Η μετά-Covid19 εποχή έχει ξεκινήσει για τα καλά. Τα σχολεία άνοιξαν και έκλεισαν. Οι Πανελλήνιες ολοκληρώθηκαν. Τα θερινά σινεμά επαναλειτουργούν. Τα ΜΜΜ άρχισαν κανονικά τα (μειωμένα) θερινά δρομολόγια. Τα αεροδρόμια πλέον δέχονται τουρίστες ακόμη κι από το εξωτερικό. Η μάσκα και το αντισηπτικό έχει αρχίσει να γίνεται κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Το ίδιο και οι αποστάσεις. Η ελληνική κοινωνία έχει ξαναβρεί τους ρυθμούς της και προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές που της άφησε η πανδημία - πληγές τόσο υλικές όσο και ψυχικές. Και πλέον, με την κανονικότητα να έχει επέλθει, παρακολουθούμε γύρω μας τη βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος της πρωτεύουσας, τις δίχως φόβο και υπεύθυνη δήλωση εξορμήσεις και την επαναλειτουργία του Κοινοβουλίου με «εξωελληνικούς» ρυθμούς υποβολής νομοσχεδίων κομβικής σημασίας. Όλα δείχνουν να έχουν επιστρέψει στην προ-Covid19 εποχή, αλλά με τις απαραίτητες αλλαγές.
Και κάπου ανάμεσα σ’ όλα αυτά τα υψηλής σημασίας ζητήματα για την κοινωνική μας ευημερία, κάπου στο βάθος του ορίζοντα, αχνοφαίνεται και το θέατρο, να σηκώνει το χέρι του και να ζητάει βοήθεια και ίση μεταχείριση μ’ όλα τα παραπάνω. Κάπου εκεί στο βάθος, το θέατρο φαίνεται να πνίγεται απ’ τη νομοθεσία περί διεξαγωγής θεατρικών παραστάσεων από την 1η Ιουλίου και μετά. Και, απόλυτα συνειδητά, χρησιμοποιώ τη λέξη «φαίνεται», καθώς το θέατρο, απ’ όσα δείχνουν τα έως τώρα δεδομένα, θα είναι ο μόνος χώρος στην Ελλάδα που θα απεικονίσει την μετά-Covid19 εποχή. Όπως όλα δείχνουν, θα είναι ο μόνος χώρος που θα επηρεαστεί άμεσα και αυστηρότατα απ’ τις υγειονομικές υποδείξεις των λοιμωξιολόγων περί προστασίας του κοινωνικού συνόλου απ’ την πανδημία. Κακά τα ψέματα, πέρα από τη «μόδα» των μασκών και την εξ αποστάσεως εργασία με μειωμένες απολαβές, τίποτα απολύτως δεν έχει αλλάξει γύρω μας. Τίποτα απολύτως! Και μιλώντας για τη μόδα της «μάσκας», δεν αναφέρομαι στη χρησιμότητα του συγκεκριμένου μέσου προστασίας, που είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά στην υψηλότερη σημασία που δείχνουμε στο αν η μάσκα μας θα είναι όμορφη σε σχέση με το αν τη φοράμε σωστά.
