι τα καλλιτεχνικά και η μουσική θα καταργηθούν από οποιαδήποτε βαθμίδα της δημόσιας παιδείας. Αυτό που χρειάζεται είναι ακριβώς το αντίθετο, και όχι μόνο για αυτά τα «ειδικά» μαθήματα ή πείτε τα και «δευτερεύοντα». Πρέπει να γίνει το σχολείο κοιτίδα πολιτισμού και ανθρωπισμού. Να απαιτείται από γονείς και καθηγητές, το σχολείο να είναι τόπος συνάντησης και δημιουργίας. Να μπορούν στο σχολείο, και όχι σε φροντιστήρια, τα παιδιά να ανακαλύπτουν τις δεξιότητές τους και να τις βελτιώνουν, μαζί με τις όποιες αδυναμίες τους. Να εμπνέονται, να κοινωνικοποιούνται, να παίζουν, να κάνουν σκανταλιές, να ανταλλάσσουν ιδέες και όνειρα. Να ζουν τη ζωή τους και να μαθαίνουν και (από) τις ζωές των άλλων. Να σέβονται ο ένας την ιδιαιτερότητα του άλλου. Να έχουν όλα τα παιδιά πρόσβαση στον κόσμο που ανοίγεται μπροστά τους.
Έτσι θα μπορεί να γίνει το «Μπαμπά, θέλω να μάθω πιάνο» μια ονειρεμένη πραγματικότητα και όχι απαραίτητα ένα χαμένο όνειρο.