Ματούλα Ζαμάνη - Muma [2014]
Αναρωτήθηκα ποιοι εκπροσωπούν τον λαϊκό στίχο εν έτει 2021.
Ποιοι είναι εκείνοι που στις λέξεις τους ισορροπούν ανάμεσα στη καθημερινή έκφραση και την ποίηση της καθημερινότητας; Ποιοι μπορούν να πάρουν το πιο κοινότυπο θέμα στην ιστορία της στιχουργίας (τον έρωτα, την αγάπη, το σεβντά, την καψούρα, τον πόθο και πάει λέγοντας) και να το διαχειριστούν με τρόπο τρομερά οικείο αλλά και εντελώς δικό τους; Γράφοντας και σβήνοντας ονόματα έφτασα σε ένα απροσδόκητο, που όμως «τικάριζε» όλες τις απαιτήσεις μου: έρωτας το θέμα, τσεκ. Γλώσσα «πεζοδρομίου», τσεκ. Μαστοριά στη λεξοπλασία, τσεκ. Απαραίτητες δόσεις ψυχής και καλώς εννοούμενης μαγκιάς, τσεκ.
Θα έπρεπε να έχουμε να κάνουμε με έναν σύγχρονο ρεμπέτη, σωστά;
Όχι. Περίπου. Δηλαδή, το όνομα Ηλίας Παπανικολός ίσως να μη σας λέει τίποτα. Το Εισβολέας όμως; Δύο ονόματα. Όπως και οι δύο μουσικές φύσεις που θέλει να συνταιριάξει ο συγκεκριμένος. Ραπ και ρεμπέτικο. Κι αν αυτό επιτυγχάνεται είναι θέμα άλλου άρθρου (και πιθανότατα άλλου αρθρογράφου), στο θέμα των στίχων έχουμε κάτι τόσο ξεχωριστό που δυσκολεύομαι να βρω κάτι που να συγγενεύει. Έστω εξ αγχιστείας.
Μπανιστιρτζού με έκαμε η αλήτισσά σου η φύση
Μπανιστιρτζού με το στανιό και τύφλα στο μεθύσι
Τι καλημέρα να σου πω άμα δε σ' αντικρίζω
Άμα δε σ' έχω αγκαλιά και να σε καβλαντίζω
Οι πρωταθλητές, στη ρακή
Δώσ' του δώσ' του τουφεκιές έχω τρελαθεί
Ωφ αμάν, βάι βάι
Με πήραν απ’ τον ώμο και τους είπα bye bye
Είναι πρωί και πίνω κούπες
Δε με γεμίζει ο καφές ούτε και οι ρούφες
Είμαι δικός σου κι όλα τ’ άλλα είναι μούφες
Μούφες. Τ' ακούς; Το λέω και με ντουντούκες
Ξυπνάω και δίνω κουτουλιές
Δυο στο μαξιλάρι και θυμάμαι όσα μου 'πες
Έλεγα σιγά χορτάσαμε στιγμές
Τώρα με το χρόνο δες, πάλι δίνω στούκες
Κι όλο τα «θα» πάλι μπαίνουνε στη μέση
Θα τα πούμε, θα μιλήσουμε στις έξι
Θα βρεθούμε, θα και θα τα έχω παίξει
Μέσα στο κεφάλι μου μυαλό δεν έχει θέση
Μέσα στο μυαλό μου που το πήρες έτσι
Έγινα ταξίμι που έμεινε στη μέση
Έγινα έργο εθνικής, ημιτελής
Και τη φωλιά μου σίγουρα την έχω χέσει
Μπανιστιρτζού, καβλαντίζω, ρούφες, μούφες, στούκες, χέσει.
Αν μη τι άλλο ο Εισβολέας είναι ατρόμητος στην επιλογή των λέξεων. Δεν προσομοιάζει ακριβώς την καθημερινή ομιλία. Περισσότερο παραθέτει μία κινηματογραφική εκδοχή ενός αγοριού/κοριτσιού που προσπαθεί να εκφράσει τον έρωτά του. Μέσα στην υπερβολή κρύβεται άκρατη τρυφερότητα. Ακόμα και η αναφορά στην εθνική, που μένει ημιτελής, παρότι ξεκάρφωτη, εξυπηρετεί τη λαϊκότητα των παρομοιώσεων.
Μπανιστιρτζού με έκαμες κι η απόσταση με πνίγει
Αλήτη μου με πέθανες κάπου δεν καταλήγει
Τι καλημέρα να σου πω άμα δε σ' αντικρίζω
Άμα δε σ' έχω αγκαλιά και να σε καβλαντίζω
Οι πρωταθλητές, στη ρακή
Δώσ' του δώσ' του τουφεκιές έχω τρελαθεί
Ωφ αμάν, βάι βάι
Με πήραν απ' τον ώμο και τους είπα bye bye
Για να χωρίσουμε εμείς
Πρέπει τη φύση σου πρώτα ν' απαρνηθείς
Και μη μου πεις πως όλα έχουν χαλάσει
Γιατί εγώ τα άφησα όλα εντάξει
Τι φταίω, να τρέχω πάνω κάτω, α;
Και τα μούτρα σου να ρίχνεις ως το πάτωμα
Τι φάση όμως; Πες μου γιατί
Κι εγώ όπως όλοι οι άλλοι ζούμε μόνο μια ζωή
Και μη με λες καταφερτζή ούτε αλανιάρη
Και μη μου φέρεσαι λες και μου κάνεις χάρη
Δεν κάνουν λάθη μοναχά όσοι δε γεννιούνται
Αλλά και όσοι μπορούνε και θυμούνται
Μη μ' αποπαίρνεις και ξεκόλλα καλέ
Η ζωή είναι για να ζούμε όσα οι άλλοι απαρνιούνται
Τα λόγια είναι λόγια μωρέ
Μα περισσότερα τα μάτια θα σου πούνε
Μπανιστιρτζού μ' έχεις εκεί μπερμπάντισσα γυναίκα
Να πίνω ούζο και ρακή τέσσερις πάρα δέκα
Τι καλημέρα να σου πω άμα δε σ' αντικρίζω
Άμα δε σ' έχω αγκαλιά και να σε καβλαντίζω
Οι πρωταθλητές στην τσικουδιά
Δώσ' του δώσ' του τουφεκιές πάμε ωρέ παιδιά
Ωφ αμάν, άπαπα
Με πήραν απ’ τον ώμο και τους είπα άντε γεια
Αυτό το αμάλγαμα ρεμπέτικου και ραπ (με ολίγη από τη σχολή Μάλαμα - δε λέμε έντεχνο) που επιχειρεί ο Εισβολέας, έχει αρκετό ψωμί και μουσικά και στιχουργικά. Αν θα βαλτώσει ξεμένοντας από ιδέες ή αν θα ανατιναχθεί στον σύμπαν όπως του πρέπει στο άμεσο μέλλον μόνο ο δημιουργός του το ξέρει και όσοι τον ακολουθήσουν. Τα δείγματα που μας έχει δώσει τα τελευταία χρόνια μας κάνουν να ελπίζουμε για το δεύτερο.