Ας μην ξεχνάμε πως η μάσκα αποτέλεσε, απ’ την αρχή του θεάτρου, σύμβολο του δράματος και εξελίχθηκε σε ένα απολύτως σημαντικό θεατρικό αντικείμενο, με αποκορύφωμα το θέατρο μάσκας της Comedia del Arte. Πλήθος καλλιτεχνών των παραστατικών τεχνών εξέλιξαν τη χρήση της μάσκας, την ενσωμάτωσαν στο πρόσωπό τους και κάπως έτσι ξεκίνησαν οι γελωτοποιοί, οι κλόουν, οι μίμοι κ.ά. Βέβαια, τα τελευταία 150 χρόνια είναι ελάχιστα τα έργα που προϋποθέτουν μάσκες για τη διεξαγωγή τους, καθώς τα νέα αισθητικά κινήματα στο θέατρο στόχευαν περισσότερο στη γύμνια του ηθοποιού επί σκηνής. Πάντως, η μάσκα, ούτως ή άλλως, αποτέλεσε ένα αντικείμενο που υπενθύμιζε τόσο στον ηθοποιό όσο και στο θεατή πως όσα λαμβάνουν χώρα μπροστά στα μάτια τους, υπό μία έννοια, είναι ψέματα. Ίσως αυτή να είναι και η εξέλιξη της μάσκας στη μετά-Covid19 εποχή… Πάντως, η μάσκα ενδέχεται να ενοποιήσει θεατές και ηθοποιούς, καθώς το Υπουργείο Πολιτισμού στις οδηγίες του περί παρακολούθησης παραστατικών τεχνών, προτείνει τη χρήση μάσκας απ’ τους θεατές. Βέβαια, πόση ώρα ν’ αντέξει κανείς με μάσκα στο πρόσωπό του και χωρίς διάλειμμα, όπως επίσης υπαγορεύει ο κανονισμός λειτουργίας;
Ταυτόχρονα, εγείρονται και επιπλέον ερωτήματα περί της διεξαγωγής παραστάσεων το φετινό καλοκαίρι. Ενώ στους θερινούς κινηματογράφους, από την προσωπική μου εμπειρία μέχρι στιγμής, φαίνεται να μην τηρούνται ούτε οι υποτυπώδεις αποστάσεις και η μέγιστη χωρητικότητα, στο θέατρο θα πρέπει να είναι πολύ αυστηρή η εφαρμογή των κανονισμών. Ολόκληροι θίασοι - τουλάχιστον, αυτοί οι μετρημένοι στα δάχτυλα θίασοι που αδειοδοτήθηκαν να παίξουν φέτος - υποχρεούνται να αναπροσαρμόσουν το όραμά τους και τον τρόπο που έβλεπαν μέχρι τώρα το δράμα, καθώς φαίνεται πως είτε ο Covid19 είτε το Υπουργείο Πολιτισμού δεν έχουν ιδέα για το τι σημαίνει δραματική τέχνη. Η απαίτηση της διατήρησης των αποστάσεων του 1,5 μέτρου επί σκηνής μεταξύ των ηθοποιών, ο προσανατολισμός τους ενόσω αρθρώνουν το θεατρικό λόγο, η ανυπαρξία καμαρινιών και η απαγόρευση αξιοποίησης του «εξοπλισμού» του ενός ηθοποιού από έναν άλλο, ακούγονται παράλογα και βγαλμένα από κάποιο δυστοπικό μυθιστόρημα του προηγούμενου αιώνα. Και αυτά είναι μόνο μερικά απ’ τα ζητούμενα της εγκυκλίου του Υπουργείου για τη διεξαγωγή θεατρικών παραστάσεων.
Βέβαια, «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Επί χρόνια παρακολουθούμε στο εγχώριο θέατρο μία έντονη επαναληπτικότητα στα έργα που επιλέγονται ν’ ανέβουν, ειδικά στις μεγάλες σκηνές της πρωτεύουσας, με εξαίρεση τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Ίσως, λοιπόν, ήρθε η ιστορική εκείνη στιγμή που ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα δε θα μπορέσουν να φιληθούν και να πεθάνουν πιασμένοι χέρι χέρι υπογραμμίζοντας την αγάπη τους. Ίσως ο Άμλετ δε θα μπορέσει ν’ ασκήσει ξανά βία στη μητέρα του, λίγο πριν σκοτώσει τον Πολώνιο. Ίσως να δούμε το Μακμπέθ να πασχίζει να καθαρίσει τα ματωμένα χέρια του με αντισηπτικό διάλυμα χλωρίνης 1:10. Ίσως η Μάσα και ο Βερσίνιν να μη φιληθούν ποτέ στον αποχαιρετισμό τους, αλλά να αρκεστούν σ’ ένα και μόνο βλέμμα που θα εμπεριέχει κάθε σωματική επαφή που θα μπορούσε να είχε συμβεί. Ίσως να επιστρέψουμε στα χρόνια που η σωματική επαφή ήταν πολύ πιο δύσκολη και σημαντική απ’ ό,τι σήμερα. Ίσως ήρθε η ώρα ν’ αρχίσουμε να κοιτάμε σε άλλους κήπους με θεατρικά έργα, σύγχρονα, με πιο ευμετάβλητα σκηνικά χαρακτηριστικά. Ή ακόμη και να εφευρεθούν νέες φόρμες, νέα είδη θεάτρου, ακόμη και βασισμένα στα μεγαθήρια της ιστορίας της δραματικής τέχνης. Ίσως ήρθε η ώρα να εντρυφήσουμε στο θέατρο λόγου που προτείνει το Αρχαίο Δράμα. Να σταματήσουμε να ζητάμε ηδονοβλεπτικά να παρακολουθήσουμε επί σκηνής τις «μεγάλες και εμπορικές πράξεις» των χαρακτήρων της κλασσικής δραματουργίας. Γιατί αυτό είναι απαραίτητα κακό;
«Τρέπλιεβ: Χρειαζόμαστε νέους τρόπους έκφρασης! Χρειαζόμαστε νέους τρόπους έκφρασης, κι αν δε μπορούμε να τους δημιουργήσουμε, είναι καλύτερα να μην κάνουμε τίποτα» (μτφ. Λ. Καλλέργη) φωνάζει ο ήρωας του «Γλάρου» του Αντόν Τσέχωφ και αμέσως μετά κοιτάει το ρολόι του όπως ζητάει η σκηνική οδηγία. Ίσως, λοιπόν, πρέπει και οι άνθρωποι του θεάτρου να κοιτάξουν τα ρολόγια τους. Γιατί ζούμε μία απ’ τις κομβικότερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας μας, κατά την οποία θαρραλέες αποφάσεις πρέπει να παρθούν με σκοπό τη διαιώνιση μίας τέχνης που ποτέ κανείς στο ρου της ιστορίας δεν κατάφερε να θάψει. Και αυτό συνέβη λόγω της ανάγκης, αυτής της πυρηνικής λέξης του θεάτρου. Της ανάγκης ενός απλού ρήτορα-χορευτή-μουσικού-ανθρώπου να βγει μπροστά και να ζητήσει δημόσια και φανερά το λόγο απ’ τον υπαίτιο για τη μοίρα του ελπίζοντας στη σωτηρία του.
Και κάπου ανάμεσα σ’ όλα αυτά τα υψηλής σημασίας ζητήματα για την κοινωνική μας ευημερία, κάπου στο βάθος του ορίζοντα, αχνοφαίνεται και το θέατρο, να σηκώνει το χέρι του και να ζητάει βοήθεια και ίση μεταχείριση μ’ όλα τα παραπάνω. Κάπου εκεί στο βάθος, το θέατρο φαίνεται να πνίγεται απ’ τη νομοθεσία περί διεξαγωγής θεατρικών παραστάσεων από την 1η Ιουλίου και μετά. Και, απόλυτα συνειδητά, χρησιμοποιώ τη λέξη «φαίνεται», καθώς το θέατρο, απ’ όσα δείχνουν τα έως τώρα δεδομένα, θα είναι ο μόνος χώρος στην Ελλάδα που θα απεικονίσει την μετά-Covid19 εποχή. Όπως όλα δείχνουν, θα είναι ο μόνος χώρος που θα επηρεαστεί άμεσα και αυστηρότατα απ’ τις υγειονομικές υποδείξεις των λοιμωξιολόγων περί προστασίας του κοινωνικού συνόλου απ’ την πανδημία. Κακά τα ψέματα, πέρα από τη «μόδα» των μασκών και την εξ αποστάσεως εργασία με μειωμένες απολαβές, τίποτα απολύτως δεν έχει αλλάξει γύρω μας. Τίποτα απολύτως! Και μιλώντας για τη μόδα της «μάσκας», δεν αναφέρομαι στη χρησιμότητα του συγκεκριμένου μέσου προστασίας, που είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά στην υψηλότερη σημασία που δείχνουμε στο αν η μάσκα μας θα είναι όμορφη σε σχέση με το αν τη φοράμε σωστά.
Ας μην ξεχνάμε πως η μάσκα αποτέλεσε, απ’ την αρχή του θεάτρου, σύμβολο του δράματος και εξελίχθηκε σε ένα απολύτως σημαντικό θεατρικό αντικείμενο, με αποκορύφωμα το θέατρο μάσκας της Comedia del Arte. Πλήθος καλλιτεχνών των παραστατικών τεχνών εξέλιξαν τη χρήση της μάσκας, την ενσωμάτωσαν στο πρόσωπό τους και κάπως έτσι ξεκίνησαν οι γελωτοποιοί, οι κλόουν, οι μίμοι κ.ά. Βέβαια, τα τελευταία 150 χρόνια είναι ελάχιστα τα έργα που προϋποθέτουν μάσκες για τη διεξαγωγή τους, καθώς τα νέα αισθητικά κινήματα στο θέατρο στόχευαν περισσότερο στη γύμνια του ηθοποιού επί σκηνής. Πάντως, η μάσκα, ούτως ή άλλως, αποτέλεσε ένα αντικείμενο που υπενθύμιζε τόσο στον ηθοποιό όσο και στο θεατή πως όσα λαμβάνουν χώρα μπροστά στα μάτια τους, υπό μία έννοια, είναι ψέματα. Ίσως αυτή να είναι και η εξέλιξη της μάσκας στη μετά-Covid19 εποχή… Πάντως, η μάσκα ενδέχεται να ενοποιήσει θεατές και ηθοποιούς, καθώς το Υπουργείο Πολιτισμού στις οδηγίες του περί παρακολούθησης παραστατικών τεχνών, προτείνει τη χρήση μάσκας απ’ τους θεατές. Βέβαια, πόση ώρα ν’ αντέξει κανείς με μάσκα στο πρόσωπό του και χωρίς διάλειμμα, όπως επίσης υπαγορεύει ο κανονισμός λειτουργίας;
Ταυτόχρονα, εγείρονται και επιπλέον ερωτήματα περί της διεξαγωγής παραστάσεων το φετινό καλοκαίρι. Ενώ στους θερινούς κινηματογράφους, από την προσωπική μου εμπειρία μέχρι στιγμής, φαίνεται να μην τηρούνται ούτε οι υποτυπώδεις αποστάσεις και η μέγιστη χωρητικότητα, στο θέατρο θα πρέπει να είναι πολύ αυστηρή η εφαρμογή των κανονισμών. Ολόκληροι θίασοι - τουλάχιστον, αυτοί οι μετρημένοι στα δάχτυλα θίασοι που αδειοδοτήθηκαν να παίξουν φέτος - υποχρεούνται να αναπροσαρμόσουν το όραμά τους και τον τρόπο που έβλεπαν μέχρι τώρα το δράμα, καθώς φαίνεται πως είτε ο Covid19 είτε το Υπουργείο Πολιτισμού δεν έχουν ιδέα για το τι σημαίνει δραματική τέχνη. Η απαίτηση της διατήρησης των αποστάσεων του 1,5 μέτρου επί σκηνής μεταξύ των ηθοποιών, ο προσανατολισμός τους ενόσω αρθρώνουν το θεατρικό λόγο, η ανυπαρξία καμαρινιών και η απαγόρευση αξιοποίησης του «εξοπλισμού» του ενός ηθοποιού από έναν άλλο, ακούγονται παράλογα και βγαλμένα από κάποιο δυστοπικό μυθιστόρημα του προηγούμενου αιώνα. Και αυτά είναι μόνο μερικά απ’ τα ζητούμενα της εγκυκλίου του Υπουργείου για τη διεξαγωγή θεατρικών παραστάσεων.
Βέβαια, «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Επί χρόνια παρακολουθούμε στο εγχώριο θέατρο μία έντονη επαναληπτικότητα στα έργα που επιλέγονται ν’ ανέβουν, ειδικά στις μεγάλες σκηνές της πρωτεύουσας, με εξαίρεση τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Ίσως, λοιπόν, ήρθε η ιστορική εκείνη στιγμή που ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα δε θα μπορέσουν να φιληθούν και να πεθάνουν πιασμένοι χέρι χέρι υπογραμμίζοντας την αγάπη τους. Ίσως ο Άμλετ δε θα μπορέσει ν’ ασκήσει ξανά βία στη μητέρα του, λίγο πριν σκοτώσει τον Πολώνιο. Ίσως να δούμε το Μακμπέθ να πασχίζει να καθαρίσει τα ματωμένα χέρια του με αντισηπτικό διάλυμα χλωρίνης 1:10. Ίσως η Μάσα και ο Βερσίνιν να μη φιληθούν ποτέ στον αποχαιρετισμό τους, αλλά να αρκεστούν σ’ ένα και μόνο βλέμμα που θα εμπεριέχει κάθε σωματική επαφή που θα μπορούσε να είχε συμβεί. Ίσως να επιστρέψουμε στα χρόνια που η σωματική επαφή ήταν πολύ πιο δύσκολη και σημαντική απ’ ό,τι σήμερα. Ίσως ήρθε η ώρα ν’ αρχίσουμε να κοιτάμε σε άλλους κήπους με θεατρικά έργα, σύγχρονα, με πιο ευμετάβλητα σκηνικά χαρακτηριστικά. Ή ακόμη και να εφευρεθούν νέες φόρμες, νέα είδη θεάτρου, ακόμη και βασισμένα στα μεγαθήρια της ιστορίας της δραματικής τέχνης. Ίσως ήρθε η ώρα να εντρυφήσουμε στο θέατρο λόγου που προτείνει το Αρχαίο Δράμα. Να σταματήσουμε να ζητάμε ηδονοβλεπτικά να παρακολουθήσουμε επί σκηνής τις «μεγάλες και εμπορικές πράξεις» των χαρακτήρων της κλασσικής δραματουργίας. Γιατί αυτό είναι απαραίτητα κακό;
«Τρέπλιεβ: Χρειαζόμαστε νέους τρόπους έκφρασης! Χρειαζόμαστε νέους τρόπους έκφρασης, κι αν δε μπορούμε να τους δημιουργήσουμε, είναι καλύτερα να μην κάνουμε τίποτα» (μτφ. Λ. Καλλέργη) φωνάζει ο ήρωας του «Γλάρου» του Αντόν Τσέχωφ και αμέσως μετά κοιτάει το ρολόι του όπως ζητάει η σκηνική οδηγία. Ίσως, λοιπόν, πρέπει και οι άνθρωποι του θεάτρου να κοιτάξουν τα ρολόγια τους. Γιατί ζούμε μία απ’ τις κομβικότερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας μας, κατά την οποία θαρραλέες αποφάσεις πρέπει να παρθούν με σκοπό τη διαιώνιση μίας τέχνης που ποτέ κανείς στο ρου της ιστορίας δεν κατάφερε να θάψει. Και αυτό συνέβη λόγω της ανάγκης, αυτής της πυρηνικής λέξης του θεάτρου. Της ανάγκης ενός απλού ρήτορα-χορευτή-μουσικού-ανθρώπου να βγει μπροστά και να ζητήσει δημόσια και φανερά το λόγο απ’ τον υπαίτιο για τη μοίρα του ελπίζοντας στη σωτηρία του.
Αυτή ακριβώς η ανάγκη θ’ αποτελέσει, για μία ακόμη φορά, το εφαλτήριο της επανάστασης του σύγχρονου θεάτρου στη χώρα που το γέννησε. Ή και όχι…
Η φωτογραφία εξωφύλλου απεικονίζει την όπερα της Βαρκελώνης, El Liceu, όπου κατά τη διάρκεια κονσέρτου σε μουσική του Puccini, στο κοινό «παρευρίσκονταν» πάνω από 2000 φυτά τα οποία δωρίστηκαν σε επαγγελματίες υγείας. Η πρωτοβουλία αποτέλεσε ιδέα του καλλιτεχνικού διευθυντή Eugenio Ampudia.
Διαβάστε ακόμα